Τι σημαίνει το chambre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chambre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chambre στο Γαλλικά.
Η λέξη chambre στο Γαλλικά σημαίνει αίθουσα συνεδριάσεων, γραφείο, δωμάτιο, υπνοδωμάτιο, δωμάτιο, δωμάτιο, επιμελητήριο, κρεβατοκάμαρα, κάμαρα, κάμαρη, κρεβατοκάμαρα, κατάλυμα, αίθουσα, νομοθετικό σώμα, υπνοδωμάτιο, κοροϊδεύω, κοροϊδεύω, ρόμπα, ελεύθερος, κενός, γκαρσονιέρα, κατάβαση με σαμπρέλα, κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι, καμαριέρα, σκοτεινός θάλαμος, δωμάτιο ασθενούς, υπηρέτρια, γραφείο συμψηφισμού, μετακαυστήρας, δωμάτιο επισκεπτών, πειραχτήρι, θησαυροφυλάκιο, εμπορικό επιμελητήριο, θάλαμος αερίων, ξενώνας, Βουλή των Κοινοτήτων, Βουλή των Λόρδων, Βουλή των Αντιπροσώπων, κύριο υπνοδωμάτιο, bed and breakfast, Β&Β, οργανισμός εμπορίου, μουσική δωματίου, ορχήστρα μουσικής δωματίου, καθαρό δωμάτιο, θάλαμος αερίων, στούντιο, δωμάτιο ξενοδοχείου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σαμπρέλα ελαστικού, δωμάτιο ψυχιατρείου με μαλακή επένδυση στους τοίχους, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων, ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας, διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, ρόμπα, μονόκλινο δωμάτιο, δίκλινο δωμάτιο, χρηματοκιβώτιο τράπεζας, θάλαμος ανάπτυξης, ψητή πατάτα με τη φλούδα, συνεργείο καθαρισμού, σετ επισκευής ελαστικών, καμαριέρα, αριθμός δωματίου, μονόκλινο δωμάτιο, δίκλινο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και ιδιωτικό μπάνιο, θάλαμος καύσης, ξενώνας, κατάλυμα τύπου bed and breakfast, δωμάτιο νοσοκομείου, θησαυροφυλάκιο, νεκρικός θάλαμος, Βουλή των Κοινοτήτων, βρεφικό δωμάτιο, μωρουδιακό δωμάτιο, θησαυροφυλάκιο, καμαριέρα, συνθήκες πίεσης, Βουλή των Αντιπροσώπων, συγκάτοικος, μίσθωση ενός μόνο δωματίου έχοντας κοινό μπάνιο και κουζίνα με άλλους ενοίκους, Βουλή των Κοινοτήτων, κλείνω ραντεβού, ρόμπα, σαμπρέλα, τσεκ άουτ, checkout, Πρόεδρος, για αποχώρηση, κάτω βουλή, μονόκλινο δωμάτιο, του καναπέ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chambre
αίθουσα συνεδριάσεωνnom féminin (assemblée) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γραφείοnom féminin (Droit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δωμάτιο, υπνοδωμάτιοnom féminin (προσωπικός χώρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vieil homme se retira dans sa chambre. Ο ηλικιωμένος άνδρας απεσύρθη στο υπνοδωμάτιό του. |
δωμάτιοnom féminin (hôtel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Allô, avez-vous une chambre disponible pour ce week-end ? Γεια σας, έχετε διαθέσιμα δωμάτια γι' αυτό το Σαββατοκύριακο; |
δωμάτιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il partit lire dans sa chambre. |
επιμελητήριοnom féminin (association) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρεβατοκάμαραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle dormait dans sa chambre. Κοιμήθηκε στο δωμάτιό της. |
κάμαρα, κάμαρηnom féminin (παλαιότερος τύπος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jess espère attirer Tony dans sa chambre. |
κρεβατοκάμαραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάλυμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fred a offert des chambres à ses amis pour la nuit. |
αίθουσαnom féminin (Politique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le Parlement britannique se réunit dans la Chambre des communes. |
νομοθετικό σώμαnom féminin (Politique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La plupart des parlements ont une chambre haute et une chambre basse. |
υπνοδωμάτιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρόμπα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oliver a enfilé un peignoir (or: une robe de chambre) par-dessus son pyjama avant d'aller ouvrir la porte. Ο Όλιβερ φόρεσε μια ρόμπα πάνω από τις πιτζάμες του προτού ανοίξει την πόρτα. |
ελεύθερος, κενός(χώρος, δωμάτιο, θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a encore de la place dans ce cours si vous voulez vous y inscrire. |
γκαρσονιέρα(appartement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand j'ai quitté la maison familiale à 16 ans, je pouvais seulement me permettre de louer un petit studio à Londres. |
