Τι σημαίνει το taux στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης taux στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του taux στο Γαλλικά.
Η λέξη taux στο Γαλλικά σημαίνει δείκτης, ρυθμός, επίπεδα, αγορά, συχνότητα, αριθμός, βαθμός, επίπεδο σακχάρου στο αίμα, επίπεδο αλκοόλ στο αίμα, προσέλευση, σταθερό εισόδημα, επίσημο, τραπεζικό επιτόκιο, ρυθμός ανάπτυξης, βασικό επιτόκιο, ετήσιο ποσοστό, δείκτης γεννητικότητας, επίπεδο χοληστερίνης, ισοτιμία, επιτόκιο, δείκτης θνησιμότητας, σταθερό επιτόκιο, ποσοστό επιβίωσης, φορολογικός συντελεστής, ποσοστό ανεργίας, ποσοστό εγκληματικότητας, ποσοστό θνησιμότητας, ισοτιμία, ποσοστό αλφαβητισμού, περιθώριο κέρδους, όριο οινοπνεύματος, ποσοστό αποχώρησης, κόστος δανεισμού, επίπεδο εγκληματικότητας, ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, ποσοστό πλήρωσης ζήτησης, σταθερή ισοτιμία, ενιαίος φόρος, κυμαινόμενο επιτόκιο, δείκτης χρηματοδότησης, δείκτης πιστωτικής κάλυψης, δείκτης βρεφικής θνησιμότητας, ποσοστό πληθωρισμού, μειωμένη τιμή για εμπόρους, ποσοστό επίτευξης, ρυθμός προόδου, πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, ρυθμός παραμόρφωσης, καμπύλη αποδοσης, ποσοστό απόδοσης, ισοτιμία, ελάχιστη ποσοστιαία απόδοση, μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, απόδοση, μισθός, γενικός ρυθμός απωλειών, κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιο, δείκτης κινητικότητας και αντικατάστασης προσωπικού, γεννητικότητα, βασικός μισθός, ανεργία, βασικό επιτόκιο, συναλλαγματική ισοτιμία, ανοιχτή πώληση, απόδοση στη λήξη, με σταθερό επιτόκιο, συμμετοχή, επιτόκιο ενυπόθηκου δανείου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης taux
δείκτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le taux de natalité augmente régulièrement. Ο δείκτης γεννητικότητας αυξάνει συνεχώς. |
ρυθμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le taux de croissance est impressionnant. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι εκπληκτικός. |
επίπεδαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les taux sanguins du patient sont bons à présent docteur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα επίπεδα του αίματος είναι καλά τώρα, γιατρέ. |
αγοράnom masculin (cours) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de change du dollar australien est trop élevé aujourd'hui, donc n'en achète pas. Η αγορά του δολαρίου Αυστραλίας είναι πολύ ψηλά σήμερα, γι' αυτό μην αγοράζεις. |
συχνότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fréquence de crimes avec violence a-t-elle baissé cette année ? Έχει μειωθεί η συχνότητα βίαιων εγκλημάτων φέτος; |
αριθμός
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu as fini ? Quel est le total ? |
βαθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y avait un haut niveau d'hostilité. Υπήρχε μεγάλος βαθμός εχθρικότητας. |
επίπεδο σακχάρου στο αίμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίπεδο αλκοόλ στο αίμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσέλευση(élection) (στις κάλπες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de participation a été beaucoup plus élevé que lors des dernières élections générales. |
σταθερό εισόδημαlocution adjectivale (intérêts) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επίσημο, τραπεζικό επιτόκιοnom masculin (intérêts) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le taux de base américain actuel est à 3,25 %. |
ρυθμός ανάπτυξηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le taux de croissance des populations africaines est très élevé. |
βασικό επιτόκιοnom masculin Actuellement, le taux de base est de 3,25 % aux États-Unis. |
ετήσιο ποσοστό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δείκτης γεννητικότητας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
επίπεδο χοληστερίνηςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon fort taux de cholestérol est dû à tout le fromage que je mange. |
ισοτιμίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτόκιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je cherche un crédit avec un taux d'intérêt plus faible. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν τα επιτόκια είναι υψηλά, οι αποταμιευτές έχουν καλύτερες αποδόσεις για τις επενδύσεις τους. Ψάχνω μια πιστωτική κάρτα με χαμηλότερο επιτόκιο. |
δείκτης θνησιμότηταςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le taux de mortalité est bien plus élevé chez les fumeurs que chez les non-fumeurs. |
σταθερό επιτόκιοnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ποσοστό επιβίωσηςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En ce qui concerne cette épidémie de grippe, le taux de survie est élevé. |
