Τι σημαίνει το à la στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης à la στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του à la στο Γαλλικά.

Η λέξη à la στο Γαλλικά σημαίνει α λα, άσεμνος, χυδαίος, πρόστυχος, περιφερειακός, συνταξιούχος, που περιβάλλεται από ξηρά, σπονδυλικός, μεθυστικός, υπάνθρωπος, εκ των άνω προς τα κάτω, καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, που μένει πίσω, ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ, με γεύση μέντας, που του έχουν κάνει έξωση, ασβεστωμένος, μελαχρινός, πικάντικος, μειωμένος, afab, amab, αντί, άψογα, τέλεια, μυστικά, κρυφά, διαδοχικά, χειρουργικά, σε μειονεκτική θέση, γεια χαρά, πληκτρολόγηση, δακτυλογράφηση, βομβαρδισμός, πορτοφολάς, απόλυση, αγωνιώδες φινάλε, χατζής, στην υγειά μας, χοντροκέφαλος, εξετάσεις εισαγωγής σε ιατρικές σχολές, βολοβάν, μετά από, γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι, πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο, είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός, κολυμπάω, κολυμπώ, αντέχω, κατεβάζω, μεταδίδω στην τηλεόραση, μειώνω, φτιάχνω πρόχειρα, που πονάει, προκλητικός, απρόσεχτος, χαλαρός, που δεν είναι στη μόδα, που δεν είναι της μόδας, τελευταίος, που θεωρείται ασήμαντος, που αγνοείται, πάρα πολύ, τελικά, επιστροφή, επανεμφάνιση, διώχνω, στέλνω, τρίβω με ελαφρόπετρα, πρώτος, φίνος, πέμπτος, με τρούφα, ανασταίνομαι, χτυπώ κάρτα, αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή, ανοδικός, τραχύς, αδρός, ψαρεύω, επαναφέρω, στην υγειά μας, γεια μας, απ' έξω, απ' έξω κι ανακατωτά, επιχειρηματολογώ, ενδέκατος, δακτυλογραφημένος, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης à la

α λα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il jure beaucoup quand il est en colère, à la Gordon Ramsay.
Βρίζει πολύ όταν είναι θυμωμένος, σαν τον Γκόρντον Ράμσεϊ.

άσεμνος, χυδαίος, πρόστυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a été arrêté pour comportement lubrique dans un lieu public.
Συνελήφθη για άσεμνη συμπεριφορά σε δημόσιο χώρο.

περιφερειακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le logement est considérablement moins cher dans les quartiers périphériques.
Η στέγη είναι σημαντικά φθηνότερη σε περιφερειακές περιοχές.

συνταξιούχος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le couple retraité a déménagé dans le sud-est l'année dernière.
Το ζεύγος συνταξιούχων μετακόμισε πέρσι στα νοτιοδυτικά.

που περιβάλλεται από ξηρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπονδυλικός

(muscle, nerf)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεθυστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπάνθρωπος

(indigne) (μειωτικό: για άνθρωπο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκ των άνω προς τα κάτω

(Hiérarchie)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας

(για έργο, σχέδιο κλπ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μένει πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a un intérêt éphémère pour la nourriture végan en ce moment.

με γεύση μέντας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που του έχουν κάνει έξωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασβεστωμένος

(mur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μελαχρινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πικάντικος

(œuf)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μειωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

afab

(LGBT, jargon)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

amab

(LGBT, jargon)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αντί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu m'as proposé du vin et du soda, mais je prendrai plutôt de l'eau.
Μου πρόσφερες κρασί και αναψυκτικό αλλά αντί για αυτά θα πάρω ένα νερό.

άψογα, τέλεια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μυστικά, κρυφά

(agissement invisible)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διαδοχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χειρουργικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε μειονεκτική θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γεια χαρά

(un peu familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Salut ! À demain !
Γεια χαρά! Τα λέμε αύριο!

πληκτρολόγηση, δακτυλογράφηση

(διαδικασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βομβαρδισμός

(avion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les bombardements n'ont pas cessé de toute la nuit.
Γίνονταν επαναλαμβανόμενοι βομβαρδισμοί όλη την νύχτα.

