Τι σημαίνει το siempre στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης siempre στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του siempre στο ισπανικά.
Η λέξη siempre στο ισπανικά σημαίνει πάντα, για πάντα, πάντα, πάντα, συνέχεια, πάντα, για πάντα, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, ανά πάσα στιγμή, με τα χίλια, πάντα, πάντα, ποτέ, κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία, πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς, όποτε, μόνιμα, για πάντα, επ' αόριστον, τέλος καλό όλα καλά, παντοτινά, κινούμαι ασταμάτητα, που υπάρχει πάντα, όποτε, ως συνήθως, για πάντα, για πάντα, αιωνίως, για πάντα, παντοτινά, οριστικά, παντοτεινά, για πάντα, αιώνια, από αμνημονεύτων χρόνων, παντοτεινά, για πάντα, οποτεδήποτε, όποτε να'ναι, ως συνήθως, όπως πάντα, ως συνήθως, όπως πάντα, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, για πάντα, τις περισσότερες φορές, επί μονίμου βάσεως, από πολύ παλιά, όχι πάντα, δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, δεδομένου ότι, υπό τον όρο ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφ' όσον, δεδομένου ότι, με την προύπόθεση οτι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφόσον, αρκεί να, για πάντα, αμφισβητίας, αντιρρησίας, τα ίδια, τα συνηθισμένα, συνηθισμένη ιστορία, φίλοι για πάντα, είμαι πολύ τυχερός, ζω για πάντα, είμαι αθάνατος, επανέρχομαι στο κανονικό, κρατάω για πάντα, διαρκώ για πάντα, ταξιδεύω συνέχεια, ως συνήθως, εδώ και έναν αιώνα, υπό την προϋπόθεση, με την προϋπόθεση, κάθε φορά, Η αστερόεσσα σημαία, αντέχω/κρατάω για πάντα, παραμένω ζωντανός, κοπανάω τα ίδια και τα ίδια, στη διάθεση σου, δοκιμασμένη συνταγή, καθημερινός, για πάντα, είδηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης siempre
πάνταadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ella siempre escribe cartas de agradecimiento después de su cumpleaños. Γράφει πάντα (or: πάντοτε) ευχαριστήρια γράμματα μετά τα γενέθλιά της. |
για πάντα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Siempre te amaré. Θα σ' αγαπώ για πάντα. |
πάνταadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Siempre te he amado. Πάντοτε σε αγαπούσα. |
πάντα, συνέχειαadverbio (διαρκώς) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Él siempre se está quejando pero nunca hace nada al respecto. Παραπονιέται πάντα (or: συνέχεια) αλλά δεν κάνει τίποτα για να βελτιώσει την κατάσταση. |
πάντα(αν είναι ανάγκη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Siempre tienes la alternativa de tomar el tren si tu coche está averiado. Αν το αυτοκίνητό σου δε δουλεύει, μπορείς πάντα να πάρεις το τρένο. |
για πάνταadverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Siempre te querré. Θα σ' αγαπώ για πάντα. |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπαadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por favor mantenga siempre sus manos y sus brazos dentro del carro. |
ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Pasa cuando quieras; siempre estamos aquí. Έλα όποτε θες, είμαστε εδώ όλες τις ώρες. |
με τα χίλια(figurado) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "¿De qué equipo eres?" "Del Manchester United, ¡siempre!" «Τι ομάδα είσαι στο ποδόσφαιρο;» «Manchester United με τα χίλια!» |
πάνταadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estuvieron siempre tristes por ese trágico día. Αισθάνονταν πάντα λύπη για αυτή την τραγική μέρα. |
πάντα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El vago estudiante llegaba invariablemente tarde a clase. |
ποτέ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yo no diría que fue culpable en todos los casos, no. |
πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Todo el tiempo ayudo a la gente. Βοηθώ συνεχώς τους άλλους. |
όποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ella trae flores cada vez que viene a visitarnos. |
μόνιμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La familia parece permanentemente asentada del otro lado del océano. Φαίνεται ότι η οικογένεια έχει εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στο εξωτερικό. |
για πάντα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) James sufrirá eternamente por los crímenes que cometió. |
επ' αόριστον(για πάντα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La tierra será conservada para su uso agrícola indefinidamente. Η γη θα δεσμευτεί για αγροτική χρήση επ' αόριστον. |
τέλος καλό όλα καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Encontraron al gato en el ático y la familia vivió felizmente. |
παντοτινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aunque había fallecido, el abuelo estará eternamente en nuestra memoria. |
κινούμαι ασταμάτητα
|
που υπάρχει πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όποτε
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Cada vez que Sam iba al parque, veía una serpiente o dos. Κάθε φορά που ο Σαμ πήγαινε στο πάρκο, αναπόφευκτα έπεφτε πάνω σε ένα-δύο φίδια. |
ως συνήθωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Viene toda la familia, como siempre. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Τζέιν περπατούσε στον δρόμο ως συνήθως, μη γνωρίζοντας ότι κάτι επρόκειτο να αλλάξει τη ζωή της για πάντα. |
για πάντα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Charles le prometió a Lucy amarla por siempre jamás. |
για πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi amor, te amaré ahora y siempre. |
αιωνίως, για πάντα, παντοτινάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La invención del auto cambió el transporte para siempre. |
οριστικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Su grave herida terminó con su carrera deportiva para siempre. Ο σοβαρός του τραυματισμός έβαλε οριστικά τέλος στην καριέρα του ως αθλητής. |
παντοτεινά, για πάντα, αιώνιαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Te amaré por siempre jamás. |
