Τι σημαίνει το mer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mer στο Γαλλικά.
Η λέξη mer στο Γαλλικά σημαίνει θάλασσα, θάλασσα, θαλάσσιος, θάλασσα, νερά, ωκεανός, θαλάσσιος, ποντοπόρος, αλμυρός, αρμυρός, θαλάσσιος, όρμος, κολπίσκος, παραλιακός πεζοδρόμος, σήπιο, αχινός, Τετ, Τετ., κατεβάζω, στην παραλία, ακτή ωκεανού, από τη θάλασσα, παραλιακός πεζόδρομος, παραθαλάσσιος, αχινός, ναυτικός, που έχει ναυτία, προς τη θάλασσα, ποντοπόρος, ωκεανοπόρος, ξεβρασμένος, που χάθηκε στη θάλασσα, στην θάλασσα, στην ανοιχτή θάλασσα, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, άνθρωπος στη θάλασσα, θαλασσινά, αστερίας, ναυτία, ακτή, λιμάνι, παραλία, ακτή, αιγιαλίτιδα ζώνη, παραλία, ακτή, ανεμώνη της θάλασσας, μπάρμπεκιου με θαλασσινά, αιγιαλός, ακτή, παραλία ωκεανού, θαλασσινό νερό, όριο πλημμυρίδας, έμπειρος ναυτικός, αεροναυτική διάσωση, κηδεία στην θάλασσα, ναυτικό δίκαιο, θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια, ναύτης, Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσα, αγριεμένη θάλασσα, αγριεμένη θάλασσα, αλατόνερο, θαλασσόλυκος, βύδρα, ενυδρίδα, θαλασσινό αλάτι, Καραϊβική Θάλασσα, στάθμη της θάλασσας, εξοχικό, βλήμα επί πλοίου, σπρέι αλατούχου διαλύματος, θαλάσσια ανεμώνη, γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλο, θέα της θάλασσας, εστιατόριο με θαλασσινά, Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Νότια Σινική Θάλασσα, Κίτρινη Θάλασσα, Μεσόγειος Θάλασσα, Βόρεια θάλασσα, Αιγαίο πέλαγος, Αιγαίο Πέλαγος, Ερυθρά Θάλασσα, αλιώτιδα, αλιωτίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mer
θάλασσαnom féminin (μικρότερη από ωκεανό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La Méditerranée est une mer, pas un océan. Η Μεσόγειος είναι θάλασσα, όχι ωκεανός. |
θάλασσαnom féminin (όγκος αλμυρού νερού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mer abrite des milliers d'espèces différentes de poissons. Η θάλασσα φιλοξενεί χιλιάδες διαφορετικά είδη ψαριών. |
θαλάσσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θάλασσαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le navire glissait sur la mer calme. |
νερά(marée) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'eau monte. Il faut déplacer nos serviettes de plage. |
ωκεανός(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dans certaines régions de l'Ohio, tout ce que tu peux voir, c'est un océan de maïs. |
θαλάσσιοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La tortue de mer vient sur la plage pour s'accoupler. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην πιεις θαλασσινό νερό! |
ποντοπόρος(ασυνήθιστο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλμυρός, αρμυρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θαλάσσιος(μεταφορές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όρμος, κολπίσκος(sur la côte) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le bateau s'est réfugié dans une petit crique pour éviter la tempête. Το πλοίο έριξε άγκυρα σε έναν μικρό όρμο για να αποφύγει την καταιγίδα. |
παραλιακός πεζοδρόμος(en front de mer) (για πεζούς) Nous avons marché sur la promenade (or: sur le front de mer) au coucher du soleil. |
σήπιο(χημεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αχινός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il a marché sur un oursin et les épines se sont enfoncées dans son pied. |
Τετ, Τετ.abréviation (mercredi) (συντομογραφία) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Maria écrivit une note : "Mer. 12 h 30, déj. avec Jean". |
κατεβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a descendu le carton de l'étagère. Κατέβασε το κουτί από το ράφι. |
στην παραλία, ακτή ωκεανού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
από τη θάλασσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραλιακός πεζόδρομος(en front de mer) Ça te dirait de te promener le long du front de mer avant le thé ? |
παραθαλάσσιος(station, ville) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous avons passé un charmant week-end dans une station balnéaire. Μείναμε μια υπέροχη εβδομάδα σε μια παραθαλάσσια πόλη. |
αχινός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si vous pataugez dans la mer, mettez des chaussures aquatiques pour protéger vos pieds des oursins. |
ναυτικός
Le pub près du quai était rempli de marins. |
που έχει ναυτία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Evelyn a eu le mal de mer sur le bateau. |
προς τη θάλασσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποντοπόρος, ωκεανοπόροςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεβρασμένοςlocution adjectivale (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les enfants ont décoré leur château de sable avec des coquillages et des bouts d'algues rejetés par la mer. |
που χάθηκε στη θάλασσαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην θάλασσαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le vieux marin aime à raconter ses aventures en mer. |