κατάβαση με σαμπρέλα(anglicisme) (στο χιόνι) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καμαριέραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Betsy était employée au manoir en tant que femme de chambre. |
σκοτεινός θάλαμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δωμάτιο ασθενούςnom féminin (maison) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπηρέτρια(vieilli) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραφείο συμψηφισμούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μετακαυστήραςnom féminin (μηχανολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δωμάτιο επισκεπτώνnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) J'ai installé mes beaux-parents dans la chambre d'amis. |
πειραχτήρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θησαυροφυλάκιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπορικό επιμελητήριοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La chambre de commerce locale se réunit le premier mardi du mois. |
θάλαμος αερίωνnom féminin (εκτέλεσε) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Les moyens d'exécution incluent la chambre à gaz et la chaise électrique. |
ξενώναςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Notre chambre d'amis fait aussi office de bureau. |
Βουλή των Κοινοτήτωνnom féminin (Politique britannique) (Ηνωμένο Βασίλειο) Le député du North Durham a mené le débat à la Chambre des communes. |
Βουλή των Λόρδωνnom féminin (Politique britannique) (Ηνωμένο Βασίλειο) Le parti travailliste compte remplacer la Chambre des Lords par un sénat élu. |
Βουλή των Αντιπροσώπωνnom féminin (Politique américaine) |
κύριο υπνοδωμάτιο
Normalement, les parents dorment dans la grande chambre. |
bed and breakfast, Β&Β(anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Je préfère aller dans des bed and breakfasts plutôt que dans de gros hôtels. Προτιμώ να μείνω σε ένα B&B, αντί για ένα μεγάλο ξενοδοχείο. |
οργανισμός εμπορίουnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μουσική δωματίουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορχήστρα μουσικής δωματίουnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρό δωμάτιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θάλαμος αερίωνnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στούντιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δωμάτιο ξενοδοχείουnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est une chambre d'hôtel spacieuse. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin (Politique américaine) |
σαμπρέλα ελαστικούnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Certains cyclistes ont une chambre à air de secours en cas de crevaison. |
δωμάτιο ψυχιατρείου με μαλακή επένδυση στους τοίχουςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin (Politique) |
μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je vais faire le lit dans la chambre d'appoint pour toi. Θα σου στρώσω το κρεβάτι στο δωμάτιο των φιλοξενούμενων. |
ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les invités de la soirée ont mis leurs manteaux dans la chambre d'amis. |
διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'aimerais réserver une chambre double pour trois nuits. |
ρόμπαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μονόκλινο δωμάτιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dans cet hôtel, les chambres pour une personne ne sont guère plus larges que les lits qu'elles contiennent. Je voudrais réserver une chambre pour une personne, s'il vous plaît. Τα μονόκλινα δωμάτια εδώ δεν είναι μεγαλύτερα από τα κρεβάτια που διαθέτουν. Θα ήθελα να κάνω κράτηση για ένα μονόκλινο δωμάτιο με μπάνιο, παρακαλώ. |
δίκλινο δωμάτιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous avions réservé une chambre à deux lits et je n'ai donc pas été satisfait quand on nous a donné une chambre double. |
χρηματοκιβώτιο τράπεζαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θάλαμος ανάπτυξηςnom féminin (équipement de laboratoire) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ψητή πατάτα με τη φλούδαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On peut avoir de nombreuses sortes de garnitures différentes sur les pommes de terre en robe des champs, mais je conseille le fromage et les champignons. |
