Τι σημαίνει το reconnaître στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reconnaître στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reconnaître στο Γαλλικά.
Η λέξη reconnaître στο Γαλλικά σημαίνει αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, αποδέχομαι, αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, παραδέχομαι, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ, αναγνώριση, αναγνωρίζω, ξέρω, δέχομαι, διαπιστεύω, παραδέχομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, μιλάω ανοιχτά για κτ, αναγνώριση, αναγνωρίζω επίσημα, ομολογώ, ομολογώ, παραδέχομαι ότι/πως, διαβάζω, παραδέχομαι, δέχομαι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ομολογουμένως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ανακαλώ, αποφαίνομαι ότι, αποφαίνομαι πως, αρνούμαι να αναγνωρίσω, καταδικάζω, παραδέχομαι το λάθος μου, αναγνώριση, αναγνωρίζω, αναγνωρίζω επίσημα, αρνούμαι να αναγνωρίσω, αναγνωρίζω κπ/κτ ως κτ, αναγνωρίζω ότι κπ έκανε κτ, δίνω τα εύσημα σε κπ για κτ, ομολογώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reconnaître
αναγνωρίζωverbe transitif (identifier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le témoin a reconnu le suspect. Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον ύποπτο. |
αναγνωρίζωverbe transitif (un enfant) (κάτι, ότι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le père a reconnu l'enfant parce qu'il lui ressemblait beaucoup. Ο πατέρας αναγνώρισε ότι το παιδί ήταν δικό του, βασιζόμενος στη μεγάλη εξωτερική ομοιότητα. |
αναγνωρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chef reconnut la performance de son équipe. Το αφεντικό αναγνώρισε την επίδοση της ομάδας του. |
αναγνωρίζω, αποδέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il était reconnu comme étant un leader. Τον αποδέχτηκαν ως αρχηγό. |
αναγνωρίζω(considérer légitime) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La plupart des pays reconnaissent les conventions de Genève. Τα περισσότερα κράτη αναγνωρίζουν τις συμβάσεις της Γενεύης. |
αναγνωρίζωverbe transitif (un pays) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement a officiellement reconnu le nouveau pays. Η κυβέρνηση αναγνώρισε επίσημα τη νέα χώρα. |
αναγνωρίζω, παραδέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je reconnais (or: admets) mes fautes. Ο τραγουδιστής παραδέχτηκε ότι ο ανταγωνιστής του ήταν πραγματικά ταλαντούχος. |
δέχομαι, παραδέχομαιverbe transitif (une vérité, une théorie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je reconnais (or: J'admets) la logique de ton argument, mais je ne suis toujours pas d'accord avec ta conclusion. Δέχομαι (or: παραδέχομαι) τη λογική του επιχειρήματός σου, αλλά εξακολουθώ να διαφωνώ με το συμπέρασμά σου. |
αναγνωρίζω, παραδέχομαι(κάτι, ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'admets (or: Je reconnais) que j'aurais pu prendre de meilleures décisions. Αναγνωρίζω (or: παραδέχομαι) ότι θα μπορούσα να είχα πάρει καλύτερες αποφάσεις. |
παραδέχομαι, ομολογώverbe transitif (une vérité) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a admis (or: a avoué) son amour pour lui. Παραδέχτηκε (or: ομολόγησε) τον έρωτά της για εκείνον. |
παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώverbe transitif (un crime) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cross a avoué le vol d'argent. Ο Κρος παραδέχθηκε ότι έκλεψε τα χρήματα. |
παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dave a admis être jaloux de son jeune frère. Ο Ντέιβ είχε παραδεχθεί ότι ζήλευε τον μικρότερό του αδελφό. |
παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ
|
αναγνώριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Au début, Julia n'avait aucune idée de qui était Harry mais ensuite, il a vu dans ses yeux qu'elle l'avait reconnu. Στην αρχή η Τζούλια δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Χάρι, αλλά μετά είδε στα μάτια της ότι τον είχε αναγνωρίσει. |
αναγνωρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αυτό το βραβείο είναι για να αναγνωρίσουμε τη σκληρή σου δουλειά. Η WordReference.com αναγνωρίζει το ρόλο της αμοιβαίας κατανόησης στις διεθνείς σχέσεις. |
ξέρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai reconnu mon père biologique dès que je l'ai vu. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήξερα (or: Κατάλαβα) ότι ήσουν εσύ μόλις σε είδα. |
