Τι σημαίνει το meta στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης meta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meta στο ισπανικά.

Η λέξη meta στο ισπανικά σημαίνει σκοπός, στόχος, στόχος, προορισμός, γραµµή τερµατισµού, σκοπός, στόχος, επιτεύξιμος, μετα-, στόχος, τέρμα, μεθ, αποστολή, σκοπός, στόχος, σκοπός, σκοπός, στόχος, κατεύθυνση, ορόσημο, τέρμα, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, επιδίωξη, βάζω, στριμώχνω, βάζω, στριμώχνω, βάζω, χώνω, παραχώνω, εμφυσώ, στριμώχνω, φέρνω λαθραία, στριμώχνω, χώνω, βγάζω λαθραία, βουτάω, βουτώ, βάζω κτ στην τρύπα, πακετάρω, χώνω, φορτώνω, φυτεύω, προσθέτω, βάζω μια μπάλα στην τσέπη, χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ, πιέζω κτ σε κτ, εισάγω, χώνω, εισάγω, προσθέτω, χώνω, μπήγω, καρφώνω, βάζω, χώνω κπ σε κτ, βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ, προσελκύω, σφηνώνω, χώνω, εισάγω, βάζω, πετυχαίνω, καρφώνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αλλάζω ταχύτητα, στόχευση, προσπαθώ, άσκοπος, άστοχος, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, προσωπική φιλοδοξία, γλώσσα μεταφοράς, κοινό, ομάδα στόχος, ομάδα-στόχος, πληθυσμός στόχος, πληθυσμός-στόχος, επαναφορά άουτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης meta

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una de las metas de este sitio web es ayudar a las personas a aprender idiomas.
Μία από τις επιδιώξεις αυτής της σελίδας είναι να βοηθήσει τον κόσμο να μάθει γλώσσες.

στόχος, προορισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los escaladores continuaron hacia su destino.

γραµµή τερµατισµού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Solo doce corredores cruzaron la línea de meta.

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La meta de la investigación es determinar quién filtró los secretos.
Ο σκοπός (or: στόχος) της συζήτησης ήταν να βρεθεί ποιος άφησε να διαρρεύσουν τα μυστικά.

επιτεύξιμος

nombre femenino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu contrato especifica todas las metas y las fechas de entrega.

μετα-

prefijo

Por ejemplo: metadatos
Για παράδειγμα: μεταδεδομένα

στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brian ha estado trabajando por ese puesto durante años y ahora siente que está alcanzando su meta.
Ο Μπράιαν εργαζόταν για χρόνια αποσκοπώντας στην υψηλότερη θέση εργασίας και ένιωθε πλέον ότι πλησίαζε τον στόχο του.

τέρμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella llegó a la meta en primer lugar.
Έφτασε πρώτη στο τέρμα.

μεθ

(coloquial) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Su madre era adicta a la meta.

αποστολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para Ryan su objetivo era ser excelente en todas sus clases.
Ο Ράιαν έκανε σκοπό της ζωής του να αριστεύσει σε όλα του τα μαθήματα.

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El objetivo de las conversaciones es encontrar una solución pacífica a la crisis.
Ο σκοπός των συζητήσεων είναι να βρεθεί μια ειρηνική λύση για την κρίση.

σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi propósito en la vida es servirle al prójimo.
Ο σκοπός της ζωής μου είναι να υπηρετώ τους άλλους.

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El objetivo de Henry es convertirse en CEO antes de cumplir treinta y cinco.
Ο σκοπό του Χένρυ είναι να γίνει CEO μέχρι τα τριανταπέντε του.

κατεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορόσημο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La boda de Ben fue un hito en su vida.
Ο γάμος του Μπεν ήταν ένα ορόσημο στη ζωή του.

τέρμα

(en juegos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puedo llegar a casa con una tirada más de dados.

απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός

(επίσημο)

Mi ideal es competir en los Juegos Olímpicos.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

επιδίωξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hacerse rica era el objetivo de Zoe.

βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adrian metió el periódico bajo el brazo.
Ο Άντριαν έβαλε την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη του.

στριμώχνω

(μεταφορικά: χρόνος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sólo mete la sopa en el microondas y caliéntala por unos minutos.
Βάλε απλά τη σούπα στο φούρνο μικροκυμάτων και βράσε τη για ένα δυο λεπτά.

στριμώχνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pude meter unas horas más de trabajo antes de marcharme.
Μπόρεσα και στρίμωξα μερικές ακόμα ώρες δουλειά πριν φύγω. Το στομάχι του Μάρτιν ήταν γεμάτο, αλλά μπόρεσε να στριμώξει ακόμη ένα μπισκότο.

βάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χώνω, παραχώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver metió los documentos en su mochila.
Ο Όλιβερ έχωσε τα χαρτιά μέσα στην τσάντα του.

εμφυσώ

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor radical metió ideas en las mentes de sus estudiantes.

στριμώχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Solo tuve una parada de cuatro horas en Tokio, pero pude meter mucho en ese tiempo.

φέρνω λαθραία

(κάτι σε κάτι)

El visitante metió una sierra de arco en la cárcel para que el prisionero pudiera escapar.
Ο επισκέπτης έφερε λαθραία μια λεπίδα από πριόνι στη φυλακή ώστε ο φυλακισμένος να μπορέσει να αποδράσει.

στριμώχνω, χώνω

verbo transitivo (κάτι (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella metió rápidamente toda su ropa en la maleta.
Στρίμωξε (or: έχωσε) στα γρήγορα όλα της τα ρούχα στις βαλίτσες.

βγάζω λαθραία

A Dan le gustó el vaso de cerveza, así que se lo metió debajo de la chaqueta.
Στον Νταν άρεσε το ποτήρι της μπύρας και έτσι το έβγαλε έξω λαθραία κάτω από το μπουφάν του.

βουτάω, βουτώ

(en agua)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan sintió la temperatura del agua metiendo el pie.
Ο Άλαν δοκίμασε τη θερμοκρασία του νερού βάζοντας μέσα το δάχτυλό του.

βάζω κτ στην τρύπα

(μπιλιάρδο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fue un tiro difícil, pero metió la bola.

πακετάρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mete todo en una bolsa de lona.

χώνω

(general)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La niña metió su mano entre los barrotes de la cuna.

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito meter las maletas al coche antes de irnos.

φυτεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Metieron pepitas de oro en la mina para engañar a los posibles inversores.

προσθέτω

verbo transitivo (κάτι άσχετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω μια μπάλα στην τσέπη

verbo transitivo (για μπιλιάρδο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El jugador metió la negra.

χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ

verbo transitivo

Mete esto en tu bolsillo para que nadie lo vea.

πιέζω κτ σε κτ

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth insertó el DVD dentro del reproductor de DVD.
Ο Σεθ έβαλε το DVD μέσα στο DVD player.

χώνω

(ropa: bordes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ursula remetió la esquina de la sábana debajo del colchón.
Η Ούρσουλα έβαλε την άκρη του σεντονιού κάτω από το στρώμα.

εισάγω, προσθέτω

(texto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El editor insertó algunos comentarios del autor en el manuscrito.
Ο εκδότης πρόσθεσε κάποια σχόλια στο χειρόγραφο για τον συγγραφέα.

χώνω, μπήγω, καρφώνω

(κάτι μέσα σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cocinero clavó el cuchillo en el mango.
Ο μάγειρας έχωσε (or: έμπηξε) το μαχαίρι στο μάνγκο.

βάζω

(ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miguel puso primera y se fue.

χώνω κπ σε κτ

(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ

Patricio sumergió las hojas en agua.
Η Πατρίσια βούτηξε τα σεντόνια στο νερό.

προσελκύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los circos no son muy populares hoy en día, pero antes atraían a grandes multitudes.

σφηνώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James clavó el hacha en el tronco.
Ο Τζέιμς σφήνωσε το τσεκουράκι στον κομμένο κορμό.

χώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris embutió los libros en su mochila.
Ο Κρις έχωσε τα βιβλία στην τσάντα του.

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Introduce el código con el teclado numérico.

βάζω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador hizo un gol en el segundo tiempo.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

καρφώνω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Y anota una canasta empatando así el juego!

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(golf)

Embocó la bola en tres golpes.

αλλάζω ταχύτητα

(αυτοκίνητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él sacó el carro en tercera.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έβαλε πρώτη και ξεκίνησε στην ανηφόρα.

στόχευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La precisa focalización de la empresa de marketing dio sus frutos con un enorme incremento en las ventas.

προσπαθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άσκοπος, άστοχος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιοχή γύρω από τα δοκάρια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A veces es difícil saber si el balón ha cruzado la línea de meta.

προσωπική φιλοδοξία

Conquistar la cima del Everest fue su ambición personal.

γλώσσα μεταφοράς

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Suelo traducir de la lengua original al español, la lengua meta.

κοινό

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esta campaña va dirigida a un público meta joven y emprendedor.

ομάδα στόχος, ομάδα-στόχος

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πληθυσμός στόχος, πληθυσμός-στόχος

locución nominal femenina (για έρευνα)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επαναφορά άουτ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του meta

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.