Τι σημαίνει το mieux στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mieux στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mieux στο Γαλλικά.
Η λέξη mieux στο Γαλλικά σημαίνει καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερα, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, γίνομαι καλύτερος, ξανά, πάλι, προσπάθεια, είμαι τέλειος, λεπτότερος, καλύτερο από το τίποτα, που βελτιώνεται, που καλυτερεύει, πιο προσεκτικά σχεδιασμένος, πιο κατάλληλος, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, ακόμα καλύτερος, ξανά και ξανά, όσο το δυνατό καλύτερα, επανειλημμένως, κατ' επανάληψη, ξανά, όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς, ακόμα καλύτερα, δυναμικά, σπίτι μου σπιτάκι μου, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, όλα γίνονται για καλό, καλύτερα να μην, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., καλύτερος από, ανώτερος από, τόσο το καλύτερο, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, κάλλιο αργά παρά ποτέ, μπράβο, άντε ρε κακομοίρη, η δεύτερη επιλογή, δίλημμα με μία μόνο επιλογή, το καλύτερο, το καλύτερο που έχεις να κάνεις, το καλό που σου θέλω, κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, κάνω ότι είναι δυνατό, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω, αξιοποιώ το χρόνο μου, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, κατανοώ, καταλαβαίνω, τα πάω καλύτερα, ξέρω ότι δεν πρέπει να, κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, προτιμώ, ξεπερνώ, υπερέχω σε βαθμό, μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ, προτιμώ, περιορίζω, καλύτερος, ακόμα καλύτερος, ακόμα καλύτερα, δεν υπάρχει εναλλακτική, η τελευταία λέξη του, φιλότιμη προσπάθεια, άτομο με τα μεγαλύτερα κέρδη, το καλύτερο στοιχείο του, κάνω ό,τι μπορώ, κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μου, καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα, προτιμώ, τα καταφέρνω καλύτερα, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, αναπνέω πιο εύκολα, ξεπερνώ σε πωλήσεις, τα κουτσοκαταφέρνω, που πουλάει περισσότερο, κορυφαίος, το καλύτερο δυνατό, θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου, συνέρχομαι, είμαι καλύτερος από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mieux
καλύτεραadverbe (comparatif : qualité) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il joue de la guitare mieux que Jimi Hendrix. Παίζει κιθάρα καλύτερα (or: πιο καλά) από τον Τζίμι Χέντριξ. |
καλύτεραadverbe (πιο επιθυμητά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pour mieux vous servir, nous offrons gratuitement le café à l'entrée. Για να σας εξυπηρετήσουμε καλύτερα, προσφέρουμε δωρεάν καφέ στην είσοδο. |
καλύτεροςadverbe (préférable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est mieux de le faire maintenant que d'attendre jusqu'au matin. Είναι καλύτερο να το κάνεις τώρα παρά να περιμένεις ως το πρωί. |
καλύτεροςadverbe (plus utile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un maillet est mieux qu'un marteau pour planter les piquets d'une tente. |
καλύτεραadverbe (santé) (υγεία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Est-ce que tu te sens mieux ? Αισθάνεσαι καθόλου καλύτερα; |
καλύτεραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu t'en souviens mieux que moi. Το θυμάσαι καλύτερα απ' ότι εγώ. |
καλύτεραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est mieux de ne pas toucher à ce sujet pour l'instant. |
καλύτεραadverbe (plus en détail,...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il l'expliquera mieux que moi. |
καλύτεραnom masculin J'ai vu mieux. |
καλύτεραadverbe (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne t'en fais pas, tu es mieux sans lui. Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις. |
καλύτεραadverbe (qualité) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De toutes les chanteuses, c'est elle qui chante le mieux. Από όλους τους τραγουδιστές, καλύτερα (or: πιο καλά) τραγουδάει αυτή. |
που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι καλύτερος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tu t'amélioreras aux échecs avec la pratique. Αν εξασκηθείς, θα βελτιωθείς στο σκάκι. |
ξανά, πάλι(de façon répétitive) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle ne cessait de répéter. "Je n'en crois pas mes yeux'' encore et encore. |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est ton meilleur essai ? Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις; |
είμαι τέλειος(familier, jeune) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ce film déchire ! Il faut que tu le voies ! Μεγάλε, η ταινία γαμάει! Πρέπει να τη δεις! |
λεπτότερος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Martha a l'air un peu plus mince que l'été dernier. |
καλύτερο από το τίποταadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai horreur de la soupe, mais vu comme j'ai faim, c'est mieux que rien. |
που βελτιώνεται, που καλυτερεύει
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πιο προσεκτικά σχεδιασμένοςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce clavier ergonomique est le mieux étudié pour la frappe rapide. |
πιο κατάλληλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quel style est le mieux adapté à ma morphologie ? Ποιο στυλ είναι πιο κατάλληλο για το σώμα μου; |
καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά. |
ακόμα καλύτεροςadverbe (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) D'accord, tu as mis ton linge dans la machine à laver, mais si tu pouvais la mettre en marche, ça serait encore mieux. |
ξανά και ξανά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ma sœur m'a rendu dingue à chanter la même chanson sans arrêt. Η αδερφή μου με τρέλανε τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά. |
όσο το δυνατό καλύτεραlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avancez du mieux possible et nous corrigerons les erreurs plus tard. |
επανειλημμένως, κατ' επανάληψη, ξανά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Surveille le chien du mieux que tu pourras. |
ακόμα καλύτεραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δυναμικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σπίτι μου σπιτάκι μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλα γίνονται για καλό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai perdu mon boulot, mais c'est mieux ainsi parce que maintenant, je peux monter une entreprise, comme je le voulais. |
