Τι σημαίνει το rest στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rest στο Αγγλικά.
Η λέξη rest στο Αγγλικά σημαίνει υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυση, ύπνος, ηρεμία, ησυχία, στάση, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι, σταματάω, σταματώ, χαλάρωση, ξεκούραση, ανάπαυση, διάλειμμα, παύση, παύση, στήριγμα, μέρος για ανάπαυση, ξεκουράζομαι, σταματάω, σταματώ, κοιμάμαι, να είσαι, τελειώνω, αναπαύομαι εν ειρήνη, ανήκω σε κπ, ολοκληρώνω, ξεκουράζω, ακουμπάω, ακουμπώ, βασίζω, στηρίζω, εδράζω, στηρίζομαι, βασίζομαι, ξεκουράζομαι, στηρίζομαι, βασίζομαι, και τα λοιπά, και τα λοιπά, τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά, άνετα, βολικά, αναπαυτικά, ξεκούραστα, σε ακινησία, κατάκλιση, ημέρα ανάπαυσης, ημέρα ανάπαυσης, αιώνια ανάπαυση, καταφύγιο, ό,τι είχα να πω το είπα, θάβω, βάζω ένα τέλος σε κτ, μην ανησυχείς, μείνε ήσυχος, είμαι βέβαιος ότι, είμαι βέβαιος πως, είμαι σίγουρος ότι, είμαι σίγουρος πως, διάλειμμα, αργία, ρεπό, ημέρα απαγόρευσης κυνηγιού, γηροκομείο, κατάλυμα, αιωνία του/της η μνήμη, επαναπαύομαι στις δάφνες μου, αποχωρήτήριο, στάση, τόπος αναπαύσεως, τόπος αναπαύσεως, ξεκουράζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rest
υπόλοιποnoun (remainder) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Eat what you can and I'll have the rest. Φάε όσο θες και θα φάω εγώ το υπόλοιπο. |
ξεκούραση, ανάπαυσηnoun (relaxation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You can't work all the time; some rest is essential if you want to stay healthy. Δεν γίνεται να δουλεύεις συνέχεια, λίγη ξεκούραση είναι απαραίτητη αν θες να παραμείνεις υγιής. |
ύπνοςnoun (US (sleep) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Seven hours' rest is the minimum I can function on. Ένας επτάωρος ύπνος είναι το ελάχιστο με το οποίο μπορώ να λειτουργήσω. |
ηρεμία, ησυχίαnoun (peace) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Yes, please take the children out of the house. I could use the rest. Ναι, σε παρακαλώ, πήγαινε τα παιδιά μια βόλτα. Μου χρειάζεται λίγη ηρεμία. |
στάσηnoun (absence of motion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The car accelerates quickly from rest. |
χαλαρώνω, ξεκουράζομαιintransitive verb (relax) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I rested today instead of going out. Σήμερα δε βγήκα, έμεινα μέσα και χαλάρωσα (or: ξεκουράστηκα). |
σταματάω, σταματώintransitive verb (stop, take a break) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Can we rest for a while or do we need to keep walking? Μπορούμε να σταματήσουμε για λίγο ή πρέπει να συνεχίσουμε να περπατάμε; |
χαλάρωσηnoun (ease) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You can tell that the week's rest at the beach has benefited you. |
ξεκούραση, ανάπαυσηnoun (period of relaxation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We have time for three hours' rest before the party. Έχουμε χρόνο για τρεις ώρες ξεκούραση πριν το πάρτυ. |
διάλειμμαnoun (relief, break from [sth]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When driving, a rest every two hours is recommended. |
παύσηnoun (music: tacit interval) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's half a note's rest before the chorus comes in. |
παύσηnoun (music: rest symbol) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Place the rest in the middle of the staff. |
στήριγμαnoun ([sth] that provides bodily support) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Please bring the foot-rest over here so I can put my feet up. |
μέρος για ανάπαυσηnoun (place to take a rest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They stopped at a pub and guesthouse called the Traveller's Rest. |
ξεκουράζομαιintransitive verb (lie down without sleeping) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Yes, I'm awake. I'm just resting here, not sleeping. |
σταματάω, σταματώintransitive verb (no motion) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The ball rested at the bottom of the hill. |
κοιμάμαιintransitive verb (sleep) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I rested for seven hours last night. |
να είσαιintransitive verb (remain, be) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rest assured that I'll be there. Μείνε ήσυχος, θα έρθω. |
τελειώνωintransitive verb (end) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We should let the matter rest there. |
αναπαύομαι εν ειρήνηintransitive verb (figurative, euphemism (be dead and buried) (ευφημισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His parents are resting at the Oak Hill Cemetery. |
ανήκω σε κπ(belong, reside) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The decision rests with you. Η απόφαση εξαρτάται από σένα. |
ολοκληρώνωtransitive verb (law: conclude) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The prosecution rested its case after it felt that it had presented all the evidence. |
ξεκουράζωtransitive verb (allow to rest) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's rest the horses before tomorrow's long ride. |
ακουμπάω, ακουμπώtransitive verb (place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rest the statue carefully on its stand. |
βασίζω, στηρίζω, εδράζωphrasal verb, transitive, inseparable (be based in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My Grandmother was laid to rest in Peoria. |
