Τι σημαίνει το vis στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vis στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vis στο Γαλλικά.

Η λέξη vis στο Γαλλικά σημαίνει βίδα, βίδα, βίδα, ζω, περνάω, ζω, ζω, ζω, κάνω πραγματικότητα, ζω, ζω, κατοικώ, διαμένω, περνάω, περνώ, υφίσταμαι, ζω, μένω, ζω, ζω, επιβιώνω, ζω, κάνω, βιώνω, ζω, ακολουθώ, κάνω, παραπομπή, βλέπω, φροντίζω, προβλέπω, βλέπω, έχω παραισθήσεις, βλέπω, σκέφτομαι, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, βλέπω, -, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, εξέταση, βλέπω, βλέπω, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, θεωρώ, βλέπομαι, βρίσκομαι, βλέπω, βλέπω, βλέπω, προσέχω, αναγνωρίζω, βλέπω, βλέπω, επισκέπτομαι, κοιτώ, κοιτάζω, αναλύω, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, τα λέω με κπ, φαντάζομαι, βλέπω, στροφή, βιδώνω, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vis

βίδα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les vis tiennent mieux que les clous.
Οι βίδες έχουν μεγαλύτερη αντοχή από τα καρφιά.

βίδα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les vis ont en général une tête fendue ou une tête cruciforme.
Οι βίδες έχουν μια σχισμή ή ένα σχήμα αστεριού στην κεφαλή.

βίδα

(d'un boulon)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ned a besoin de deux autres vis pour réparer la porte du garage.
Ο Νεντ χρειάζεται άλλες δύο βίδες για να φτιάξει την πόρτα του γκαράζ.

ζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cette espèce vit principalement dans l'Amazone.
Αυτό το είδος ζει κυρίως στον Αμαζόνιο.

περνάω

(une expérience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

ζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oui, il vit toujours. Il doit avoir quatre-vingt-dix ans.
Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών.

ζω

(une expérience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a vécu le pire moment de sa vie dans cette prison.
Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή.

ζω

verbe intransitif (profiter de la vie) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vous ne pouvez pas travailler toute votre vie ; il vous faut vivre !
Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις!

κάνω πραγματικότητα

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a encouragé ses élèves à vivre leurs rêves.
Παρότρυνε τους μαθητές του να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα.

ζω

(mener sa vie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Deux postes à plein temps, ce n'est pas une vie.

ζω

(soutenu) (τα βγάζω πέρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils ont subsisté pendant des années en ne mangeant presque que du riz.
Ζούσαν για πολλά χρόνια τρώγοντας ρύζι και κάτι λίγα ακόμη.

κατοικώ, διαμένω

(soutenu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le vieil homme demeure dans une cabane au milieu des bois.
Ο γέρος κατοικεί (or: διαμένει) σε μια καλύβα στο δάσος.

περνάω, περνώ

(du temps,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υφίσταμαι

(une modification, transformation...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζω, μένω

verbe intransitif (résider)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lucas vit (or: habite) au deuxième étage.
Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο.

ζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les cafards vivent (or: existent) depuis des millions d'années.
Οι κατσαρίδες ζουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

ζω, επιβιώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
De nombreux peuples vivent (or: subsistent) avec moins d'un dollar par jour.
Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα.

ζω, κάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De nombreux moines vivent (or: mènent) une vie de spartiate.
Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή.

βιώνω, ζω

verbe intransitif (expérience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vit (or: revit) toujours la guerre dans sa tête.
Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο με τη φαντασία του.

ακολουθώ, κάνω

verbe transitif (τρόπος ζωής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vit (or: mène) une vie morale, à l'image de ses paroles.
Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του.

παραπομπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βλέπω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne vois rien. Allume, s'il te plaît !
Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως;

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avez-vous jamais vu un livre aussi épais ?
Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο;

έχω παραισθήσεις

verbe transitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βλέπω, σκέφτομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει).

βλέπω, διακρίνω

verbe transitif (apercevoir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peux-tu voir cette colline dans le lointain ?
Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος;

βλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avez-vous vu son dernier film ?
Έχεις δει την τελευταία της ταινία;

βλέπω

verbe transitif (rendre visite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais aller voir Tante June ce week-end.
Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο.

-

verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
On se voit ce soir !
Τα λέμε το βράδυ!

βλέπω

verbe transitif (consulter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois voir un médecin.
Πρέπει να δω έναν γιατρό.

βλέπω

verbe transitif (percevoir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois la situation différemment.
Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση.

καταλαβαίνω

verbe transitif (comprendre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois. Et c'est pour cela que tu n'étais pas chez toi.
Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι.

εξέταση

verbe transitif

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle cueillit la fleur pour la voir de plus près.

βλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ceux qui l'ont vu ont dit que c'était horrible.

βλέπω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voyons, que faisons-nous maintenant ?
Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά;

βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό

verbe transitif (approuver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oui, je vois tout à fait. C'est un plan génial.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου.

θεωρώ

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je la vois comme un premier ministre potentiel.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα.

βλέπομαι, βρίσκομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Nous nous voyons depuis trois semaines.
Βλεπόμαστε εδώ και τρεις εβδομάδες.

βλέπω

(fréquenter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il me semble que tu vois beaucoup ces garçons en ce moment.
Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι;

βλέπω

verbe transitif (jeu d'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois tes 100 et je suis de 100.

βλέπω, προσέχω

verbe transitif (remarquer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois que les mineurs sont encore en grève, selon le journal.

αναγνωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu vois qui c'est ?

βλέπω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois cette idée d'un mauvais œil.

βλέπω

verbe transitif (TV, radio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu as vu les infos hier soir ?

επισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons visité un tas de monuments durant ce voyage.
Στο ταξίδι μας επισκεφτήκαμε πολλά μνημεία.

κοιτώ, κοιτάζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Laissez-moi voir (or: vérifier) s'il y a une fuite.
Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή.

αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Για ώρες μετά, συνέχιζε να σκέφτεται ξανά και ξανά τι της είχε πει, αλλά ακόμα κι έτσι δεν έβγαζε νόημα.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir attendu une heure, les touristes furent enchantés de voir (or: d'apercevoir) des dauphins.
Αφού περίμεναν μία ώρα, οι τουρίστες ενθουσιάστηκαν που είδαν δελφίνια.

βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois (or: Je comprends) ce que tu dis, mais je ne suis toujours pas d'accord.
Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ.

τα λέω με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'était sympa de retrouver tout le monde à la réunion de famille.
Ήταν πολύ ευχάριστο που έμαθα τα νέα όλων στην οικογενειακή συνάντηση.

φαντάζομαι

verbe transitif (visualiser)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois (or: J'imagine) sa tête !

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le docteur va vous recevoir tout de suite.

στροφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
D'après la notice, il faut donner cinq tours de vis dans le sens des aiguilles d'une montre.
Το εγχειρίδιο συστήνει πέντε στροφές της βίδας κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού.

βιδώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a vissé les étagères au mur.
Βίδωσε τα ράφια στον τοίχο.

nom féminin (pièce filetée pour assembler)

J'ai fixé les deux planches ensemble à l'aide d'une vis.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vis στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του vis

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.