Τι σημαίνει το toujours στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης toujours στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του toujours στο Γαλλικά.
Η λέξη toujours στο Γαλλικά σημαίνει πάντα, για πάντα, πάντα, πάντα, πάντα, συνέχεια, για πάντα, πάντα, -, ακόμα, ακόμα, για πάντα, σταθερά, μόνιμα, ανά πάσα στιγμή, καθυστέρηση, κωλυσιεργία, κριτικός, επικριτικός, αποδοκιμαστικός, υφιστάμενος, αμείωτος, ακόμα εδώ, που υπάρχει πάντα, για πάντα, για πάντα, αιωνίως, για πάντα, παντοτινά, παντοτεινά, για πάντα, σχεδόν πάντα, για πάντα, ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο, το γεγονός παραμένει ότι, εξακολουθεί να ισχύει ότι, όχι πάντα, ξανά και ξανά, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, γείτσες, με τις υγείες σου, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος, γκρινιάρης, ψείρας, υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του, παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, ποτέ δε σταματώ, δεσμεύομαι, φρέσκος, αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση, αντέχω/κρατάω για πάντα, είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ, κάνω, κολλημένος με κπ, ολοένα αυξανόμενος, άτομο που κοιτάζει συχνά το ρολόι του, από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης toujours
πάνταadverbe (à chaque fois) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle écrit toujours des lettres de remerciement après son anniversaire. Γράφει πάντα (or: πάντοτε) ευχαριστήρια γράμματα μετά τα γενέθλιά της. |
για πάνταadverbe (pour l'éternité) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je t'aimerai toujours. Θα σ' αγαπώ για πάντα. |
πάνταadverbe (depuis longtemps) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je t'ai toujours aimé. Πάντοτε σε αγαπούσα. |
πάνταadverbe (si nécessaire) (αν είναι ανάγκη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu peux toujours prendre le train si ta voiture ne marche pas. Αν το αυτοκίνητό σου δε δουλεύει, μπορείς πάντα να πάρεις το τρένο. |
πάντα, συνέχειαadverbe (sans arrêter) (διαρκώς) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il se plaint toujours (or: tout le temps) mais il ne fait jamais rien à ce sujet. Παραπονιέται πάντα (or: συνέχεια) αλλά δεν κάνει τίποτα για να βελτιώσει την κατάσταση. |
για πάντα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πάνταadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ils étaient toujours sous le choc de cette journée tragique. Αισθάνονταν πάντα λύπη για αυτή την τραγική μέρα. |
-adverbe (habitude) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ils oublient toujours de laver des casseroles. Ξεχνάνε να πλύνουν τουλάχιστον κάποιες από τις γλάστρες. |
ακόμα(pour le moment) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je ne peux pas lui parler, nous n'avons pas encore été présentés. Δεν μπορώ να του μιλήσω. Δεν έχουμε συστηθεί ακόμα. |
ακόμαadverbe (continuité) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il n'avait pas pris de petit-déjeuner, mais il n'avait toujours pas faim. Παρόλο που (or: Αν και) δεν είχε φάει πρωινό, δεν πεινούσε. |
για πάντα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Si tu fais cela, nous serons séparés pour toujours. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα σ' αγαπώ για πάντα. |
σταθερά, μόνιμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Το ράψιμό της είναι πάντα ομοιόμορφο. |
ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Έλα όποτε θες, είμαστε εδώ όλες τις ώρες. |
καθυστέρηση, κωλυσιεργία(néologisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La procrastination de Simon nous a fait manquer l'échéance. Η αναβλητικότητα του Σάιμον είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε την προθεσμία. |
κριτικός, επικριτικός, αποδοκιμαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne lui dis rien car elle semble toujours prompte à critiquer les autres. Δεν της λέω τίποτε γιατί ακούγεται πάντα πολύ επικριτική (or: κριτική). |
υφιστάμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il n'y a maintenant plus qu'une copie encore existante de cette œuvre. |
αμείωτοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La bataille s'est poursuivie tout au long de la journée avec une fureur toujours aussi intense. |
ακόμα εδώadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après un accident de voiture et une crise cardiaque, je suis toujours là. |
που υπάρχει πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Leurs vies ont été changées à jamais par l'accident. |
για πάνταlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Charles a promis d'aimer Lucy pour toujours. |
αιωνίως, για πάντα, παντοτινάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'invention de la voiture a changé les transports pour toujours. |
παντοτεινά, για πάνταadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σχεδόν πάνταlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La porte de la cave est presque toujours fermée à clé. |
για πάνταadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je t'aimerai pour toujours et à jamais. |
ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
το γεγονός παραμένει ότι, εξακολουθεί να ισχύει ότι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu as prévenu, certes, toujours est-il que tu étais en retard, comme d'habitude. |
όχι πάνταlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ξανά και ξανάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν
|
γείτσες, με τις υγείες σου(1ère fois) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "À tes souhaits !" m'a dit Suzie quand j'ai éternué. «Με τις υγείες σου!», είπε η Σούζη όταν φτερνίστηκα. |
δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το(populaire) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Si tu penses que je vais encore faire la vaisselle pour toi ce soir, tu peux te gratter ! |
κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Je serai millionnaire un jour", dit Kate. "Tu rêves", lui répliqua Sarah ! |
γκρινιάρηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ψείρας(familier) (μτφ, καθομ: σχολαστικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος(Théorie des jeux) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ποτέ δε σταματώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La bêtise de ce présentateur radio m'étonnera toujours. |
δεσμεύομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φρέσκος(nourriture) (για φαγητό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu veux emprunter la voiture de papa ? Aucune chance ! |
αντέχω/κρατάω για πάντα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les classiques comme Casablanca resteront toujours dans le cœur des cinéphiles. Elvis est mort il y a longtemps, mais il restera toujours dans le cœur de ses fans. |
είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a toujours l'air sale. Elle a toujours l'air en terrain conquis. |
κολλημένος με κπ(familier) (μεταφορικά) Είναι ακόμα κολλημένη μαζί του, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. |
ολοένα αυξανόμενος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άτομο που κοιτάζει συχνά το ρολόι τουlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του toujours στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του toujours
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.