Τι σημαίνει το tenue στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tenue στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tenue στο Γαλλικά.

Η λέξη tenue στο Γαλλικά σημαίνει κρατάω, κρατώ, κρατάω, τηρώ, αντέχω, αντέχω, συνεχίζω, κρατάω, κρατώ, έχω το πάνω χέρι, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, συγκρατώ, αντέχω, έχω βρει κτ, αντέχω, αποδίδω, κρατάω, κρατάω, εκπληρώνω, στηρίζω, τοποθετώ, φτάνω, αντιστέκομαι, έχω ειρμό/συνέπεια, στέκω, επιμένω σε κτ, ικανοποιώ, αντέχω, τηρώ, κρατάω, κρατώ, επανδρωμένος, στελεχωμένος, που έχει επιτευχθεί, λεπτός, ψιλός, που δεν τον έχουν αφήσει, ένδυμα, σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο, περιβολή, αμφίεση, ρούχα, στάση, εφαρμογή, εμβλήματα, διακριτικά αξιώματος, ρούχα, ντύσιμο, κάνω, ισχύω, στέκομαι, συμπεριφέρομαι κόσμια, ισχύω, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, κινούμαι νευρικά, αποκρύπτω, ακούω, υπακούω, σταματάω, σε λογικά πλαίσια, περιμένω, αγνοώ, σφίξιμο, παραληρώ, με πιάνει παραλήρημα για κτ/κπ, είμαι, διαρκώ, δένω, θαύμα, σε συνεδρίαση, που δεν έχει ληφθεί υπόψη, σε αγωνία, που δεν κρατάει το στόμα του κλειστό, σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή, σε αναμονή, στην καρδιά σου, αδιάφορα, σόι πάει το βασίλειο, γερό κράτημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tenue

κρατάω, κρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle tient la main de son enfant en traversant la rue.
Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο.

κρατάω, τηρώ

(une promesse) (μτφ: μια υπόσχεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contrairement à certaines personnes, je tiens mes promesses.
Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce nœud va-t-il tenir (or: résister) ?
Θα κρατήσει αυτός ο κόμπος;

αντέχω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le barrage a tenu pendant toutes les tempêtes.

συνεχίζω

verbe transitif (une cadence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maintiens cette cadence pour les cent prochains kilomètres.

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'enfant tenait la main de sa mère pour traverser la route.

έχω το πάνω χέρι

verbe transitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous avions beaucoup plus à perdre que l'autre camp alors ils nous tenaient.

εκπληρώνω, πραγματοποιώ

verbe transitif (une promesse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fini par tenir sa promesse et a remboursé l'argent.
Τελικά εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και επέστρεψε τα χρήματα.

συγκρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les fabricants de voitures utilisent de plus en plus de colle pour (faire) tenir les pièces ensemble.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Comment tiens-tu, avec tout ce travail ?
Πως αντέχεις με όλη αυτή τη δουλειά;

έχω βρει κτ

verbe transitif (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ouvrir une crèche au bureau ? Tu pourrais tenir une bonne idée là.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne suis pas sûr de pouvoir tenir jusqu'à la fin de la journée de travail. Je risque de m'endormir avant.
Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε.

αποδίδω

verbe intransitif (véhicule)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Notre nouvelle voiture tient bien sur ces routes de montagne sinueuses.

κρατάω

(la caisse) (μτφ, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je tenais la caisse pendant que Stéphane servait la bière.
Εγώ κρατούσα το ταμείο όσο ο Στιβ έβαζε μπύρα.

κρατάω

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu pourrais me tenir mon manteau une seconde pendant que je téléphone ?
Μου κρατάς μια στιγμή το παλτό για να κάνω ένα τηλέφωνο;

εκπληρώνω

(sa promesse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le père de Kirsty avait demandé que ses cendres soient dispersées sur sa plage préférée et, après son décès, elle a tenu sa promesse envers son père.

στηρίζω, τοποθετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le détective tint le combiné entre l'oreille et l'épaule et recomposa le numéro.

φτάνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne pense pas que la nourriture pour bétail tienne jusqu'à Noël, nous devons en commander plus.
Δεν πιστεύω να φτάσει η ζωοτροφή μέχρι τα Χριστούγεννα, πρέπει να παραγγείλουμε κι άλλη.

αντιστέκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Συνέχισε να της ζητάς να βγείτε, δεν θα αντισταθεί για πολύ ακόμα.

έχω ειρμό/συνέπεια, στέκω

(différentes histoires)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ces deux paragraphes ne concordent pas, je ne comprends pas le lien entre les deux.

επιμένω σε κτ

(des propos, un politique, une position)

ικανοποιώ

(une attente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les résultats de l'employé n'ont pas satisfait les attentes de son patron.
Η απόδοση του εργαζομένου δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες του διευθυντή.