φορολογικός συντελεστήςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Votre taux d'imposition varie en fonction de votre revenu. Ο οικονομικός συντελεστής σου εξαρτάται από το εισόδημά σου. Ο τοπικός φορολογικός συντελεστής για τις αγορές είναι 8,61%. |
ποσοστό ανεργίαςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ποσοστό εγκληματικότητας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le taux de criminalité (or: la criminalité) augmente dans cette ville. |
ποσοστό θνησιμότηταςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Une population ne peut croître que si le taux de natalité excède le taux de mortalité. |
ισοτιμίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de change actuel fait qu'il est coûteux pour les Américains de voyager en Europe. Η τρέχουσα ισοτιμία καθιστά ακριβά τα ταξίδια στην Ευρώπη για τους Αμερικανούς. |
ποσοστό αλφαβητισμούnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuba a le plus haut taux d'alphabétisation dans l'hémisphère occidental. Le taux d'alphabétisation en Irlande est élevé. Η Κούβα έχει το υψηλότερο ποσοστό αλφαβητισμού στο δυτικό ημισφαίριο. Το ποσοστό αλφαβητισμού στην Ιρλανδία είναι υψηλό. |
περιθώριο κέρδουςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
όριο οινοπνεύματοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ποσοστό αποχώρησηςnom masculin (μείωση συμμετεχόντων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Στο μάθημα «Εισαγωγή στη Φυσική», παρατηρείται υψηλό ποσοστό αποχώρησης, γιατί ο καθηγητής είναι πολύ παράξενος. |
κόστος δανεισμούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επίπεδο εγκληματικότηταςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείωνnom masculin |
ποσοστό πλήρωσης ζήτησηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σταθερή ισοτιμίαnom masculin |
ενιαίος φόροςnom masculin (μη αναλογικός) |
κυμαινόμενο επιτόκιοnom masculin |
δείκτης χρηματοδότησης, δείκτης πιστωτικής κάλυψηςnom masculin (Finance) (χρηματοοικονομικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δείκτης βρεφικής θνησιμότηταςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ποσοστό πληθωρισμούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μειωμένη τιμή για εμπόρουςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποσοστό επίτευξηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ρυθμός προόδουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πραγματική συναλλαγματική ισοτιμίαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ρυθμός παραμόρφωσης(μηχανική) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
καμπύλη αποδοσηςnom féminin (χρηματοοικονομικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ποσοστό απόδοσηςnom masculin (χρηματοοικονομικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ισοτιμίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελάχιστη ποσοστιαία απόδοσηnom masculin (Finance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
απόδοσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μισθόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γενικός ρυθμός απωλειώνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La préqualification au prêt vous donne 30 jours pour verrouiller le taux. |
δείκτης κινητικότητας και αντικατάστασης προσωπικού
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) L'entreprise avait un haut taux de renouvellement du personnel. Υπήρξε έντονη κινητικότητα και αντικατάσταση προσωπικού στην εταιρεία. |
γεννητικότηταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de natalité du pays a décliné pour la troisième année consécutive. |
βασικός μισθόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Notre salaire au taux de base est de 55 $ par jour. |
ανεργίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de chômage a baissé pour le troisième mois consécutif, encourageant les économistes. Η ανεργία μειώθηκε για τρίτο συνεχόμενο μήνα ενθαρύνοντας τους οικονομολόγους. |
βασικό επιτόκιοnom masculin La Bank of England a fixé le taux de base à 0,5 %. |
συναλλαγματική ισοτιμίαnom masculin |
ανοιχτή πώλησηnom masculin |
απόδοση στη λήξηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
με σταθερό επιτόκιοlocution adjectivale (prêt,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμμετοχή(σε εκλογές, ψηφοφορία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de participation au scrutin est moins élevé que l'année dernière. |
επιτόκιο ενυπόθηκου δανείουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του taux στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του taux
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.