στηρίζομαι, βασίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (depend on, rely on) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The whole deal rests on your ability to keep your promises. |
ξεκουράζομαιphrasal verb, intransitive (informal (take time to recover) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After climbing that mountain, I had to rest up for three days! After his accident, he needed a few days to rest up and regain his strength. |
στηρίζομαι, βασίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (rely on) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You need to rethink your argument, as it presently rests upon a very flimsy premise. Πρέπει να ξανασκεφτείς το επιχείρημά σου καθώς στηρίζεται σε σαθρές βάσεις. |
και τα λοιπάexpression (informal (etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) For Christmas dinner we had roast turkey, Brussels sprouts, and all the rest of it. |
και τα λοιπάadverb (etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elaine wants to be a rich woman living in a mansion with servants, a swimming pool, and the rest. |
τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστάexpression (what happened is well known) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I met your mum in a bar, and the rest is history! |
άνετα, βολικά, αναπαυτικά, ξεκούρασταadverb (in a relaxed state) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Researchers measured the man's brain activity while he was at rest. |
σε ακινησίαadverb (not moving) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The truck was at rest when the accident occurred. |
κατάκλισηnoun (patient: confinement to bed) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The doctor recommended bed rest and plenty of fluids to aid his recovery. |
ημέρα ανάπαυσηςnoun (religious: Sabbath) (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sabbath is for Jews a day of rest. |
ημέρα ανάπαυσηςnoun (day free of work) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Today he had a day of rest from work. |
αιώνια ανάπαυσηnoun (euphemism (death) (θάνατος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The priest said a prayer for the deceased's eternal rest at the gravesite. |
καταφύγιοnoun (peaceful place) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sheila regarded her house in the country as a haven of rest. |
ό,τι είχα να πω το είπαinterjection (That proves my point) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) So, you agree with me? Then I rest my case. |
θάβωverbal expression (euphemism (person: bury) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She was laid to rest under the oak tree next to her husband. |
βάζω ένα τέλος σε κτverbal expression (figurative (rumours, etc.: end) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The politician wanted to lay the rumours about his private life to rest. |
μην ανησυχείς, μείνε ήσυχοςinterjection (reassurance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rest assured, this won't crash your computer! Rest assured, your case will be judged fairly. |
είμαι βέβαιος ότι, είμαι βέβαιος πως, είμαι σίγουρος ότι, είμαι σίγουρος πως(with clause: be confident) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You can rest assured that your insurance will cover the colonoscopy. |
διάλειμμαnoun (pause from work) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The law states that employees must be allowed to take rest breaks. |
αργίαnoun (day for a religious observance, activity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρεπόnoun (day off from work) (από δουλειά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ημέρα απαγόρευσης κυνηγιούnoun (day when hunting is not allowed) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γηροκομείοnoun (care facility for the elderly) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jim had to move into a rest home because he couldn't cope on his own any more. |
κατάλυμαnoun (travelers' lodging) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αιωνία του/της η μνήμηexpression (RIP: respect for [sb] dead) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My late father – rest in peace – would have known what to do in these circumstances. |
επαναπαύομαι στις δάφνες μουverbal expression (figurative (be complacent) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Your mark of 80% was very good, but the next test's harder so don't rest on your laurels. |
αποχωρήτήριοnoun (US (toilet facilities) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This restaurant has very unusual restrooms. |
στάσηnoun (short break in a journey) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We took a rest stop after the first 300 miles. I really need a rest stop; can you pull over in the next layby? |
τόπος αναπαύσεωςnoun (euphemism (grave) (κοιμητήριο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Yesterday we carried Grandma to her final resting place. Εχθές συνοδεύσαμε τη γιαγιά στον τελικό τόπο ανάπαυσής της. |
τόπος αναπαύσεωςnoun (place to be at ease) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My favourite resting place is my conservatory. |
ξεκουράζομαιverbal expression (have a break) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You can't just stop and take a rest when you're running a marathon! |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του rest
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.