Τι σημαίνει το posible στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης posible στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του posible στο ισπανικά.
Η λέξη posible στο ισπανικά σημαίνει πιθανός, είναι δυνατή η ύπαρξή μου, πιθανός, ενδεχόμενος, εφικτός, δυνατός, δυνατόν, πιθανός, ενδεχόμενος, πιθανό κρούσμα, εφικτός, βιώσιμος, πιθανός, τεκμαρτός, εφικτός, αναμενόμενος, πώς και...;, ελάχιστος, απειροελάχιστος, ανθρωπίνως δυνατό, απίθανος, μη πραγματοποιήσιμος, το καλύτερο δυνατόν, με βαθμό "Καλώς", όσο το δυνατό μακρύτερα, το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα, το συντομότερο δυνατό, αλλιώς, ειδάλλως, ει δυνατόν, με την πρώτη ευκαιρία, σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς, Ίσως, το μέγιστο των δυνατοτήτων μου, μπορεί, κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, κάνω ότι είναι δυνατό, ψάχνω εξονυχιστικά, κάνω ότι μπορώ, κάνω το καλύτερο που μπορώ, καθιστώ εφικτό, καθιστώ δυνατό, φυσικός διάδοχος, όσο το δυνατόν περισσότερο, κάνω ό,τι μπορώ, κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μου, κάνω το καλύτερο που μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, πολύ, κάνω τα πάντα, κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης posible
πιθανόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es posible que llueva hoy. Είναι πιθανό να βρέξει σήμερα. |
είναι δυνατή η ύπαρξή μουadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Son posibles los agujeros negros? |
πιθανός, ενδεχόμενοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No estoy seguro, pero es una solución posible. |
εφικτός, δυνατόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Necesitas dejar de soñar y concentrarte en lo posible. Πρέπει να σταματήσεις να ονειρεύεσαι και να συγκεντρωθείς σε ότι είναι εφικτό. |
δυνατόν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πιθανός, ενδεχόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Murial y Patricia se juntaron para discutir su futuro viaje a Tailandia. Η Μούριελ και η Πατρίσια βρέθηκαν για να συζητήσουν για το πιθανό ταξίδι τους στην Ταϋλάνδη. |
πιθανό κρούσμα(enfermedad) (με γενική) Lo mandaron a la cama con una dudosa gripe. Της σύστησαν να μείνει στο κρεβάτι λόγω πιθανού κρούσματος γρίπης. |
εφικτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No sé si es factible llegar a Florida en un día por carretera. |
βιώσιμος(negocio) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El banco presta con gusto dinero para negocios viables. Η τράπεζα δανείζει ευχαρίστως χρήματα σε βιώσιμες επιχειρήσεις. |
πιθανός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La llegada de potentes tornados es probable para esta noche. Είναι πιθανή η εμφάνιση ισχυρών ανεμοστρόβιλων απόψε το βράδυ. |
τεκμαρτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εφικτός(idea) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Al jefe le pareció que la idea de Frank era viable y le dio el visto bueno para ponerla en práctica. Το αφεντικό συμφώνησε ότι η ιδέα του Φρανκ ήταν εφικτή και του έδωσε το πράσινο φως για να την εφαρμόσει. |
αναμενόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) El gráfico muestra las ganancias futuras de la empresa en los próximos cinco años. |
πώς και...;
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¿Cómo puede ser que no pasaras la prueba después de estudiar tanto? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πώς και είναι μαύρα όλα τα καπέλα σου; |
ελάχιστος, απειροελάχιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Agregaré la menor cantidad de sal posible. |
ανθρωπίνως δυνατόlocución adjetiva Te ayudaré, dentro de lo humanamente posible, si veo que me escuchas. |
απίθανος, μη πραγματοποιήσιμοςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Volar no es posible para los humanos. |
το καλύτερο δυνατόνlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Consiguieron el resultado mejor posible. |
με βαθμό "Καλώς"locución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όσο το δυνατό μακρύτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por favor, durante la visita, eviten el uso del celular en la medida de lo posible. |
το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Es preciso que hable contigo lo antes posible. Είναι επιτακτική ανάγκη να σου μιλήσω το συντομότερο δυνατό. |
το συντομότερο δυνατόlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Comprá las entradas lo antes posible; el show que querés ver es muy popular. |
αλλιώς, ειδάλλωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pídele a tu hermana que te ayude con las respuestas, y si eso falla, invéntatelas. |
ει δυνατόν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με την πρώτη ευκαιρίαlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Te pido por favor que me contestes esta carta lo antes posible. |
σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώςlocución interjectiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Puedes mover esas sillas y mesas por mí, por favor?" "¡Es posible!" «Θα μπορούσες να μου μετακινήσεις αυτές τις καρέκλες και τα τραπέζια, σε παρακαλώ;» «Σίγουρα (or: Ασφαλώς)! |
Ίσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Crees que el vecino es el asesino? Podría ser. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. «Πιστεύεις ότι δεν σηκώνει το τηλέφωνο επειδή είναι θυμωμένος μαζί μου;» «Θα μπορούσε.» |
το μέγιστο των δυνατοτήτων μου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Los médicos realizaron grandes esfuerzos para salvar al paciente, pero ni siquiera el máximo esfuerzo fue suficiente. Οι γιατροί έκαναν μεγάλη προσπάθεια να σώσουν τον ασθενή, αλλά ακόμα και το μέγιστο των δυνατοτήτων τους δεν ήταν αρκετό. |
μπορεί
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Es posible que salga a pasear en bicicleta hoy, pero también es posible que no. Μπορεί να πάω βόλτα με το ποδήλατο σήμερα, αλλά μπορεί και όχι. |
κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, κάνω ότι είναι δυνατόlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hice todo lo posible para coger el tren, pero era demasiado tarde. |
ψάχνω εξονυχιστικά
En la búsqueda del chico perdido, la policía removió cielo y tierra.. |
κάνω ότι μπορώlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω το καλύτερο που μπορώlocución verbal |
καθιστώ εφικτό, καθιστώ δυνατόlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un subsidio de la Fundación XYZ hizo posible este programa. |
φυσικός διάδοχος(μεταφορικά) Cuando ella renunció, se consideró al Sr. Rubin como posible sucesor. |
όσο το δυνατόν περισσότεροlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siempre como tanto como sea posible en la cena de Acción de Gracias. Πάντα τρώω όσο το δυνατόν περισσότερο στο δείπνο της Γιορτής των Ευχαριστιών. |
κάνω ό,τι μπορώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elegir universidad es una decisión importante, así que haz todo lo que puedas para no equivocarte. |
κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fred hizo lo posible para dejar de fumar, pero no pudo conseguirlo. |
κάνω το καλύτερο που μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω τον καλύτερό μου εαυτό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Escribió lo más claramente posible y su ensayo era convincente. Έγραψε πολύ (or: ιδιαίτερα) ξεκάθαρα και η έκθεσή του ήταν πειστική. |
κάνω τα πάντα, κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόlocución verbal |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του posible στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του posible
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.