Τι σημαίνει το mince στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mince στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mince στο Γαλλικά.
Η λέξη mince στο Γαλλικά σημαίνει αδύνατος, λεπτός, Να πάρει!, στενός, λεπτός, αδύνατος, περιορισμένος, λεπτός, αδύνατος, διάολε!, γαμώτο!, στενός, αδύνατος, να πάρει!, αμάν!, όφου!, αχού, ωχού!, λεπτός, αδύνατος, Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!, μικρός, λεπτός, αμάν, έλεος, λεπτός, αδύνατος, φτου, κρίμα, γαμώτο!, αδύνατος, λεπτός, κρίμα, αμυδρός, Θεέ μου!, λίγος, αδύνατος, λεπτός, φτου, να πάρει, που να πάρει, αδυνατίζω, πολύ αδύνατος, πολύ λεπτός, ψηλόλιγνος, γαμώτο, αμάν!, μπράβο, ώπα, αμάν, αμάν, να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Ωχ!, Πω-πω!, Πω πω!, πωπώ, Να πάρει!, Που να πάρει!, δύσκολη υπόθεση, μάταιη ελπίδα, φρούδα ελπίδα, μικρή διαφορά, δείχνω αδύνατος, φαίνομαι αδύνατος, λεπτότερος, ο πιο λεπτός, ο πιο αδύνατος, Να πάρει!, Φτου!, πανάθεμά σε!, αμάν!, πολύ λεπτός, πω πω, Φτου!, Ω, Θεέ μου!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mince
αδύνατος, λεπτόςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La fille mince put facilement traverser la foule. Το κορίτσι ήταν αδύνατο (or: λεπτό) και δεν δυσκολευόταν να περάσει μέσα απ' το πλήθος. |
Να πάρει!(familier) (καθομιλουμένη) Mince ! Je viens de renverser mon café par terre. Να πάρει! Μόλις έχυσα τον καφέ μου στο πάτωμα! |
στενόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le cadeau était attaché avec une fine bande de raphia. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα χρειαστώ μια στενή λωρίδα υφάσματος για να τελειώσω τη φούστα. |
λεπτός, αδύνατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gail est mince. Ο Γκάιλ είναι αδύνατος (or: λεπτός). |
περιορισμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ses intérêts sont minces, se limitant à la science et à la logique. Τα ενδιαφέροντά της είναι περιορισμένα στις επιστήμες και τη λογική. |
λεπτός, αδύνατοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Harriet est grande et mince. Η Χάριετ ήταν ψηλή και αδύνατη. |
διάολε!, γαμώτο!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Zut ! Je n'ai même pas eu le temps de me préparer ! Γαμώτο! Δεν είχα χρόνο να προετοιμαστώ. |
στενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Au coin de la rue se trouvait un bâtiment élancé. Το στενό κτίριο βρισκόταν στη γωνία του δρόμου. |
αδύνατοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
να πάρει!(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oh, mince alors ! J'ai oublié ton livre. Ω, να πάρει! Ξέχασα το βιβλίο σου. |
αμάν!, όφου!, αχού, ωχού!(familier) (ενόχληση) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
λεπτός, αδύνατος(θετική έννοια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!(très familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Merde ! J'ai oublié mes clés ! Να πάρει! Ξέχασα τα κλειδιά μου. |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λεπτόςadjectif (άνθρωπος, σώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Μαρία είναι λυγερόκορμη. |
αμάν, έλεος(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
λεπτός, αδύνατοςadjectif (corps, personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bill a soulevé Mary, qui était menue et ne pesait presque rien. Ο Μπιλ σήκωσε τη Μαίρη, η οποία ήταν λεπτή και δεν ζύγιζε σχεδόν τίποτα. |
φτου(un peu familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Zut ! J'ai oublié mon portefeuille. Γαμώτο! Ξέχασα το πορτοφόλι μου. |
κρίμα(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu n'as pas été accepté à Oxford ? La poisse ! Δεν μπήκες στην Οξφόρδη; Κρίμα! |
γαμώτο!(un peu familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αδύνατος, λεπτόςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa fine silhouette se détachait dans les rayons du soleil. Ο ήλιος διαγράφει την αδύνατη (or: λιγνή) της φιγούρα. |