πορτοφολάς

(anglicisme)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απόλυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγωνιώδες φινάλε

(anglicisme)

L'émission s'est terminée sur un cliffhanger, et les spectateurs ne sauront donc pas la fin avant la semaine prochaine.

χατζής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στην υγειά μας

(πληθυντικός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

χοντροκέφαλος

(familier : bête) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est vraiment bouché. J'ai dû lui expliquer le truc sept fois.

εξετάσεις εισαγωγής σε ιατρικές σχολές

(examen américain)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βολοβάν

(Cuisine)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μετά από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι

Et tu rentres tout de suite après les cours, jeune homme !

πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais te conduire à l'aéroport.

είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολυμπάω, κολυμπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai nagé jusqu'à l'île hier.
Κολύμπησα ως το νησάκι χτες.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a descendu le carton de l'étagère.
Κατέβασε το κουτί από το ράφι.

μεταδίδω στην τηλεόραση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω πρόχειρα

που πονάει

(gorge, yeux,…)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina avait un rhume ; son nez coulait et sa gorge était irritée.
Η Τίνα κρύωσε. Έτρεχε η μύτη της και πονούσε ο λαιμός της.

προκλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle fait de nombreuses suggestions tentantes mais ne va jamais jusqu'au bout.

απρόσεχτος, χαλαρός

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le travail bâclé de Brian fait qu'il lui est difficile de garder un emploi.

που δεν είναι στη μόδα, που δεν είναι της μόδας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταίος

(tentative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που θεωρείται ασήμαντος, που αγνοείται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάρα πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τελικά την τέλειωσε τη δουλειά του.

επιστροφή, επανεμφάνιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mini-jupe fait le plus grand retour en force de la saison.

διώχνω, στέλνω

(un employé) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le patron a renvoyé Edward parce qu'il était toujours en retard.
Το αφεντικό απέλυσε τον Έντουαρντ επειδή αργούσε συνεχώς.

τρίβω με ελαφρόπετρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρώτος, φίνος

(familier) (παλαιό, αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une tenue tendance (or: branchée).
Αυτό είναι ένα μοντέρνο ντύσιμο.

πέμπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim est arrivé cinquième à la finale nationale.
Ο Τιμ ήρθε πέμπτος στους πολιτειακούς τελικούς.

με τρούφα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nouvelle spécialité du café est le chocolat chaud à la truffe.

ανασταίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπώ κάρτα

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa clique l'a virée quand elle a fait un gros faux pas en société.
Η κλίκα της την απέκλεισε όταν έκανε μια σημαντική, κοινωνική, άστοχη ενέργεια.

ανοδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι υπεύθυνοι του σχολείου είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσουν ότι οι βαθμοί των μαθητών δείχνουν ανοδική τάση.

τραχύς, αδρός

(trait)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beaucoup de femmes trouvaient les traits durs de John attirants.
Πολλές γυναίκες θεωρούν ελκυστικά τα αδρά (or: τραχιά) χαρακτηριστικά του Τζον.

ψαρεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vais à la rivière tous les dimanches pour pêcher.
Τις Κυριακές πηγαίνω στο ποτάμι και ψαρεύω.

επαναφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essayent-ils de relancer les pantalons pattes d'éléphants ?
Προσπαθούν να επαναφέρουν τα παντελόνια - καμπάνα;

στην υγειά μας, γεια μας

(pour trinquer)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Santé !
Στην υγειά μας!

απ' έξω, απ' έξω κι ανακατωτά

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Allison n'avait pas besoin de notes, elle connaissait parfaitement son discours (or: elle connaissait son discours à la perfection).
Η Άλισον δεν χρειαζόταν σημειώσεις καθώς είχε μάθει την ομιλία της απ' έξω.

επιχειρηματολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dans les débats, un bon orateur va raisonner alors qu'un mauvais va faire appel aux émotions.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να επιχειρηματολογήσεις επαρκώς για να υποστηρίξεις τις θέσεις σου.

ενδέκατος

(position)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δακτυλογραφημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

locution adverbiale (selon des mœurs, une mode)

Elle dit bonjour à ses collègues à la française.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του à la στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του à la

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.