Τι σημαίνει το où στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης où στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του où στο Γαλλικά.

Η λέξη στο Γαλλικά σημαίνει πού, ή, πού, πού, πού, πού, -, όπου, πού, πού, όπου, στον οποίο, όπου, είτε, ή, τίνι τρόπω, πού, πού περίπου, πού, ο τρόπος με τον οποίο, πού στο καλό, προς τα πού, όπου, και, οπουδήποτε, όπου, ή, ή μάλλον, ή καλύτερα, οπουδήποτε, όπου, από πού, συνεπώς, επομένως, πόθεν, απ' όπου, ή/και, θέση, τάισμα με το ζόρι, εξαναγκαστικό τάϊσμα, πόθεν, εκεί απ' όπου, περίπου, αδερφός, αδελφός, fight-or-flight, κατάλυμα, γιατί, πενήντα-πενήντα, μορφάζω, επιπρόσθετος, πόθεν, αυτός/αυτή, όπου, εκεί όπου, άφθονος, που μπορεί να γεφυρωθεί, αταξίδευτος, διαζευκτικός, ετεροθαλής, ελάχιστα ή καθόλου, ωφέλιμος για όλους, πολύ κοντά στην αλήθεια, κάθε λίγους, κάθε μερικούς, εναλλακτικά, κάποτε, οπουδήποτε, κάπως, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, ή αλλιώς, ή εναλλακτικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αργά ή γρήγορα, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, εκείνη την εποχή, τότε, βρέξει χιονίσει, για οποιονδήποτε λόγο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λίγο πολύ, σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή, παντού, οπουδήποτε, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, οπουδήποτε, ή παραπάνω, ή περισσότερο, βρέξει χιονίσει, είμαι δεν είμαι έτοιμος, οπουδήποτε, είτε έτσι είτε αλλιώς, ή πιο συγκεκριμένα, οπουδήποτε, για την περίπτωση που, σε περίπτωση που, σε περίπτωση που, σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο, στο βαθμό που, στο μέτρο που, στο βαθμό που, στο μέτρο που, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, ζήτημα ζωής και θανάτου, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, για ψύλλου πήδημα, πόσο μακριά, σε περίπτωση που. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης où

πού

adverbe (lieu)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Où sont mes clés ? Où sommes-nous ?
Πού είναι τα κλειδιά μου; Που βρισκόμαστε;

ή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Voulez-vous la verte ou la bleue ?
Θέλεις το πράσινο ή το μπλε;

πού

adverbe (direction)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Où va-t-il ?
Πού πηγαίνει;

πού

adverbe (source)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Où avez-vous entendu cette rumeur ?
Πού άκουσες αυτές τις φήμες;

πού

adverbe (but)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Où veux-tu en venir avec cet argument ?
Πού οδηγεί αυτό το επιχείρημα;

πού

adverbe (situation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Où en sommes-nous avec ce changement ?
Πού βρισκόμαστε με αυτή η αλλαγή;

-

conjonction (à peu près) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je serai de retour dans 2 ou 3 minutes.
Επιστρέφω σε δυο-τρία λεπτά.

όπου

conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce bar se trouve à Madrid, où nous avons passé deux heureuses semaines.
Αυτό το μπαρ είναι στη Μαδρίτη, όπου περάσαμε δύο ευτυχισμένες εβδομάδες.

πού

conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Donc, où en sommes-nous de ce projet ?

πού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Où allons-nous ce soir ?

όπου

conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu peux aller où tu veux.

στον οποίο

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le rugby est un sport où l'on peut se blesser gravement si l'on ne fait pas attention.

όπου

conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'irai où (or: là où) tu voudras.
Θα πάω όπου αποφασίσεις.

είτε, ή

(corrélatif)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Vous devriez soit l'appeler soit lui envoyer un e-mail.
Θα έπρεπε είτε να του τηλεφωνήσεις είτε να του στείλεις ένα email.

τίνι τρόπω

(αρχαϊκός τύπος, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πού

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La décision pour savoir où et quand attaquer l'ennemi serait crucial.

πού περίπου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Où as-tu dit que tu séjournais exactement ?
Σε ποια περιοχή είπαμε ότι έμενες;

πού

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Où est le cuisinier ?

