Τι σημαίνει το remain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης remain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του remain στο Αγγλικά.

Η λέξη remain στο Αγγλικά σημαίνει παραμένω, μένω, παραμένω, απομένω, μένω, σορός, απομεινάρι, κατάλοιπο, ερείπια, φαγητό που περίσσεψε, φαγητό που έμεινε, απομεινάρια, υπολείμματα, που περίσσεψε, που έμεινε, παραμένω ανώνυμος, δεσμεύομαι, δεσμεύομαι από κτ, είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ, μένω σταθερός, παραμένω σταθερός, παραμένω ουδέτερος, παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου, παραμένω σιωπηλός, παραμένω σταθερός, παραμένω σταθερός, παραμένω έγκυρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης remain

παραμένω

intransitive verb (continue to be)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The account remains in existence.
Ο λογαριασμός παραμένει σε ισχύ.

μένω, παραμένω

intransitive verb (stay behind)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He went out, while she remained at home.
Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι.

απομένω, μένω

intransitive verb (be left)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Three slices of pizza remain.
Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα.

σορός

plural noun (corpse, dead body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His remains are in the casket, and will be buried tomorrow.
Η σορός του είναι στο φέρετρο και θα ταφεί αύριο.

απομεινάρι, κατάλοιπο

plural noun (fossils) (με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These stones are marked with the remains of prehistoric fish.
Αυτές οι πέτρες έχουν σημαδευτεί από απομεινάρια προϊστορικών ψαριών.

ερείπια

plural noun (ruins)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The remains of the ancient city were fascinating.
Τα ερείπια της αρχαίας πόλης ήταν συναρπαστικά.

φαγητό που περίσσεψε, φαγητό που έμεινε

plural noun (food: leftovers)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
After dinner, Don put the remains into containers and stored them in the refrigerator.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαίρη δεν πρόλαβε να μαγειρέψει σήμερα και μας τάισε με τα χθεσινά αποφάγια.

απομεινάρια, υπολείμματα

plural noun (figurative (what is left: of [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The remains of an ancient civilization were discovered in southern France.
Στη Νότια Γαλλία ανακαλύφθηκε ό,τι απέμεινε από έναν αρχαίο πολιτισμό.

που περίσσεψε, που έμεινε

plural noun (remaining stock)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The remains from last season's clothes are on the discount rack.
Ό,τι απέμεινε από τα ρούχα της τελευταίας σεζόν βρίσκεται στο ράφι με τις εκπτώσεις.

παραμένω ανώνυμος

(not reveal your name)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I participate in a survey, I prefer to remain anonymous.
Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος.

δεσμεύομαι

(figurative (be constrained)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Due to European law, the government remains bound as regards what it is allowed to do.

δεσμεύομαι από κτ

verbal expression (figurative (be constrained by [sth])

Jason remained bound by the terms of his contract.

είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ

verbal expression (figurative (be constrained do to [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People remain bound by law to pay the tax.

μένω σταθερός, παραμένω σταθερός

(be decisive and determined)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He remained firm in the face of strong opposition.

παραμένω ουδέτερος

(not take sides)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Switzerland remained neutral during the Second World War.
Η Ελβετία παρέμεινε ουδέτερη κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου

(stay sitting down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please remain seated until the bus comes to a complete stop.
Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς.

παραμένω σιωπηλός

(continue to say nothing)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Gemma remained silent throughout the entire discussion.

παραμένω σταθερός

(not vary or fluctuate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The man was seriously injured but doctors say his condition remains stable.
Ο άντρας τραυματίστηκε σοβαρά αλλά οι γιατροί λένε πως η κατάστασή του παραμένει σταθερή.

παραμένω σταθερός

(stay steady)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The patient's heartbeat remained stable.

παραμένω έγκυρος

(continue to be true)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's been said before, but the point remains valid.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του remain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του remain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.