Τι σημαίνει το dentro στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dentro στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dentro στο ισπανικά.

Η λέξη dentro στο ισπανικά σημαίνει μέσα σε, μέσα σε, μέσα από, μέσα, μέσα, μέσα, μέσα, μέσα, μέσα, πιο κοντά στην αρχική βάση, πιο κοντά στην αρχική πλάκα, μέσα, εκ των έσω, μέσα, μέσα, εντός, ένθετος, σύντομα, διαφήμιση υπό μορφή άρθρου, στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, ανάμεσα, μεταξύ, εντός, νωρίτερα, εντός, καλούτσικος, καλούτσικος, εκεί μέσα, σε αυτόν, σε λιγάκι, σε λίγο, εντός των ορίων, σε λίγο, σε λιγάκι, σύντομα, σε λίγο καιρό, σε λογικά πλαίσια, νομίμως, σύννομα, νόμιμα, στο πλαίσιο, σε μια βδομάδα, σε μία εβδομάδα, προς τα μέσα, εκεί μέσα, εσωτερικά, με προϋπολογισμό, νόμιμος, εσωτερική ανάθεση, μέσα σε, μέσα στα όρια, στα πλαίσια, μένω εντός χώρου, αναπνέω, τρώω, κατατρώω, χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω, περιλαμβάνομαι σε κτ, βάζω κτ σε κτ, κυκλωμένος, σύντομα, σε λίγο, μέσα, στο εσωτερικό, μαραφέτι, εσωτερική ανάθεση, μένω εντός ορίων συμπεριφοράς/ευπρέπειας, ενσταλάζω κτ σε κτ, κοιτώ μέσα σε, είμαι μέσα στα όρια, βάζω, χώνω, σπρώχνω, διπλώνω, λειτουργία παμπ μετά το επίσημο κλείσιμο, ψάχνω βαθιά μέσα μου, φωλιάζω, χώνω, ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε κτ, σε, ενσωματώνω, εισάγω, δουλειά που γίνεται από μέσα, μέσα, πιάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dentro

μέσα σε

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Él permaneció dentro del salón por tres horas.
Έμεινε στο δωμάτιο για τρεις ώρες.

μέσα σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El niño estaba dibujando dentro del cuadrado.
Το παιδί ζωγράφιζε μέσα στο τετράγωνο.

μέσα από

adverbio (μέσα πλευρά)

Tienes que mantener los pies dentro de la línea.
Πρέπει να έχεις τα πόδια σου μέσα από τη γραμμή.

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Muy dentro de sí mismo, sentía la necesidad de predicar la palabra de Dios.
Βαθιά μέσα του ένιωσε την ανάγκη να κηρύξει το Eυαγγέλιο.

μέσα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puedo terminar esto dentro de treinta minutos.

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Podía escuchar un sonido de rasguños viniendo de adentro.
Άκουγα έναν ήχο σαν γρατζούνισμα που ερχόταν από το εσωτερικό.

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quédense dentro hasta que pare la lluvia.
Μείνε σε κλειστό χώρο μέχρι να σταματήσει η βροχή.

μέσα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pon primero las pilas dentro y después enciéndelo.
Πρώτα βάλε μέσα τις μπαταρίες και μετά θέσε το σε λειτουργία.

μέσα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abrió la puerta y todos pasaron dentro.

πιο κοντά στην αρχική βάση, πιο κοντά στην αρχική πλάκα

adverbio (béisbol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los interiores juegan dentro cuando hay un corredor en la tercera base.

μέσα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡La bola cayó dentro! ¡Ganó el partido!

εκ των έσω

(λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los rumores internos eran que lo iban a despedir.

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor, permanezca dentro de los límites.
Σε παρακαλώ μείνει εντός των ορίων.

μέσα

(tiempo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El proyecto debe estar terminado dentro de tres días.
Η εργασία πρέπει να παραδοθεί εντός τριών ημερών.

εντός

locución preposicional (με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No actuaron dentro de los términos del acuerdo.
Δεν έδρασαν σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας.

ένθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las mesas anidadas pueden guardarse en un espacio muy pequeño.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Llegará pronto. Prepárate.
Θα φτάσει σύντομα. Ετοιμάσου.

διαφήμιση υπό μορφή άρθρου

(voz inglesa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάμεσα, μεταξύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Había perlas y monedas de oro entre los tesoros del cofre.
Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι.

εντός

(με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi pedido llegó por correo en una semana.

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Te hubiera escrito antes, pero no tenía tu dirección.
Θα σου έγραφα νωρίτερα, αλλά δεν είχα τη νέα διεύθυνσή σου.

εντός

(a un tema) (μεταφορικά: θέμα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor, cíñase al asunto que se discute.
Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα.

καλούτσικος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλούτσικος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκεί μέσα

locución preposicional

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Me voy a meter ahí dentro. ¿Vienes?

σε αυτόν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El informe y todas las demandas en él no fueron verificados por las autoridades.

σε λιγάκι, σε λίγο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Olivia dijo que estaría allí en un rato.

εντός των ορίων

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No se puede fumar en todo el recinto.

