Τι σημαίνει το related στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης related στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του related στο Αγγλικά.
Η λέξη related στο Αγγλικά σημαίνει σχετικός, συναφής, συγγενής, καταλαβαίνω, αφηγούμαι, συσχετίζω, σχετίζω, στενός,κοντινός συγγενής, που σχετίζεται άμεσα, που έχει άμεση σχέση, που ανήκει σε συγγενικό είδος, σχετικός, συγγενικός, συνδεόμενος, μακρινός συγγενής, που έχει μακρινή συγγένεια, που σχετίζεται με τα ναρκωτικά, στενά συνδεδεμένος, αναλογικός με απόδοση, αμοιβή βάσει απόδοσης, συγγενής εξ'αίματος, μακρινή συγγένεια, μακρινός συγγενής, που προκαλείται από το κάπνισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης related
σχετικός, συναφήςadjective (connected) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) These two occurrences are related. Τα δύο συμβάντα είναι σχετικά (or: συναφή). |
συγγενήςadjective (people: family) (οικογένεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mike and Pete are related. Ο Μάικ και ο Πίτερ είναι συγγενείς. |
καταλαβαίνωintransitive verb (understand, appreciate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Problems with your teenage children? I can certainly relate. Έχεις προβλήματα με τα έφηβα παιδιά σου; Σε νιώθω. |
αφηγούμαιtransitive verb (tell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The traveller related his story. Ο ταξιδιώτης αφηγήθηκε την ιστορία του. |
συσχετίζω, σχετίζωtransitive verb (connect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We relate the cause to the effect. |
στενός,κοντινός συγγενήςadjective (relative: in immediate family) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Closely-related languages can often be traced to a single source language. |
που σχετίζεται άμεσα, που έχει άμεση σχέσηadjective (linked or associated) (με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Smoking is closely related to mouth, throat and lung cancer. |
που ανήκει σε συγγενικό είδοςadjective (animal: of similar species) (ζωολογία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Molecular genetics tells us that humans are more closely related to chimpanzees than to any of the other primates. |
σχετικός, συγγενικός, συνδεόμενοςadjective (idea, etc.: connected) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Freedom is closely related to responsibility. |
μακρινός συγγενήςadjective (remotely connected by blood) Rabbits are distantly related to rats. Distantly-related couples can marry; closely-related couples can't. Τα κουνέλια είναι μακρινοί συγγενείς των αρουραίων. Όσοι είναι μακρινοί συγγενείς μπορούν να παντρευτούν μεταξύ τους, ενώ όσοι έχουν στενή συγγένεια όχι. |
που έχει μακρινή συγγένειαadjective (vaguely connected) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Iranian instruments such as the tanbur are distantly related to the European guitar. |
που σχετίζεται με τα ναρκωτικάadjective (of drugs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στενά συνδεδεμένοςadjective (very closely connected) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stress is intimately related to divorce. |
αναλογικός με απόδοσηadjective (of pay, bonus) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αμοιβή βάσει απόδοσηςnoun (salary based on individual assessment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγγενής εξ'αίματοςadjective (born to the same family) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She's my aunt, though we're not related by blood. |
μακρινή συγγένειαadjective (distantly connected) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Things pop up in his speech which aren't even remotely related to the topic he's discussing. |
μακρινός συγγενήςadjective (distantly part of same family) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I've never met her but I believe we're remotely related. |
που προκαλείται από το κάπνισμαadjective (caused by smoking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του related στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του related
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.