Τι σημαίνει το petit στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης petit στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του petit στο Γαλλικά.
Η λέξη petit στο Γαλλικά σημαίνει μικρός, μικρός, κοντός, μικρός, μικρός, μικρό, μικρός, μικρότερος, μικρόσωμος, μικρούλης, μικρούτσικος, σφηνάκι, παιδί, παιδάκι, μικρός, τυχαίος, κουτάβι, μικρέ, μικρή, κουτάβι, παιδί, παιδάκι, μικρός, τμηματικός, αποσπασματικός, ασήμαντος, χαμηλός, λιγοστός, μικρός, βαθύς, μωρό, απόγονος, γόνος, -, μικροσκοπικός, μικρούλης, μικρούτσικος, κοντός, μικρός, μικρός, φίλος, αδερφός, μικρός, χαμηλός, εντελώς, τελείως, μόλις, παιδί, νεαρός, μπόμπιρας, μικρός, τρύπα, λίγος, ζουζουνάκι, φτωχός, για ανειδίκευτους εργάτες, αθώος, ψιψίνα, αμυδρός, μικρός, μινιατούρα, μικρογραφία, μικρό, μικρό, ήπιος, ασήμαντος, ανούσιος, μικροσκοπικός, αυταρχικός, μπισκότο, εγγονός, κομμάτι, κομματάκι, εγγόνι, κεκάκι, τουαλέτα, τυρόγαλα, γουρουνάκι, γατούλα, ψιψίνα, χερουβείμ, ποταμάκι, ρυάκι, μικρανιψιός, μικρανηψιός, ύπνος, εγγόνι, ωλένιο νεύρο, γιος του ανιψιού μου, γιος της ανιψιάς μου, τρισέγγονος, δισέγγονος, υποκοριστικό, συγγενής μικρότερος κατά μία γενιά, μεσοαστικός, ατζαμής, χαχάνισμα, χαχανητό, σκυλάκι, γουρουνάκι, όχλος, πιασάρικη ατάκα, παρεισφρέω σε κτ, σιγανό σφύριγμα, επίσκεψη, θέατρο, χαλάκι, πατάκι, μικροσκοπικός, ιδέα, σταλιά, παππούς, μπάρμπας, ποτηράκι, πειραματικός, -άκι, τυχαίος, ασυνάρτητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης petit
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce téléviseur est grand, mais celui de notre chambre est petit. Αυτή η τηλεόραση είναι μεγάλη, αλλά εκείνη που έχουμε στο δωμάτιό μας είναι μικρή. |
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il utilisa une petite cuillère pour remuer son café. Χρησιμοποίησε ένα μικρό κουτάλι για να ανακατέψει τον καφέ του. |
κοντόςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le garçon était trop petit pour atteindre l'étagère. Το παιδί είναι πολύ κοντό και δεν φτάνει. |
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous pensons faire un petit lancement de produit plutôt qu'une campagne nationale. Σκεφτόμαστε να κάνουμε μια μικρή παρουσίαση του προϊόντος, όχι μια εκστρατεία σε εθνικό επίπεδο. |
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cet investissement n'a rapporté qu'un petit profit ; nous devrions investir ailleurs. Η επένδυση αυτή απέδωσε μόνο μικρό κέρδος. Καλύτερα να επενδύσουμε αλλού. |
μικρόnom masculin Les petits du lion tétaient le lait de leur mère. |
μικρός, μικρότεροςadjectif (plus jeune) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai trois petits frères et une grande sœur. Έχω τρεις μικρούς (or: μικρότερους) αδερφούς και μια μεγάλη αδερφή. |
μικρόσωμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est trop petite pour sortir avec un joueur de basket. Είναι πολύ μικρόσωμη για να βγει με μπασκετμπολίστα, έτσι δεν είναι; |
μικρούλης, μικρούτσικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quel adorable petit chien ! Αχ, τι όμορφο μικρούλικο (or: μικρούτσικο) σκυλάκι! |
σφηνάκιadjectif (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'aimerais un petit cocktail. Ένα κοκτέιλ σε σφηνάκι, παρακαλώ. |
παιδί, παιδάκι(enfant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'heure d'aller au lit est 8 heures pour le petit. |
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il n'y a qu'une petite probabilité de pluie cette après-midi. Υπάρχει μόνο μικρή πιθανότητα βροχής σήμερα το απόγευμα. |
τυχαίοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'était juste un petit (or: modeste) boulanger de campagne mais il était très respecté. |
κουτάβιnom masculin (d'un animal) (σκύλος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ourse a abandonné ses petits dans la forêt. Η μαμά αρκούδα εγκατέλειψε τα μικρά της στο δάσος. |
μικρέ, μικρήnom masculin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
κουτάβι(d'animal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παιδί, παιδάκιadjectif (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand j'étais petit, j'aimais jouer aux billes. |
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je voulais un gros morceau de poulet, mais mes parents m'en ont donné un petit. |
τμηματικός, αποσπασματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai trouvé cette petite coccinelle rampant sur mon livre. |
ασήμαντος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαμηλόςadjectif (fièvre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une petite fièvre est un symptôme habituel de la grippe. |
λιγοστόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Linda mange de petites portions car elle a peur de grossir. |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαθύςadjectif (bouffée) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μωρό(animal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La vache allaitait son petit. Η αγελάδα βύζαξε το μωρό της. |
απόγονος, γόνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le petit du mouton est l'agneau. Les petits de la chatte grandissent. Το μικρό του προβάτου λέγεται αρνάκι. Τα μικρά της γάτας μεγαλώνουν. |
-adjectif (voiture : miniature) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μικροσκοπικός, μικρούλης, μικρούτσικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le petit enfant devait s'asseoir sur un tas de coussins pour être à la hauteur de la table. Το μικρούτσικο παιδάκι έπρεπε να καθίσει πάνω σε μια στοίβα από μαξιλάρια για να μπορέσει να φτάσει το τραπέζι. |
κοντός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μικρόςnom féminin (μέγεθος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μικρός(sans importance) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un petit problème qui ne vaut pas le coup de s'inquiéter. Αυτό είναι μικρό (or: ασήμαντο) πρόβλημα και δεν αξίζει να ασχοληθούμε. |
φίλος, αδερφός(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dis, petit, tu peux venir m'aider pour ça ? Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό; |
μικρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il s'était tordu la cheville et n'avançait qu'à petits pas. |
χαμηλός(objet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le jardin était parsemé de plusieurs petits arbustes. |
εντελώς, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Toi et tes petites habitudes, vous me rendrez folle ! |
μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le riche homme d'affaires n'a donné qu'un petit pourboire au serveur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σε αυτή τη δουλειά έπαιρνα 15 ψωροδολάρια την ημέρα. |
παιδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νεαρός(personne, animal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπόμπιρας(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μικρός(frère, sœur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben a emmené sa petite sœur à l'école. Ο Μπεν πήγε τη μικρή του αδελφή στο σχολείο. |
τρύπαadjectif (bar,...) (μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
λίγος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il reste un petit (or: mince) espoir de retrouver des survivants dans la mine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην απελπίζεσαι, όσο υπάρχει αχτίδα ελπίδας θα συνεχίσουν τις έρευνες. |
ζουζουνάκι(familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φτωχός(salaire) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η Γουέντυ πεινούσε φοβερά πολύ και έτσι απογοητεύτηκε όταν είδε τη τσιγκούνικη μερίδα της τούρτας που της σέρβιραν στο καφέ. |
για ανειδίκευτους εργάτες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les immigrants prennent souvent les boulots subalternes dont personne d'autre ne veut. Οι μετανάστες συχνά κάνουν απαξιωτικές εργασίες τις οποίες κανείς άλλος δεν θέλει. |
αθώος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John voulait simplement jouer un tour innocent à Gary mais Gary s'est fâché très fort. Ο Τζον ήθελε να κάνει μια αθώα πλάκα στον Γκάρυ, αλλά ο Γκάρυ θύμωσε πολύ. |
ψιψίνα(familier : chat) (γάτα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Notre minou est bien vieux maintenant, mais nous l'aimons toujours. Minou, minou ! Viens là ! Η ψιψίνα μας είναι αρκετά μεγάλη σε ηλικία τώρα αλλά την αγαπάμε ακόμη. |
αμυδρός(espoir) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μινιατούρα, μικρογραφία
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a offert à son fils un train miniature pour son anniversaire. Πήρε στον γιο του τρένο μινιατούρα για τα γενέθλιά του. |
μικρό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) L'éléphant regardait autour de lui avec méfiance, protégeant son éléphanteau (or: son petit). |
μικρό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Un nouveau baleineau (or: petit) a été détecté parmi les baleines. |
ήπιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Αντώνης έπαθε ελαφριά πνευμονία και ευτυχώς συνήλθε γρήγορα. |
ασήμαντος, ανούσιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Paul en avait assez des plaintes insignifiantes de Martin. Ο Πωλ κουράστηκε να ακούει τα ασήμαντα παράπονα του Μάρτιν. |
μικροσκοπικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il m'a demandé un minuscule bout de ma glace et en a finalement mangé la moitié ! |
