Τι σημαίνει το cuándo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cuándo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cuándo στο ισπανικά.

Η λέξη cuándo στο ισπανικά σημαίνει πότε, πότε, πότε, πότε, όταν, ενώ, όταν, όταν, πότε, πότε, όταν, αν και εφόσον, πότε άλλοτε, πότε, -, ώρα, ως, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, εκείνη την εποχή, τότε, μέχρι την στιγμή, ως την ώρα, πόσο σύντομα, όταν, μόλις, όταν, μόλις, όταν, μόλις, όταν, περιστασιακά, σποραδικά, ανά πάσα στιγμή, το πολύ, οποτεδήποτε, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, όσο συχνά θέλεις, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, με άνεση, όταν βολεύει, κατά βούληση, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι, μια στο τόσο, μια στις τόσες, περιστασιακά, σποραδικά, ποτέ, όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό, περιστασιακά, μόνο αν είναι απαραίτητο, το λιγότερο, τουλάχιστον, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί, όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί, όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί, όταν έρθει η ώρα, πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά, όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός, περιστασιακά, οποτεδήποτε, δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, δεδομένου ότι, υπό τον όρο ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφ' όσον, την στιγμή που, δεδομένου ότι, μόνο αφού, μονάχα αφού, μόνο όταν, μονάχα όταν, με την προύπόθεση οτι, υπό την προϋπόθεση ότι, για μια ώρα ανάγκης, το χάραμα, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά, Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι., όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, μια στο τόσο, καυτό θέμα, κάνω του κεφαλιού μου, όποτε και αν, όποτε και να, όταν μαθευτεί κτ, ως επακόλουθο, ως συνέπεια, που είναι μόνο για τα εύκολα, όταν ολοκληρωθεί, από πότε, Από πότε;, φίλος στα εύκολα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cuándo

πότε

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Cuándo salió del trabajo? ¿A las tres?
Πότε έφυγε από τη δουλειά; Στις τρεις;

πότε

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Cuándo salió del trabajo? ¿Fue a las cuatro o a las cinco de la tarde?
Πότε έφυγε; Στις τέσσερις ή στις πέντε;

πότε

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Cuándo puedes partir?
Πότε μπορείς να φύγεις;

πότε

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Cuándo se fue ella? ¿Hace veinte minutos?
Πότε έφυγε; Πριν από είκοσι λεπτά;

όταν

adverbio

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Cuando llueve todo el tránsito se detiene.
Όταν βρέχει, η κυκλοφορία σταματάει.

ενώ

adverbio

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
¿Qué estás haciendo en Madrid cuando se supone que debes estar en París?
Τι κάνεις στη Μαδρίτη όταν υποτίθεται ότι είσαι στο Παρίσι;

όταν

adverbio

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Todo esto pasaba cuando él llegó de repente a la casa.
Όλα αυτά συνέβαιναν, όταν ξαφνικά γύρισε σπίτι.

όταν

adverbio

Empecé a jugar al tenis cuando tenía nueve años.

πότε

nombre masculino

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hemos decidido dónde será la reunión, pero necesitamos saber cuándo.

πότε

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Desde cuándo se permite la desnudez en el juzgado?

όταν

pronombre

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αν και εφόσον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πότε άλλοτε

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Αν όχι τώρα, πότε άλλοτε;

πότε

conjunción

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Cuándo te dio eso? Nunca antes lo había visto.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Se empezaron a perder cuando entraron en la ciudad.
Άρχισαν να χάνονται με το που μπήκαν στην πόλη.

ώρα

(cuando)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿A qué hora lo esperas?
Τι ώρα τον περιμένεις να έρθει;

ως

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Como profesora en una zona deprimida, Jenna trabajó con muchos jóvenes problemáticos.
Όντας δασκάλα σε υποβαθμισμένη περιοχή, η Τζένα είχε δουλέψει με πολλά παιδιά που αντιμετώπιζαν προβλήματα.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por la época en que los dinosaurios habitaban la Tierra no existía la vida humana.

εκείνη την εποχή, τότε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En aquel entonces no existían las Nintendo Wii.

μέχρι την στιγμή, ως την ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Más te vale que hayas terminado los quehaceres para cuando llegue a casa o estarás en problemas.
Το καλό που σου θέλω να έχεις τελειώσει τις δουλειές σου μέχρι την ώρα που θα έρθω σπίτι, αλλιώς θα βρεις τον μπελά σου.

πόσο σύντομα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Cuán pronto puedo tener una consulta con el doctor?

όταν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En el momento de la muerte de su padre, Bob estaba viviendo en Italia.

μόλις, όταν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Una vez que pruebes la comida tailandesa, vas a querer más.
Άπαξ και δοκιμάσεις Ταϊλανδέζικο φαγητό, θα θέλεις κι άλλο.

μόλις, όταν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Puede pagarlo una vez que llegues allí.
Μπορείς να το πληρώσεις αφού πρώτα έρθεις.

μόλις, όταν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Una vez que la evidencia se haga pública habrá una gran protesta.

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alison ve a Stephen ocasionalmente, pero no tanto como ella querría.
Η Άλισον βλέπει τον Στίβεν περιστασιακά, αλλά όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελε.

σποραδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Visitamos la ciudad regularmente para conseguir suministros.
Επισκεπτόμαστε σποραδικά την πόλη για προμήθειες.

