Τι σημαίνει το abri στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης abri στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abri στο Γαλλικά.
Η λέξη abri στο Γαλλικά σημαίνει καταφύγιο, καταφύγιο, καταφύγιο, καταφύγιο, φωλιά, καταφύγιο, κρυψώνα, κρυψώνα, καταφύγιο, καλύβα, οχυρό καταφύγιο, καταφύγιο, καταφύγιο, χαράκωμα, αποθήκη, βρίσκω καταφύγιο, κρύβω, άστεγος, άστεγη, εξαιρούμενος, απαλλασσόμενος, απομονωμένος, όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, εκτός κινδύνου, αποθήκη, αποθήκη για ξύλα, κέντρο αστέγων, αντιαεροπορικό καταφύγιο, καταφύγιο, δικαίωμα στην ασφάλεια, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, υπόστεγο για αυτοκίνητο, σπιτάκι του κήπου, υπόγειο καταφύγιο, καταφύγιο, αποθήκη κήπου, είμαι ασφαλής, δεν κινδυνεύω, βρίσκω καταφύγιο, δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει, οι άστεγοι, dugout, που απολαμβάνει ασυλία από κτ, που απολαμβάνει ασυλία από κτ, μυστικός, εξασφαλισμένος, εξασφαλισμένος έναντι του πληθωρισμού, προστασία, κάλυψη, έλλειψη στέγης, καταφύγιο, κρατάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης abri
καταφύγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous devons trouver un abri avant le début de l'orage. Πρέπει να βρούμε καταφύγιο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. |
καταφύγιο(en cas de mauvais temps) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le grand arbre servira d'abri contre le vent. |
καταφύγιοnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a cherché refuge (or: asile) dans les anciens manuscrits pour fuir les gens. Βρήκε καταφύγιο στα αρχαία χειρόγραφα, μακριά από τον κόσμο. |
καταφύγιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'église a fourni un refuge (or: abri) aux immigrés clandestins. Η εκκλησία παρείχε καταφύγιο σε λαθρομετανάστες. |
φωλιά
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Certains animaux construisent leur abri avec de la paille. Κάποια ζώα φτιάχνουν τις φωλιές τους από άχυρο. |
καταφύγιοnom masculin (protection) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a trouvé abri dans la forêt. Βρήκε καταφύγιο στο δάσος. |
κρυψώνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le jeune chevreuil s'est caché dans l'abri. |
κρυψώνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταφύγιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'île était un abri (or: refuge) pour les pirates et les criminels. Το νησί αποτελούσε καταφύγιο πειρατών και εγκληματιών. |
καλύβα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les réfugiés étaient entassés dans des cabanes avec très peu de nourriture. Οι πρόσφυγες ήταν στοιβαγμένοι σε καλύβες με πολύ λίγο φαγητό. |
οχυρό καταφύγιο(abri souterrain) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les soldats se sont accroupis dans leur bunker. |
καταφύγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καταφύγιοnom masculin (μτφ: ασφαλής χώρος, τόπος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a des groupes qui aident les réfugiés à trouver un lieu sûr (or: un abri) quand ils rejoignent un nouveau pays. |
χαράκωμαnom féminin (όρυγμα για προφύλαξη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le soldat est allé dans la tranchée-abri pour se cacher des tirs. Ο στρατιώτης μπήκε στο χαράκωμα, για να προστατευτεί από τα πυρά. |
αποθήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βρίσκω καταφύγιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
άστεγος, άστεγη(péjoratif) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
εξαιρούμενος, απαλλασσόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απομονωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) En dessous de la falaise se trouvait une crique cachée. |
όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Une fois nos dettes toutes payées, nous étions très à l'aise financièrement. |
εκτός κινδύνου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αποθήκη(lieu de stockage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Range les outils dans l'abri de jardin. Βάλε τα εργαλεία του κήπου στην αποθήκη. |
αποθήκη για ξύλα(καλύβα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κέντρο αστέγωνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντιαεροπορικό καταφύγιοnom masculin Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο πολλοί Αμερικανοί έκτισαν αντιαεροπορικά καταφύγια στις αυλές τους. |
καταφύγιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δικαίωμα στην ασφάλεια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπόστεγο για αυτοκίνητοnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπιτάκι του κήπου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπόγειο καταφύγιοnom masculin |
καταφύγιοnom masculin (σε περίπτωση πυρηνικής καταστροφής) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αποθήκη κήπου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
είμαι ασφαλής, δεν κινδυνεύωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nos bijoux, nos papiers importants et nos grigris sont à l'abri dans le coffre-fort. |
βρίσκω καταφύγιο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me suis réfugié (or: abrité) dans une grotte durant l'orage. |
δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα αδιάβροχο μπουφάν δεν θ' αφήσει τη βροχή να περάσει. |
οι άστεγοι
Les sans domicile fixe souffrent toujours en hiver. Οι άστεγοι πάντα υποφέρουν από το κρύο τον χειμώνα. |
dugoutnom masculin (Base-ball) (μπέιζμπολ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le batteur est allé rejoindre le banc des joueurs après avoir été éliminé sur strike out. Ο ροπαλοφόρος πήγε πίσω στην περιοχή dugout αφού έκανε στράικ. |
που απολαμβάνει ασυλία από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που απολαμβάνει ασυλία από κτlocution adjectivale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Même le roi n'est pas à l'abri des critiques dans une démocratie. |
μυστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est mon endroit secret (or: protégé) ; presque personne ne peut m'y trouver. |
εξασφαλισμένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) En cas d'ouragan, la première chose à faire est de trouver un endroit où vous sentir en sécurité. |
εξασφαλισμένος έναντι του πληθωρισμούlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
προστασία, κάλυψηlocution adverbiale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il pleut des cordes. Nous devons trouver un endroit à l'abri le temps que ça cesse. |
έλλειψη στέγης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καταφύγιο(refuge souterrain) (σε περίπτωση καταιγίδας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρατάωlocution verbale (μτφ: προστατεύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a travaillé dur pour mettre ses enfants à l'abri des problèmes. Εργαζόταν σκληρά για να κρατήσει τα παιδιά της μακριά από μπελάδες. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abri στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του abri
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.