καλύτερα να μηνlocution verbale (au conditionnel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu ferais mieux de ne pas faire venir ta bande de copains à la maison pendant que ta mère et moi seront partis en week-end. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Καλύτερα να μην σχεδιάζεις να κάνεις πάρτι ενώ η μητέρα σου κι εγώ θα λείπουμε το Σαββατοκύριακο. |
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.(proverbe) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλύτερος από, ανώτερος από(personne, nourriture,...) |
τόσο το καλύτερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάλλιο αργά παρά ποτέ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπράβοinterjection (souvent ironique) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu as déjà perdu 5 kg ! Tant mieux pour toi |
άντε ρε κακομοίρη
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
η δεύτερη επιλογήnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δίλημμα με μία μόνο επιλογή(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Comme c'est ça ou rien, je suis bien obligé d'accepter. |
το καλύτερο(Can) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
το καλύτερο που έχεις να κάνειςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous feriez mieux de vous adresser au service des renseignements. |
το καλό που σου θέλωlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ferait mieux de faire ce qu'on lui dit. Το καλό που του θέλω να κάνει αυτά που του είπαν! |
κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, κάνω ότι είναι δυνατόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai fait de mon mieux pour attraper le train mais il était trop tard. |
κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fais de ton mieux. C'est tout ce qu'on peut te demander. |
κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fais de ton mieux. C'est tout ce qu'on peut te demander. |
έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνωlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai mieux à faire que de jouer au golf tous les jours. |
αξιοποιώ το χρόνο μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Isabel a profité au mieux de son temps au Royaume-Uni pour visiter autant d'endroits que possible |
βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne suis vraiment pas doué pour cela, mais je ferai de mon mieux. |
κατανοώ, καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À force de jouer, il commençait à mieux comprendre le jeu. |
τα πάω καλύτερα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon professeur a été déçue par ma note parce qu'elle savait que je pouvais faire mieux. |
ξέρω ότι δεν πρέπει να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω τον καλύτερό μου εαυτόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me sens beaucoup mieux depuis que j'ai perdu du poids. Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έχασα βάρος. |
προτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous préférez (or: Vous aimez mieux) les pommes ou les oranges ? Προτιμάς τα μήλα ή τα πορτοκάλια; |
ξεπερνώ(σε απόδοση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David a été plus performant que sa sœur à l'examen du TOEFL. |
υπερέχω σε βαθμό
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La littérature policière, c'est ce que j'aime le mieux. |
προτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il n'y a rien que j'aime mieux par une chaude journée que de plonger dans la piscine. |
περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous réduirez le champ de recherche de la police si vous lui donnez une description aussi détaillée que possible de l'agresseur. Αν δώσεις όσο το δυνατόν πιο ακριβή περιγραφή του κλέφτη στην αστυνομία θα μπορέσουν να περιορίσουν την έρευνά τους. |
καλύτεροςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si tu es fatigué, fais une sieste : tu ne t'en porteras que mieux. |
ακόμα καλύτεροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακόμα καλύτεραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il joue de la guitare encore mieux que nous l'avions imaginé. Παίζει κιθάρα ακόμα καλύτερα απ' ό,τι αρχικά νομίζαμε. |
δεν υπάρχει εναλλακτική
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le nouveau dirigeant a été élu par défaut, et non parce qu'il était populaire. Η εκλογή του νέου ηγέτη δεν έγινε επειδή είναι ιδιαίτερα αρεστός στον κόσμο - έγινε απουσία εναλλακτικής. |
η τελευταία λέξη τουnom masculin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On trouve toujours le nec plus ultra de la haute couture à Paris. |
φιλότιμη προσπάθειαadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils firent de leur mieux pour déplacer le lourd rocher, mais sans succès. |
άτομο με τα μεγαλύτερα κέρδηnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το καλύτερο στοιχείο του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ό,τι μπορώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Choisir une université est une décision importante alors assurez-vous que vous faites toute votre possible pour ne pas vous tromper. |
κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλυτερεύω την κατάσταση για εμέναlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Mon père travaillait dans une usine mais je voulais faire mieux et étais déterminé à décrocher un travail dans un bureau. |
προτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais mieux sortir. Θα προτιμούσα να βγω έξω. |
τα καταφέρνω καλύτερα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω τον καλύτερό μου εαυτόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me sens mieux maintenant que je sais qu'il est à la maison sain et sauf. Αισθάνομαι καλύτερα, αν ξέρω ότι είναι σπίτι σώος και αβλαβής. |
αναπνέω πιο εύκολα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le médicament détend les muscles de la poitrine, permettant ainsi au patient de mieux respirer. |
ξεπερνώ σε πωλήσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les iPhones se sont mieux vendus que les autres smartphones cette année. |
τα κουτσοκαταφέρνωverbe transitif (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En l'absence du responsable de l'unité, nous devrons faire au mieux pour que la production ne s'arrête pas. |
που πουλάει περισσότερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το καλύτερο δυνατό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) James a longtemps été sérieusement malade et les médecins croyaient qu'il pourrait mourir, mais maintenant il semble se rétablir (or: aller mieux). |
είμαι καλύτερος από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mieux στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mieux
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.