στην ανοιχτή θάλασσαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάνω από την επιφάνεια της θάλασσαςadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άνθρωπος στη θάλασσαinterjection (έκκληση βοήθειας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un homme à la mer ! Lancez-lui un gilet de sauvetage avant que les requins ne l'atteignent ! |
θαλασσινά(strictement parlant) Στον Ρόμπερτ αρέσουν τα θαλασσινά. |
αστερίαςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous avons vu différentes sortes d'étoiles de mer sur la plage. Είδαμε διάφορα είδη από αστερίες στην παραλία. |
ναυτίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακτή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λιμάνιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παραλίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακτή, αιγιαλίτιδα ζώνηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραλία, ακτήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le front de mer est défiguré par des hôtels modernes. |
ανεμώνη της θάλασσαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μπάρμπεκιου με θαλασσινάnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αιγιαλόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ακτή, παραλία ωκεανούnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θαλασσινό νερόnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
όριο πλημμυρίδαςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έμπειρος ναυτικός
|
αεροναυτική διάσωσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κηδεία στην θάλασσαnom féminin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ναυτικό δίκαιοnom masculin (Droit) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδιαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ναύτηςnom masculin (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσαnom propre féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγριεμένη θάλασσαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mer agitée l'a empêché de partir de Capri pour rentrer à Naples. |
αγριεμένη θάλασσαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mer agitée rendait malade même les marins les plus aguerris. Η αγριεμένη θάλασσα έκανε ακόμη και τους σκληραγωγημένους ναυτικούς να νιώθουν ναυτία. |
αλατόνερο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dans la baie de Chesapeake, l'eau douce des rivières se mélange à l'eau salée de l'océan. On ne retrouve ce poisson qu'en eau salée. |
θαλασσόλυκοςnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βύδρα, ενυδρίδαnom féminin (θαλάσσιο ζώο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De facétieuses loutres de mer se donnent en spectacle à l'aquarium public aux heures de repas. |
θαλασσινό αλάτιnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je cuisine toujours avec du sel de mer. |
Καραϊβική Θάλασσαnom propre féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai profité d'une croisière sur la mer des Caraïbes, à visiter Porto Rico, la Barbade et les Îles Vierges américaines. |
στάθμη της θάλασσαςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un tiers des Pays-Bas se trouve au niveau voire en dessous du niveau de la mer. Le réchauffement climatique provoque la montée du niveau de la mer à l'échelle mondiale. Το ένα τρίτο της Ολλανδίας είναι στη στάθμη της θάλασσας ή κάτω από αυτή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την αύξηση της στάθμης της θάλασσας παγκοσμίως. |
εξοχικόnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle m'a invité à passer une semaine dans sa maison au bord de la mer. |
βλήμα επί πλοίουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπρέι αλατούχου διαλύματοςnom masculin (αποσυμφόρηση μύτης) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θαλάσσια ανεμώνηnom féminin |
γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλοnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le verre de mer est un morceau de verre dépoli par l'action des marées et qu'on ramasse sur le littoral. |
θέα της θάλασσαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On avait demandé une chambre d'hôtel avec vue sur la mer, on s'est retrouvés avec une vue sur la décharge ! |
εστιατόριο με θαλασσινάnom masculin (κυριλέ μέρος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Νότια Σινική Θάλασσαnom féminin |
Κίτρινη Θάλασσαnom féminin |
Μεσόγειος Θάλασσαnom propre féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Βόρεια θάλασσαnom propre féminin |
Αιγαίο πέλαγοςnom propre féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Αιγαίο Πέλαγοςnom propre féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ερυθρά Θάλασσαnom propre féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αλιώτιδα, αλιωτίδαnom masculin (mollusque gastropode) (μαλάκιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.