κρίμαinterjection (un peu familier : surprise, énervement) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αμυδρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il reste un vague (or: mince) espoir que tu obtiennes le poste mais aux vues de l'entretien, cela m'étonnerait. Υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα να πάρεις τη δουλειά, όμως δεν νομίζω ότι είναι πιθανό γιατί τα πήγες άσχημα στη συνέντευξη. |
Θεέ μου!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mon dieu ! J'ai oublié d'éteindre le four. |
λίγος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il reste un petit (or: mince) espoir de retrouver des survivants dans la mine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην απελπίζεσαι, όσο υπάρχει αχτίδα ελπίδας θα συνεχίσουν τις έρευνες. |
αδύνατος, λεπτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Harriet est une femme svelte, probablement parce qu'elle mange sainement et fait beaucoup d'exercice. Η Χάριετ είναι μια λεπτή γυναίκα, μάλλον επειδή τρώει υγιεινά και γυμνάζεται πολύ. |
φτου(familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Zut ! J'ai oublié son anniversaire ! Φτου, να πάρει! Ξέχασα τα γενέθλιά του! |
να πάρει, που να πάρειinterjection (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Να πάρει! Έχασα τα κλειδιά μου. |
αδυνατίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πολύ αδύνατος, πολύ λεπτός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψηλόλιγνοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαμώτο(vulgaire) (καθομ, υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αμάν!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça alors ! Tu l'as eue où, cette voiture ? |
μπράβο, ώπα, αμάνinterjection (αργκό, ευφημισμός-υποδηλώνει έκπληξη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αμάν(familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή(un peu familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Να πάρει! Χτύπησα ξανά το γόνατό μου στο θρανίο! |
Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça alors ! Mais c'est quoi ce diamant que tu as au doigt ? |
Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Ωχ!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mince ! ça fait deux jours que j'ai mis ce pull à sécher et il est encore humide. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ωχ! Μου έπεσε ο φακός επαφής στην αποχέτευση! |
Πω-πω!, Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
πωπώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Να πάρει!, Που να πάρει!interjection (un peu familier) |
δύσκολη υπόθεση
Traduire 300 pages de texte juridique en trois jours ? C'est un défi de taille. |
μάταιη ελπίδα, φρούδα ελπίδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ses parents ont encore un faible espoir qu'elle soit encore en vie. |
μικρή διαφοράnom masculin (figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'y a qu'un pas entre le génie et la folie. |
δείχνω αδύνατος, φαίνομαι αδύνατοςverbe transitif (εγώ ο ίδιος) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Elle porte des robes noires cintrées qui la rendent plus mince. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτή η φούστα σε κόβει πολύ, δείχνεις σαν να έχεις χάσει 5 κιλά. |
λεπτότεροςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alex est plus mince que Breanna. |
ο πιο λεπτός, ο πιο αδύνατοςadjectif (personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La plus mince du groupe était une rouquine. |
Να πάρει!, Φτου!(un peu familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mary se cogna l'orteil. "Mince !", cria-t-elle. Η Μαίρη χτύπησε το δάχτυλο του ποδιού της. Να πάρει!, Φτου! αναφώνησε. |
πανάθεμά σε!(familier) (σε άτομο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Maudite mouche ! Αναθεματισμένη παλιόμυγα! |
αμάν!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
πολύ λεπτός
|
πω πω
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mince alors ! Je me demande bien ce qui s'est passé. Θεούλη μου, δεν ξέρω τι συνέβη. |
Φτου!interjection |
Ω, Θεέ μου!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mince στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mince
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.