αυταρχικός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Annie est autoritaire et ordonne toujours à ses frères de faire ses tâches ménagères. |
μπισκότο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mes collègues et moi aimons nous offrir des biscuits à Noël. Οι συνάδελφοί μου και εγώ λατρεύουμε να ανταλλάσσουμε μπισκότα για τα Χριστούγεννα. |
εγγονόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le petit-fils d'Hannah prend soin d'elle dans ses vieux jours. Ο εγγονός της Χάνα τη φροντίζει στα γεράματά της. |
κομμάτι, κομματάκι(tissu) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un lambeau de tissu était pris dans le fil barbelé. Ένα κομματάκι υφάσματος είχε πιαστεί πάνω στο συρματόπλεγμα. |
εγγόνι(garçon) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κεκάκι(Cuisine, anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ils ont servi des cupcakes au lieu d'un gâteau d'anniversaire. Σέρβιραν κεκάκια αντί για τούρτα γενεθλίων. |
τουαλέτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les toilettes sont au bout du couloir, troisième porte à gauche. Ο καμπινές είναι σ' εκείνο τον διάδρομο, τρίτη πόρτα αριστερά. |
τυρόγαλαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les légumes cuits dans le petit-lait sont très nutritifs. |
γουρουνάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La truie donna naissance à six porcelets. |
γατούλα, ψιψίνα(familier : chat) (γάτα: τρυφερά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χερουβείμ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Des peintures de figures religieuses et de chérubins décoraient les murs de l'église. |
ποταμάκι(littéraire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρυάκι(littéraire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικρανιψιός, μικρανηψιός(fils de nièce ou neveu) (εγγονός αδερφού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ύπνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εγγόνι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ωλένιο νεύρο(courant, moins précis) (Ανατομία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Je me suis cogné le coude sans faire exprès et j'ai encore des picotements dans le bras. Χτύπησα κατά λάθος το ωλένιο νεύρο και το χέρι μου ακόμη τρέμει. |
γιος του ανιψιού μου, γιος της ανιψιάς μουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τρισέγγονοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δισέγγονοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υποκοριστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συγγενής μικρότερος κατά μία γενιά
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La fille de mon cousin est ma petite-cousine. |
μεσοαστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ατζαμής(ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Avant de laisser quelqu'un s'occuper de tes travaux, assure-toi que ce n'est pas un fumiste. |
χαχάνισμα, χαχανητό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'entendais le rire de papa depuis le couloir. Άκουγα το χαχανητό του πατέρα από τον διάδρομο. |
σκυλάκι(familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un petit toutou poursuivait l'enfant dans le parc. |
γουρουνάκι(familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
όχλος(péjoratif) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cet homme politique avait un profond mépris pour la populace. |
πιασάρικη ατάκα(αργκό) |
παρεισφρέω σε κτ(figuré) (μεταφορικά) Un ton pessimiste s'est insinué dans ces récents romans. |
σιγανό σφύριγμα(φλογέρα) |
επίσκεψη(courte visite) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέατρο(μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Son prétendu calme n'était qu'une apparence. Όλη αυτή η δήθεν ηρεμία της ήταν μια προσποίηση. |
χαλάκι, πατάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικροσκοπικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alice vivait dans un studio minuscule avec à peine assez de place pour marcher autour du lit. Η Άλις ζούσε σε ένα μικροσκοπικό στούντιο στο οποίο μετά βίας υπήρχε χώρος να περπατήσει γύρω από το κρεβάτι της. |
ιδέα, σταλιά(figuré) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il le battit d'un cheveu. |
παππούς, μπάρμπας(familier) (μτφ, πιθανά προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ποτηράκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πειραματικός(Théâtre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alison joue dans une pièce de théâtre marginale. |
-άκιpréfix (υποκοριστικό) Par exemple : petit prince, petit canard |
τυχαίος, ασυνάρτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του petit στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του petit
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.