αντέχω

(endurer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne peux plus supporter ça ! Laissez-moi sortir d'ici !
Δεν αντέχω άλλο! Άσε με να βγω από εδώ μέσα!

τηρώ, κρατάω, κρατώ

(une promesse) (υπόσχεση, λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joe a honoré sa promesse d'offrir le repas.

επανδρωμένος, στελεχωμένος

(commerce)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le bar-tabac en bas de chez moi est tenu par un jeune couple libanais.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ρεσεψιόν είναι στελεχωμένη μέχρι τις 5 μ.μ.

που έχει επιτευχθεί

(obligation, condition, fonction, devoir, critère)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λεπτός, ψιλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gretchen essayait de raccommoder ses chaussettes mais les fibres étaient fines et se cassaient facilement.

που δεν τον έχουν αφήσει

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ένδυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a toujours eu un goût prononcé pour les tenues extravagantes.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα μπλουζάκι δεν είναι η κατάλληλη αμφίεση για το δικαστήριο.

σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rachel s'achète une nouvelle tenue pour les vacances.
Η Ρέιτσελ θα αγοράσει ένα καινούριο συνολάκι για τις διακοπές της.

περιβολή, αμφίεση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quelle est cet étrange tenue que porte Ellie ?

ρούχα

(vêtements portés)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sa tenue ne convenait pas à une soirée à l'opéra.

στάση

(σώματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εφαρμογή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Que penses-tu de la tenue de ce complet ?

εμβλήματα, διακριτικά αξιώματος

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ρούχα

(vêtements)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ντύσιμο

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle était particulièrement moche avec ces fringues.
Δείχνει χάλια μ' αυτό το ντύσιμο.

κάνω

(une réunion, un événement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous organiserons notre réunion en salle de conférence. // Julie organise une fête samedi.

ισχύω

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στέκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le garde se tient debout toute la journée.
Ο φρουρός στέκεται όρθιος όλη την ημέρα.

συμπεριφέρομαι κόσμια

verbe pronominal

Notre mère nous a demandé de bien nous conduire (or: bien nous tenir).
Η μητέρα μας μάς ζήτησε επιτακτικά να συμπεριφερθούμε κόσμια.

ισχύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le juge a établi que la loi restait valable (or: restait d'actualité).

κρατάω απόσταση από κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινούμαι νευρικά

Poppy a gigoté sur son siège pendant le long film.
Η Πόπη κουνιόταν νευρικά στη θέση της κατά τη διάρκεια της μεγάλης ταινίας.

αποκρύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Isabelle dissimulait ce qu'elle savait sur ce qui s'était passé.
Η Ιζαμπέλ απέκρυψε τι ήξερε για τα γεγονότα.

ακούω, υπακούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pam a écouté l'avis de tempête et s'est réfugiée dans l'abri.
Η Παμ ακολούθησε την προειδοποίηση για την καταιγίδα και πήγε στο καταφύγιο.

σταματάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σε λογικά πλαίσια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

περιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Περίμενε μέχρι να έρθω!

αγνοώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a ignoré les demandes d'aide.
Αγνόησε τις εκκλήσεις για βοήθεια.

σφίξιμο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το σφίξιμο του Πίτερ στο τιμόνι δυνάμωνε όσο οδηγούμε μέσα στα βουνά.

παραληρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le fou délirait (or: divaguait).
Ο τρελός άντρας παραληρούσε.

με πιάνει παραλήρημα για κτ/κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le pauvre Fred délire (or: divague) toujours et pense que le gouvernement veut s'en prendre à lui.
Ο καημένος ο Φρεντ γκρινιάζει πάντα για το ότι η κυβέρνηση του την έχει στημένη.

είμαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
La pièce est à huit heures.
Το έργο είναι στις οχτώ.

διαρκώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le programme dure deux ans.

δένω

(μταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι διαδηλωτές έδεσαν (or: ένωσαν) τα χέρια τους για να μην μπορέσει η αστυνομία να τους διώξει.

θαύμα

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
C'est miraculeux (or: C'est un miracle) que tu sois sorti indemne de l'accident de voiture.

σε συνεδρίαση

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν έχει ληφθεί υπόψη

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε αγωνία

που δεν κρατάει το στόμα του κλειστό

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma tante est une femme d'une cinquantaine d'années qui ne sait pas tenir sa langue.

σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε αναμονή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην καρδιά σου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est un sujet qui me tient à cœur.

αδιάφορα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il n'arrêtait pas de parler fort au téléphone sans se soucier (or: sans tenir compte des) autres spectateurs.

σόι πάει το βασίλειο

(pour un homme) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ça sera un dragueur invétéré comme son père : tel père, tel fils !

γερό κράτημα

verbe transitif

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tenue στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.