σε λίγο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ya verás que dentro de un rato nos vamos a la playa.

σε λιγάκι

(coloquial) (ΗΒ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ahora estoy cenando, pero te llamo en un rato.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo tendré terminado dentro de poco, ten paciencia.

σε λίγο καιρό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε λογικά πλαίσια

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En esta dieta se puede comer de todo, dentro de lo razonable.

νομίμως, σύννομα, νόμιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mayoría de la gente está muy contenta de vivir dentro de la ley.

στο πλαίσιο

locución adverbial (ιστορικό, χρονικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El significado se entiende sólo dentro del contexto de la historia; así suelta, la afirmación parece un disparate.

σε μια βδομάδα, σε μία εβδομάδα

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me voy a París en una semana.

προς τα μέσα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los guardias de la prisión miraban hacia dentro, vigilando a los presos.
Οι φρουροί της φυλακής κοιτούσαν προς τα μέσα παρακολουθώντας τους κρατουμένους.

εκεί μέσα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εσωτερικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με προϋπολογισμό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νόμιμος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los manifestantes sentían que actuaban dentro de la legalidad.

εσωτερική ανάθεση

(μέσα στην εταιρεία)

μέσα σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Había algo haciendo ruido dentro de la caja.

μέσα στα όρια, στα πλαίσια

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Permanezcan dentro de la propiedad.

μένω εντός χώρου

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los estudiantes deben permanecer en el recinto todo el día.

αναπνέω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ten, sopla dentro de esta bolsa, te ayudará a detener la hiperventilación.

τρώω, κατατρώω

locución verbal (μεταφορικά: ανησυχία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El crimen de Raskolnicov se lo comió por dentro: primero su paz mental y, finalmente, su alma.

χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Engordé y ya no cabía dentro de mi uniforme.
Πήρα κιλά και δεν χωρούσα πλέον στη στολή μου. Νομίζω ότι αυτή η μεγάλη κανάτα χωράει ακόμα στο ντουλάπι.

περιλαμβάνομαι σε κτ

locución verbal

βάζω κτ σε κτ

Para encender el coche, pon las llaves en el arranque.
Για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο βάλε τα κλειδιά στη μίζα.

κυκλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El logo es un triángulo dentro de un círculo con el nombre de la compañía debajo.

σύντομα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Llegaré a la oficina en un momento.

σε λίγο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Ten paciencia! Me encargaré de ello dentro de un rato.

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dentro de la torta hay crema pastelera.
Αυτό το γλύκισμα έχει κρέμα μέσα.

στο εσωτερικό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μαραφέτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bola de plástico dentro de la lata de cerveza libera nitrógeno en la cerveza.

εσωτερική ανάθεση

(εντός χώρας)

μένω εντός ορίων συμπεριφοράς/ευπρέπειας

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si no eres capaz de mantenerte dentro de los límites del comportamiento decente, tendrás que abandonar la clase.

ενσταλάζω κτ σε κτ

Instila el alcohol gota a gota en la solución.

κοιτώ μέσα σε

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Podía ver dentro de la casa por la ventana de la planta baja.

είμαι μέσα στα όρια

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todos tus síntomas vitales caen dentro de lo normal para tu edad.
Όλα τα ζωτικά σου σημεία είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια για την ηλικία σου.

βάζω, χώνω, σπρώχνω, διπλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Métete la camisa dentro del pantalón, que pareces muy desaliñado.
Χώσε μέσα το πουκάμισό σου, φαίνεσαι πολύ ατημέλητος.

λειτουργία παμπ μετά το επίσημο κλείσιμο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ψάχνω βαθιά μέσα μου

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué es lo que esperas realmente de la vida? Busca dentro de ti y encontrarás la respuesta.

φωλιάζω

(μτφ: σε κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las muñecas encajan una dentro de otra.

χώνω

(κάτι/κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rosa escribió el número de teléfono y metió el papel en su bolso.
Η Ρόουζ σημείωσε τον τηλεφωνικό αριθμό και έχωσε το χαρτάκι στην τσάντα της.

ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Espié dentro de la habitación para ver si los niños estaban dormidos.
Έριξα μια κλεφτή ματιά στο δωμάτιο για να δω αν τα παιδιά κοιμόντουσαν. Η Μάργκαρετ έριξε μια κλεφτή ματιά μέσα στον φάκελο.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Llámame dentro de dos días.
Ξαναπάρε με τηλέφωνο σε δυο μέρες.

ενσωματώνω, εισάγω

locución verbal (figurado) (κτ σε κτ, κτ μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El programador anidó la subrutina dentro de la rutina.
Ο προγραμματιστής εισήγαγε την υπορουτίνα μέσα στην κεντρική ρουτίνα.

δουλειά που γίνεται από μέσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aparentemente, el robo a la joyería fue un crimen interno.

μέσα

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La respuesta está dentro de los límites normales.

πιάνω

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué te ha poseído para hacer todo este lío?
Πώς σου 'ρθε να κάνεις όλο αυτό το χάλι;

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dentro στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.