από αμνημονεύτων χρόνωνlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los humanos se pelean entre ellos desde siempre. |
παντοτεινά, για πάνταlocución adverbial (literario) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El Cielo para los justos donde dichosos vivirán por siempre jamás. |
οποτεδήποτε, όποτε να'ναιlocución conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Llámame siempre que necesites hablar. Κάλεσέ με οποτεδήποτε χρειάζεσαι να μιλήσεις με κάποιον. |
ως συνήθως, όπως πάνταadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como siempre, Sally estaba flirteando con los australianos. |
ως συνήθως, όπως πάνταlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como siempre, no entendí ni una palabra de lo que él decía. Δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη από όσα έλεγε, όπως πάντα. Το λεωφορείο καθυστέρησε, ως συνήθως! |
και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cenicienta se casó con el Príncipe Azul y ambos vivieron felices para siempre. Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. |
για πάντα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Te amaré por siempre, para siempre. |
τις περισσότερες φορές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mayoría de las veces llegaba tarde, por eso me sorprendió verlo tan temprano. |
επί μονίμου βάσεωςlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
από πολύ παλιά(AR) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όχι πάνταlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότιlocución conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Te presto 500 libras siempre que me las devuelvas antes del lunes. |
δεδομένου ότιlocución conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedes comprar esta casa siempre y cuando vendas la tuya primero. |
υπό τον όρο ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφ' όσον
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Se procederá a la sustitución gratuita del producto, siempre que el comprador haya respetado los términos de uso. |
δεδομένου ότιlocución conjuntiva (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Le devolveremos el dinero siempre que nos devuelva el producto. |
με την προύπόθεση οτι, υπό την προϋπόθεση ότιlocución conjuntiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Puedes asistir al baile, Cenicienta, siempre y cuando estés de vuelta a la medianoche. Μπορείς να πας στον χορό Σταχτοπούτα, με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέψεις μέχρι τα μεσάνυχτα. |
εφόσον, αρκεί να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yo estoy feliz siempre y cuando el sol siga saliendo. Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος. |
για πάντα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Recordaré este día por siempre. |
αμφισβητίας, αντιρρησίας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τα ίδια, τα συνηθισμέναexpresión (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Para las estrellas de Hollywood, tratar con los paparazzi es lo mismo de siempre. |
συνηθισμένη ιστορίαexpresión Es la historia de siempre; vino para triunfar en el teatro y acabó haciendo la calle. |
φίλοι για πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι πολύ τυχερόςexpresión (coloquial) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Salió ileso del accidente, este chico cae siempre de pie. |
ζω για πάντα, είμαι αθάνατος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επανέρχομαι στο κανονικόexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al comienzo, me sedujeron sus rápidos cambios, pero después de un tiempo volvió a ser el mismo de siempre. |
κρατάω για πάντα, διαρκώ για πάντα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La pareja estaba segura de que su amor duraría para siempre. |
ταξιδεύω συνέχεια
|
ως συνήθωςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Como siempre, no va a decir dónde estuvo anoche. |
εδώ και έναν αιώνα(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπό την προϋπόθεση, με την προϋπόθεση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vendré a visitarte mañana, siempre y cuando no llueva. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα σου δανείσω το αυτοκίνητό μου, υπό τον όρο (or: την προϋπόθεση) να μην του κάνεις ούτε γρατζουνιά. |
κάθε φορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Siempre que voy al restaurante pido el mismo plato. Κάθε φορά που πηγαίνω στο εστιατόριο παραγγέλνω το ίδιο πιάτο. |
Η αστερόεσσα σημαίαnombre propio femenino (marcha militar de EE.UU.) (ύμνος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντέχω/κρατάω για πάντα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los clásicos como "Casablanca" permanecerán para siempre en los corazones de los cinéfilos. |
παραμένω ζωντανός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aunque un gran actor ha muerto hoy, su recuerdo estará siempre en nuestras mentes. Αν και σήμερα πέθανε ένας εξαιρετικός ηθοποιός, θα παραμείνει ζωντανός στις σκέψεις μας. |
κοπανάω τα ίδια και τα ίδιαlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στη διάθεση σουlocución adverbial (AR) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δοκιμασμένη συνταγήlocución adjetiva (μεταφορικά) Intenté probar algo nuevo, pero me encontré a mí mismo pidiendo mi bebida de siempre, un gin-tonic. |
καθημερινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Usamos la ropa de todos los días para fiestas como esta. Φοράμε τα καθημερινά μας ρούχα σε πάρτυ σαν κι αυτό. |
για πάνταexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είδηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los huracanes son siempre noticia. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του siempre στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του siempre
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.