ο τρόπος με τον οποίο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ils m'ont expliqué où j'avais tort.

πού στο καλό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προς τα πού

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Où va le bateau ?

όπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Retournez dans la ville où vous habitez.

και

conjonction (alternative)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il faut que je choisisse entre marcher ou conduire.
Πρέπει να διαλέξω μεταξύ του να πάω με τα πόδια και του να οδηγήσω.

οπουδήποτε, όπου

conjonction

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je te suivrai où que tu ailles (or: partout où tu iras).
Οπουδήποτε (or: Όπου) κι αν πας, θα σε ακολουθήσω.

ή

conjonction (plusieurs noms)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Les îles sont connues sous le nom de Malouines, ou encore Las Islas Malvinas.
Τα νησιά είναι γνωστά ως Νήσοι Φώκλαντ ή Νήσοι Μαλβίνες.

ή μάλλον, ή καλύτερα

conjonction (précision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'aime pas le café. Ou alors, seulement quand il est très léger.
Δεν μου αρέσει ο καφές. Η μάλλον μου αρέσει, αλλά μόνο όταν είναι πολύ ελαφρύς.

οπουδήποτε, όπου

conjonction

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Où que nous allions en vacances, il pleut toujours.

από πού

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'où venais-tu ?
Από πού ήρθες;

συνεπώς, επομένως

conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu as des lacunes en grammaire, d'où la mauvaise note que je t'ai attribuée.
Έχεις αδυναμία στη γραμματική, εξ ου και ο χαμηλός βαθμός που σου έβαλα.

πόθεν

locution adverbiale (ξεπερασμένο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le roi a demandé à savoir d'où le messager était venu.

απ' όπου

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ή/και

conjonction

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La police recherche des informations pour déterminer son emplacement.
Η αστυνομία ζητά πληροφορίες για το πού βρίσκεται ο δράστης.

τάισμα με το ζόρι, εξαναγκαστικό τάϊσμα

(Médecine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πόθεν

locution adverbiale (ξεπερασμένο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dis moi, pieux chevalier, d'où venait ta bonne fortune ?

εκεί απ' όπου

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ma nouvelle voiture m'a coûté 9000 € environ.

αδερφός, αδελφός

(homme seulement) (ανάλογα με το φύλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

fight-or-flight

(Psychologue : réponse)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κατάλυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fred a offert des chambres à ses amis pour la nuit.

γιατί

locution conjonction (ερωτηματικό)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je viens vous dire adieu, d'où ma tenue de cavalière.

πενήντα-πενήντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le résultat de l'élection est incertain.

μορφάζω

(embarras) (από ντροπή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle grimaça et dit : "Je suis vraiment désolée : j'ai complètement oublié."
Μόρφασε και είπε, «Ζητώ συγγνώμη, το ξέχασα τελείως!»

επιπρόσθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous allons avoir besoin de personnel supplémentaire pour terminer ce projet. Un avantage supplémentaire du nouveau four est qu'il est auto-nettoyant.
Θα χρειαστεί να προσλάβουμε και άλλο προσωπικό για να τελειώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

πόθεν

locution conjonction (ξεπερασμένο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle était originaire d'Italie, d'où ses vêtements aux couleurs gaies.

αυτός/αυτή

(par défaut) (γραπτό: όταν δεν ξέρω το φύλο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lorsque votre bébé pleure, c'est parfois parce qu'il a faim.

όπου, εκεί όπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Où est (or: Où se trouve) la gare la plus proche pour aller vers le nord ?

άφθονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a beaucoup de preuves qui défendent la théorie de l'évolution.
Υπάρχουν άφθονες αποδείξεις που υποστηρίζουν τη θεωρία της εξέλιξης.

που μπορεί να γεφυρωθεί

locution adverbiale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αταξίδευτος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαζευκτικός

locution adjectivale (με δύο επιλογές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le problème est souvent présenté comme une proposition où il n'y a que deux choix possibles : soit on accepte avec enthousiasme la technologie, soit on est en retard sur son temps.
Το θέμα διατυπώνεται, συχνά, ως διαζευκτική επιλογή: είτε αποδέχεσαι πρόθυμα κάθε είδους τεχνολογία είτε είσαι παλιομοδίτης.