ανά πάσα στιγμή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pasa cuando quieras; siempre estamos aquí.
Έλα όποτε θες, είμαστε εδώ όλες τις ώρες.

το πολύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaré ahí en 10 minutos, máximo.
Θα είμαι εκεί σε δέκα λεπτά, μαξ.

οποτεδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él me puede llamar cuando sea. No me molesta.
Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει.

πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi abuelo se toma una cerveza de vez en cuando.
Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά.

όσο συχνά θέλεις

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hace falta que pidas permiso, ven cuando quieras.

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si necesitas ayuda, llámame en cualquier momento.

με άνεση, όταν βολεύει

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No está apurada; mándenle el artículo cuando les venga bien.

κατά βούληση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Va y viene cuando quiere.

όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puedes terminar el trabajo cuando te venga bien.

μια στο τόσο, μια στις τόσες

(MX) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sólo llama muy de vez en nunca.

περιστασιακά, σποραδικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De vez en cuando salgo a caminar por el campo.
Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο.

ποτέ

(ιδιωματισμός)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Estás soñando! ¡Lo vas a terminar cuando las ranas críen pelo!

όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A su debido tiempo, podremos olvidarnos de esto.

περιστασιακά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De vez en cuando me entero de cosas de mis amigos del colegio.
Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.

μόνο αν είναι απαραίτητο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes tomar los analgésicos solo cuando sea necesario.

το λιγότερο, τουλάχιστον

locución adverbial

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Estaba un poco desconcertado, cuando menos.
Ήταν τουλάχιστον λίγο ξαφνιασμένος.

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

expresión (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando las papas quemen, ¿tendrás el coraje suficiente para seguir?

όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nos podemos ir cuando gustes.

όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando niño, Enrique tenía terror a los perros, pero más tarde se hizo veterinario.

όταν έρθει η ώρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tu ascenso llegará a su debido tiempo; antes debes demostrar tu valía.
Θα πάρεις προαγωγή όταν έρθει η ώρα, πρώτα πρέπει ν' αποδείξεις την αξία σου.

πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me gusta pedir un curry para llevar de vez en cuando.

όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En algún momento de agosto estaré en la ciudad. Te haré saber la fecha exacta cuando se acerque el momento.

περιστασιακά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De vez en cuando disfruto de una copa de vino, pero nunca en exceso.

οποτεδήποτε

(en cualquier tiempo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te presto 500 libras siempre y cuando me las devuelvas antes del lunes.

δεδομένου ότι

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedes comprar esta casa siempre y cuando vendas la tuya primero.

υπό τον όρο ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφ' όσον

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Se procederá a la sustitución gratuita del producto, siempre que el comprador haya respetado los términos de uso.

την στιγμή που

locución conjuntiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Justo cuando entraba a bañarme, sonó el teléfono.
Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που έμπαινα στην μπανιέρα μου.

δεδομένου ότι

locución conjuntiva

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Le reembolsaremos su dinero siempre y cuando nos regrese el producto.

μόνο αφού, μονάχα αφού, μόνο όταν, μονάχα όταν

locución conjuntiva (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Recién cuando termines la tarea y los quehaceres podrás ver televisión.
Δεν μπορείς να δεις τηλεόραση μέχρι να τελειώσεις τα μαθήματα και τις δουλειές σου.

με την προύπόθεση οτι, υπό την προϋπόθεση ότι

locución conjuntiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Puedes asistir al baile, Cenicienta, siempre y cuando estés de vuelta a la medianoche.
Μπορείς να πας στον χορό Σταχτοπούτα, με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέψεις μέχρι τα μεσάνυχτα.

για μια ώρα ανάγκης

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pongo el dinero que sobra en un fondo de emergencia para cuando no haya. Es importante guardar algo de dinero para cuando no haya.

το χάραμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tengo que levantarme de madrugada (or: en la madrugada) para llegar a tiempo al trabajo.

όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία

(formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devuélvame los libros cuando pueda.

σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά

expresión

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me encanta leer, pero tengo problemas cuando se trata de estudiar ciencia.
Μου αρέσει να διαβάζω, αλλά έχω πρόβλημα όσον αφορά τη μελέτη της φυσικής.

Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι.

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι

(μεταφορικά)

μια στο τόσο

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cada tanto Paula va al gimnasio.

καυτό θέμα

κάνω του κεφαλιού μου

locución verbal (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aquí todos los electrodomésticos son muy temperamentales, andan cuando quieren, y a veces hay que darles de patadas para que arranquen.

όποτε και αν, όποτε και να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sin importar cuándo vaya, siempre hay una cola larguísima.

όταν μαθευτεί κτ

expresión (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ως επακόλουθο, ως συνέπεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como secuela del huracán, mucha gente tuvo que permanecer en viviendas temporales en lo que sus casas fueron reconstruidas.
Ως επακόλουθο του κυκλώνα, πολλοί άνθρωποι έπρεπε να μείνουν σε προσωρινά καταλύματα ενώ φτιάχνονταν τα σπίτια τους.

που είναι μόνο για τα εύκολα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όταν ολοκληρωθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από πότε

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Desde cuándo estás tú a cargo?

Από πότε;

locución interjectiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Ned y Ellie están saliendo? ¿Desde cuándo?

φίλος στα εύκολα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cuándo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cuándo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.