δέχομαιverbe transitif (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La loi reconnaît qu'il peut y avoir des exceptions. |
διαπιστεύωverbe transitif (ανάλογα με τα συμφραζόμενα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραδέχομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette fois-ci, je dois reconnaître mon erreur. Παραδέχομαι ότι αυτή τη φορά έχω άδικο. |
παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois concéder que je n'ai pas toujours un caractère facile. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να παραδεχθείς ότι παρανόησες την ερώτηση. |
μιλάω ανοιχτά για κτ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu te sentirais peut-être mieux si tu allais voir ton patron pour lui avouer ce que tu as fait. |
αναγνώριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les collègues de Natasha ont donné à son travail la reconnaissance qu'il méritait. Οι συνάδελφοι της Νατάσα έδωσαν στη δουλειά της την αναγνώριση που της άξιζε. |
αναγνωρίζω επίσημα
Plusieurs pays occidentaux ont reconnu officiellement le Kosovo. Πολλές Δυτικές χώρες έχουν αναγνωρίσει επισήμως το Κόσοβο. |
ομολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Une femme est venue au commissariat et a avoué le meurtre. Μια γυναίκα ήρθε στο αστυνομικό τμήμα και ομολόγησε τον φόνο. |
ομολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a avoué sa culpabilité après des heures d'interrogatoire. Ομολόγησε την ενοχή του ύστερα από ώρες ανάκρισης. |
παραδέχομαι ότι/πωςverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il admit être celui qui l'avait cassé. |
διαβάζωverbe transitif (comprendre par l'observation) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle lisait (or: reconnaissait) dans le ciel les signes précurseurs de l'orage. |
παραδέχομαι, δέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'admets (or: reconnais) qu'il a l'air honnête, mais je ne crois toujours pas ce qu'il dit. |
αναγνωρίζω, παραδέχομαι(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je reconnais (or: admets) que je pourrais avoir tort. Αναγνωρίζω ότι μπορεί να κάνω λάθος. |
ομολογουμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est vrai que je t'ai caché des choses. |
για να λέμε και του στραβού το δίκιο(καθομιλουμένη) |
ανακαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eh bien, j'avais tort je suppose. Je vais devoir admettre mon erreur. |
αποφαίνομαι ότι, αποφαίνομαι πως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρνούμαι να αναγνωρίσωverbe transitif (αγνοώ, αψηφώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταδικάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Danna fut reconnu coupable de vol à main armée. Ο Ντάνυ καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία. |
παραδέχομαι το λάθος μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναγνώριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pour trouver une solution, il faudra d'abord reconnaître le problème. |
αναγνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Teresa a reconnu que Simon avait été courageux d'avoir admis qu'il était responsable de l'erreur. |
αναγνωρίζω επίσημα(κάτι/κάποιον ως κάτι) La langue des signes britannique a été officiellement reconnue langue officielle du Royaume-Uni en 2003. |
αρνούμαι να αναγνωρίσωlocution verbale (ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναγνωρίζω κπ/κτ ως κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les critiques l'ont reconnue comme étant la plus grande actrice du XXe siècle. |
αναγνωρίζω ότι κπ έκανε κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il reconnaît à ses parents le mérite de l'avoir ouvert à la musique. |
δίνω τα εύσημα σε κπ για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De nombreux commentateurs saluent la façon dont Karzai a amené le pays à la reprise. |
ομολογώlocution verbale (ότι/πως έκανα κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim a avoué avoir mis le bazar dans la cuisine du bureau. Ο Τζιμ ομολόγησε πως έκανε χάλια την κουζίνα του γραφείου. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reconnaître στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του reconnaître
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.