Τι σημαίνει το répandu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης répandu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του répandu στο Γαλλικά.
Η λέξη répandu στο Γαλλικά σημαίνει μεταδίδω, εξαπλώνω, ακτινοβολώ, εκπέμπω, σκορπάω, σκορπώ, σκορπίζω, χύνω, ρίχνω, διαδίδω, διαλύω, ξερνάω, κοινά αποδεκτός, διαδεδομένος, δημοφιλής, ευρύς, συνηθισμένος, ευρύς, διαδεδομένος, συχνός, σκόρπιος, που απλώνεται παντού, που εξαπλώνεται, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, μεταδίδομαι, εξαπλώνομαι, χύνομαι, κυλάω, ρέω, διαχέομαι, εισχωρώ, διαπερνώ, διεισδύω, διαδίδω τα νέα, διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαία, κινδυνολογώ, σκορπίζομαι, διαδίδομαι γρήγορα σε κτ, διαχέομαι σε κτ, επικαλύπτω, βγάζω βρώμα, πηγαίνω, διασπείρω, τοποθετώ, χύνομαι, πέφτω, ξεσπάω, αναβλύζω, αναβρύζω, μεταδίδομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης répandu
μεταδίδω, εξαπλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les animaux contaminés propagent (or: répandent) des maladies à travers tout le pays. Τα μολυσμένα ζώα μεταδίδουν την ασθένεια σε όλη τη χώρα. |
ακτινοβολώ, εκπέμπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le feu de cheminée ne tarda pas à répandre de sa chaleur dans toute la pièce. Η φωτιά σύντομα εξέπεμπε θερμότητα σε όλο το δωμάτιο. |
σκορπάω, σκορπώ, σκορπίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les artistes ont éparpillé des bonbons à la fin du spectacle. |
χύνω, ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill a fait tomber son sac et a renversé son contenu sur le sol. Ο Μπιλ έριξε την τσάντα του και σκόρπισε το περιεχόμενό της στο πάτωμα. |
διαδίδωverbe transitif (πληροφορίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est l'ancien assistant de la star de rap qui a répandu la nouvelle concernant la liaison de ce dernier. |
διαλύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'exterminateur a propagé un produit chimique pour tuer les insectes dans le bâtiment. |
ξερνάω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La portière de la voiture s'est ouverte brusquement et a renversé Arthur sur la chaussée. Σκίστηκε η τσάντα και τα περιεχόμενα έπεσαν στο πάτωμα. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε ξαφνικά και ο Άρθουρ έπεσε στο πεζοδρόμιο. |
κοινά αποδεκτόςadjectif (forme, idée) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La méthode la plus répandue n'est pas toujours la plus efficace. |
διαδεδομένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Cet avis est assez répandu dans ce coin du globe. |
δημοφιλήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La smart © est une voiture particulièrement répandue dans les grandes villes. |
ευρύςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'usage répandu de cette pierre locale comme matériau de construction a donné aux bâtiments de cette région une apparence uniforme. |
συνηθισμένοςadjectif (standard) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Une presse à ail est un objet ménager répandu (or: courant). Η πρέσα σκόρδου είναι ένα συνηθισμένο εργαλείο της κουζίνας. |
ευρύςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il existe une croyance répandue qu'il est dangereux de réveiller un somnambule, mais en vérité, c'est faux. Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι είναι επιβλαβές να ξυπνήσεις έναν υπνοβάτη, αλλά αυτό δεν αληθεύει πραγματικά. |
διαδεδομένος, συχνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pauvreté est répandue dans cette ville. |
σκόρπιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που απλώνεται παντού, που εξαπλώνεται(espèce) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La menthe est invasive ; il faut que tu veilles à ce qu'elle ne couvre pas entièrement tout ton gazon. Η μέντα εξαπλώνεται. Πρέπει να προσέξεις να μην σου απλωθεί σε όλο το παρτέρι με τα μυρωδικά σου. Υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση φόβου στο δωμάτιο που μεταδιδόταν από άτομο σε άτομο. |
απλώνομαι, εξαπλώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'eau s'est répandue sur tout l'étage. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale.Η έρημος εκτείνεται σε εκατοντάδες χιλιόμετρα. |
μεταδίδομαι, εξαπλώνομαιverbe pronominal (virus, maladies, nouvelles, rumeur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le virus s'est répandu dans l'école. |
χύνομαι, κυλάω, ρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'eau coulait du bain. Το νερό έτρεξε έξω από το μπάνιο. |
διαχέομαι(odeur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Μια αίσθηση ευθυμίας άρχισε να διαχέεται στο δωμάτιο. |
εισχωρώ, διαπερνώ, διεισδύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαδίδω τα νέαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαίαlocution verbale |
κινδυνολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκορπίζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαδίδομαι γρήγορα σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαχέομαι σε κτ
|
επικαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω βρώμα(μεταφορικά: φήμες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίνωverbe pronominal (Bible) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Noé a dit aux animaux de se répandre et de se multiplier. |
διασπείρω, τοποθετώ(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les fleurs étaient répandues dans les buissons. |
χύνομαι, πέφτωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sac s'est ouvert brusquement et son contenu s'est répandu sur la moquette. Η τσάντα σχίστηκε και το περιεχόμενό της σκορπίστηκε πάνω στο χαλί. |
ξεσπάω(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle se répand en un torrent de paroles sur tout ce qui lui passe par la tête. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Συχνά έρχεται σ' εμένα για να ξεσπάσει από τα προβλήματά του. |
αναβλύζω, αναβρύζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεταδίδομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le style musical s'est vite répandu dans différents continents. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του répandu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του répandu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.