συνεργείο καθαρισμούnom masculin (hôtellerie) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σετ επισκευής ελαστικώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καμαριέραnom féminin (γυναίκα υπάλληλλος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αριθμός δωματίουnom masculin (σε ξενοδοχείο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μονόκλινο δωμάτιοnom féminin J'ai réservé une chambre individuelle pour la nuit du 15 novembre. |
δίκλινο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και ιδιωτικό μπάνιοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θάλαμος καύσηςnom féminin (Aéronautique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ξενώνας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κατάλυμα τύπου bed and breakfast(anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δωμάτιο νοσοκομείουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θησαυροφυλάκιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νεκρικός θάλαμοςnom féminin |
Βουλή των Κοινοτήτωνnom féminin (Royaume-Uni) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρεφικό δωμάτιο, μωρουδιακό δωμάτιο
Pendant que papa et maman dînent, le bébé dort dans la chambre d'enfant. Ενώ η μαμά και ο μπαμπάς τρώνε βραδινό, το μωρό κοιμάται στο παιδικό δωμάτιο. |
θησαυροφυλάκιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le directeur de la banque a déverrouillé la chambre forte. Ο διευθυντής της τράπεζας ξεκλείδωσε το θησαυροφυλάκιο. |
καμαριέραnom féminin (hôtellerie) (γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kyle a travaillé comme femme de chambre dans un hôtel avant d'obtenir son poste actuel. Ο Κάιλ δούλευε ως καμαριέρης σε ένα ξενοδοχείο πριν πιάσει την τωρινή του δουλειά. |
συνθήκες πίεσηςnom féminin (Physique) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Βουλή των Αντιπροσώπωνnom féminin |
συγκάτοικοςnom masculin et féminin (κοινό δωμάτιο) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Susan ne peut pas se permettre une chambre simple dans la résidence de son université mais elle s'entend bien avec sa camarade de chambre, alors ça ne la dérange pas de partager. Η Σούζαν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσει δικό της δωμάτιο στην εστία του πανεπιστημίου, αλλά τα πηγαίνει καλά με τη συγκάτοικό της και γι' αυτό δεν την πειράζει να μοιράζεται μαζί της το δωμάτιο. |
μίσθωση ενός μόνο δωματίου έχοντας κοινό μπάνιο και κουζίνα με άλλους ενοίκους(équivalent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Βουλή των Κοινοτήτωνnom féminin (Politique britannique) (Ηνωμένο Βασίλειο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλείνω ραντεβού(dans un hôtel) (σε κάποιον, για κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je vous ai réservé une chambre au Carlton pour le 6 et 7 janvier. |
ρόμπαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Réveillé par un bruit, M. Jones bondit hors de son lit et mit sa robe de chambre. |
σαμπρέλαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faut gonfler la chambre à air pour que les pneus atteignent la bonne pression. |
τσεκ άουτ, checkoutlocution verbale (σε ξενοδοχείο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il faut libérer sa chambre à 11 h. Το τσεκ άουτ είναι στις 11 πμ. |
Πρόεδρος(Politique britannique) (π.χ. της Βουλής) Le Président de la Chambre des communes a rappelé le Parlement pour discuter d'un sujet urgent. Ο Πρόεδρος ανακάλεσε το κοινοβούλιο για να συζητήσουν ένα επείγον θέμα. |
για αποχώρησηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous avez jusqu'à midi pour libérer la chambre. |
κάτω βουλήnom féminin (Politique) |
μονόκλινο δωμάτιοnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il voyageait seul donc il n'avait qu'une chambre pour une personne. |
του καναπέlocution adjectivale (figuré : sans expérience) (μτφ, μειωτικό, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les historiens de salon critiquent souvent les décisions prises par d'anciens leaders sans vraiment comprendre le contexte de l'époque. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chambre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του chambre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.