Τι σημαίνει το refuser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης refuser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του refuser στο Γαλλικά.

Η λέξη refuser στο Γαλλικά σημαίνει αρνούμαι, αρνιέμαι, αρνούμαι, αρνιέμαι, αρνούμαι, αρνιέμαι, αρνούμαι, αρνιέμαι, αρνούμαι, λέω όχι, αρνούμαι, λέω όχι, κρατώ, απόρριψη, αρνούμαι να αποδεχτώ, απορρίπτω, αρνούμαι, επιστρέφω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, αποκρούω, απορρίπτω, απαγορεύω, απορρίπτω, αρνούμαι, απορρίπτω, αρνούμαι να κάνω κτ, αρνιέμαι να κάνω κτ, -, αρνούμαι να αποδεκτώ, αυταπατώμαι, αρνούμαι να αναγνωρίσω, αρνούμαι να παραδεχτώ, αρνούμαι να πιστέψω, αρνούμαι να σκεφτώ κτ, αρνούμαι να συνεργαστώ, αρνούμαι να μιλήσω, αρνούμαι να ακούσω, σπάω τους κανόνες, αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να δεχτώ, δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, δεν λέω να, αρνούμαι να αποδεχτώ, δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ, αρνούμαι να αναγνωρίσω, αρνούμαι να παραδεχτώ, αρνούμαι να πιστέψω, αρνούμαι, αποφασίζω να μην συμμετάσχω σε κτ, επιλέγω να μην συμμετέχω σε κτ, αρνούμαι, βγάζω έξω, πετάω έξω, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, αρνούμαι να κάνω κτ, επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ, αρνούμαι να απόδεχτώ, συγκρατώ, παρακρατώ, δεν αναγνωρίζω κτ, διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης refuser

αρνούμαι, αρνιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mme Bixby a refusé qu'il l'aide à porter ses sacs.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης.

αρνούμαι, αρνιέμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David a refusé une deuxième part de pizza car, a-t-il dit, il n'avait plus faim.
Ο Ντέιβιντ αρνήθηκε να πάρει δεύτερο κομμάτι πίτσα λέγοντας ότι δεν πεινούσε πολύ.

αρνούμαι, αρνιέμαι

verbe intransitif (ne pas vouloir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils m'ont demandé de mentir, mais j'ai refusé.
Μου ζήτησαν να πω ψέμματα για λογαριασμό τους και αρνήθηκα (or: δεν δέχτηκα).

αρνούμαι, αρνιέμαι

verbe intransitif (ne pas autoriser)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je voulais payer par carte mais ils ont refusé.
Ήθελα να πληρώσω με πιστωτική κάρτα, αλλά αρνήθηκαν.

αρνούμαι, λέω όχι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette offre est alléchante, mais je dois refuser.

αρνούμαι, λέω όχι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais devoir refuser de reprendre du gâteau.

κρατώ

(aide, consentement, permission, soutien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le patron a refusé de consentir aux vacances de l'employé jusqu'à ce qu'il ait terminé le projet sur lequel il travaillait.
Το αφεντικό δεν έδινε έγκριση για τις διακοπές του εργαζόμενου έως ότου εκείνος να τελειώσει το πρότζεκτ το οποίο δούλευε.

απόρριψη

(un projet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρνούμαι να αποδεχτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle refusait de recevoir des fleurs de la part d'hommes qu'elle ne connaissait pas.
Αρνήθηκε να αποδεχτεί λουλούδια από άντρες που δε γνώριζε.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son patron a refusé sa demande de congé.
Ο διευθυντής του απέρριψε το αίτημά του για άδεια.

αρνούμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont refusé au professeur l'utilisation de leur téléphone.
Αρνήθηκαν στον δάσκαλο να κάνει χρήση του τηλεφώνου τους.

επιστρέφω

verbe transitif (un chèque sans provision) (ακάλυπτη επιταγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banque a refusé mon chèque parce qu'il n'y avait pas assez d'argent sur mon compte.

απορρίπτω

verbe transitif (une proposition, un candidat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cabinet de consultants refusait (or: a rejetait) la plupart des candidats, réservant ses places à l'élite.
Η συμβουλευτική εταιρεία απέρριψε τους περισσότερους υποψηφίους και πήρε μόνο τους κορυφαίους.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le syndicat a rejeté l'offre du gouvernement d'une hausse de salaire de 1 %.
Το σωματείο απέρριψε την πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση των μισθών κατά 1%.