ετεροθαλής

adjectif (soutenu)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάχιστα ή καθόλου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comme je n'ai pas révisé, il y a peu ou pas de chance que je réussisse l'examen.

ωφέλιμος για όλους

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ κοντά στην αλήθεια

locution verbale (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάθε λίγους, κάθε μερικούς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mon frère, qui vit à 320 km, nous rend visite toutes les deux ou trois semaines.

εναλλακτικά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Shelby doit étudier plus. Ou sinon, elle pourrait prendre un professeur particulier.

κάποτε

(στο μέλλον)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Un jour, les gens pourront vivre sur des planètes lointaines.
Κάποτε οι άνθρωποι μπορεί να ζουν σε μακρινούς πλανήτες.

οπουδήποτε

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ή αλλιώς, ή εναλλακτικά

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Choisissez du jambon et des œufs, ou bien du jambon et du fromage.
Επίλεξε ζαμπόν και αυγά ή αλλιώς ζαμπόν και τυρί.

με τον ένα ή τον άλλο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jan a étudié la paroi de la falaise, déterminé à l'escalader d'une manière ou d'une autre.

αργά ή γρήγορα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ne m'a pas encore rappelée mais je sais que, tôt ou tard, il me donnera de ses nouvelles.

οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

locution conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À l'époque où les dinosaures régnaient, il n'y avait pas d'Hommes.

εκείνη την εποχή, τότε

conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βρέξει χιονίσει

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qu'il pleuve ou qu'il vente, nous irons à la plage demain !

για οποιονδήποτε λόγο

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον έναν ή τον άλλο τρόπο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'aimerais bien l'aider d'une façon ou d'une autre, parce qu'il mérite de réussir.

λίγο πολύ

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je me suis plus ou moins décidé à retarder d'un an mon entrée à l'université.
Έχω λίγο πολύ αποφασίσει να αναβάλω τις σπουδές για έναν χρόνο.

σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παντού, οπουδήποτε

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάποια στιγμή, σε κάποια φάση

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
À un moment, nous devrons décider s'il vaut la peine de poursuivre ce projet.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο.

οπουδήποτε

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ή παραπάνω, ή περισσότερο

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρέξει χιονίσει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι δεν είμαι έτοιμος

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prêt ou pas prêt, c'est aujourd'hui que je dois passer mon examen final.

οπουδήποτε

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

είτε έτσι είτε αλλιώς

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ή πιο συγκεκριμένα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οπουδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'aventurier était déterminé à réussir, où qu'il voyageât.

για την περίπτωση που, σε περίπτωση που

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prends un parapluie au cas où il pleuvrait.
Καλό θα ήταν να πάρεις μια ομπρέλα, σε περίπτωση που βρέξει.

σε περίπτωση που

locution conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prends ton parapluie, au cas où il pleuvrait.
Πάρε την ομπρέλα σου σε περίπτωση που βρέξει.

σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο βαθμό που, στο μέτρο που

locution conjonction

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ils étaient rivaux dans la mesure où ils avaient tous deux publié des travaux sur le sujet. // Les règles, dans la mesure où elles existent, sont généralement ignorées.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν αντίπαλοι στο βαθμό που είχαν εκδώσει και οι δύο εργασίες στο ίδιο θέμα. Οι κανόνες - στο βαθμό που υπάρχουν - γενικά αγνοούνται.

στο βαθμό που, στο μέτρο που

locution conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les deux idées, dans la mesure où elles peuvent être appelées « idées », sont toutes aussi absurdes l'une que l'autre.

ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous irons au match qu'il pleuve ou non.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα πάμε στον αγώνα έτσι κι αλλιώς, βρέξει δεν βρέξει.

ζήτημα ζωής και θανάτου

(κρίσιμη κατάσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ça passe ou ça casse pour notre équipe aujourd'hui.

τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για ψύλλου πήδημα

(pleurer, se plaindre,...)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette fille est tellement sensible qu'elle se met à pleurer pour un oui ou pour un non.

πόσο μακριά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À quelle distance se trouve la station essence la plus proche ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πόσο μακριά είναι το κοντινότερο βενζινάδικο από εδώ;

σε περίπτωση που

locution conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prends ton parapluie, au cas où il pleuvrait.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του où

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.