απορρίπτω, αποκρούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Φοβάμαι ότι πρέπει να απορρίψω την ευγενική σου πρόσκληση - δεν είμαι ελεύθερη εκείνο το βράδυ.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le photographe a rejeté l'utilisation d'accessoires pour la prise de photos.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο διαιτητής ακύρωσε 2 γκολ της ομάδας μας.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banque a refusé ma demande de crédit.
Η τράπεζα απέρριψε την αίτησή μου για δάνειο.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président a rejeté le projet de loi à la dernière minute et il n'est pas passé.
Ο πρόεδρος απέρριψε το νομοσχέδιο την τελευταία στιγμή και έτσι δεν πέρασε.

αρνούμαι να κάνω κτ, αρνιέμαι να κάνω κτ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'enfant refusait de manger ses épinards.
Το παιδί αρνιόταν να φάει το σπανάκι του.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je ne ferais pas ça si j'étais toi.
Αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα το έκανα αυτό. Έσπρωξα την πόρτα με όλη μου τη δύναμη αλλά δεν έλεγε να ανοίξει.

αρνούμαι να αποδεκτώ, αυταπατώμαι

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrête de te voiler la face : tu sais que tu m'aimes !
Σταμάτα να αυταπατάσαι - ξέρεις ότι με αγαπάς!

αρνούμαι να αναγνωρίσω

verbe transitif (αγνοώ, αψηφώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρνούμαι να παραδεχτώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ministre refusa d'admettre qu'il s'était mal comporté.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο υπουργός αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι είχε ενεργήσει ανάρμοστα.

αρνούμαι να πιστέψω

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a refusé de croire sa version des évènements.

αρνούμαι να σκεφτώ κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis optimiste : je refuse d'envisager la possibilité d'un échec.

αρνούμαι να συνεργαστώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο άντρας που συνέλαβαν εχθές αρνείτε να συνεργαστεί στην έρευνα.

αρνούμαι να μιλήσω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρνούμαι να ακούσω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπάω τους κανόνες

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να δεχτώ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ

locution verbale (plus soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le couple voulait se marier, mais le père de la fille a refusé son consentement.
Το ζευγάρι ήθελε να παντρευτεί αλλά ο πατέρας της κοπέλας δε συναινούσε.

αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν λέω να

(exprime un refus) (άρνηση, επιμονή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ne veut rien écouter !
Δεν λέει να ακούσει τη φωνή της λογικής!

αρνούμαι να αποδεχτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il refusait d'admettre que sa maladie était incurable.
Αρνήθηκε να αποδεχτεί ότι η ασθένειά του ήταν ανίατη.

δεν συγκατατίθεμαι, δεν συναινώ

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρνούμαι να αναγνωρίσω

locution verbale (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρνούμαι να παραδεχτώ

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Doris refuse d'admettre qu'elle avait tort.

αρνούμαι να πιστέψω

verbe transitif (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je refuse de croire qu'il s'intéresse uniquement à son argent.

αρνούμαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai demandé à mon fils de ranger sa chambre, mais il a refusé de le faire.
Ζήτησα από τον έφηβο γιο μου να καθαρίσει το δωμάτιό του, αλλά αρνήθηκε.

αποφασίζω να μην συμμετάσχω σε κτ, επιλέγω να μην συμμετέχω σε κτ

(à un programme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En 1992, le Danemark a choisi de ne pas adhérer à la monnaie européenne.
Το 1992, η Δανία επέλεξε να μην συμμετέχει στο κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα.

αρνούμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Malgré les preuves, il refusa d'admettre son innocence.
Παρόλα τα αποδεικτικά στοιχεία αρνήθηκε την αθωότητά της.

βγάζω έξω, πετάω έξω

locution verbale (καθομ: πελάτη από μαγαζί)

αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνούμαι να κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je me demande comment fait John pour garder son poste quand il refuse de faire quoi que ce soit.
Δεν ξέρω πως ο Τζον έχει ακόμα δουλειά όταν αρνείται να κάνει οτιδήποτε!

επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ

(à un programme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cochez cette case si vous choisissez de ne pas recevoir notre newsletter.

αρνούμαι να απόδεχτώ

(dans un groupe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ces petites snobinardes refusent d'admettre dans leur groupe ceux qui ne viennent pas de familles riches.
Αυτές οι στρίγγλες αρνιόνταν να αποδεχτούν όποιον δεν είχε πλούσιους γονείς.

συγκρατώ, παρακρατώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aurais besoin que Jason me donne un coup de main, mais il refuse de m'aider.

δεν αναγνωρίζω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο εργάτης διαφώνησε με το να δουλεύει μέχρι αργά γιατί δε θα πληρωνόταν υπερωρίες.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του refuser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του refuser

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.