Τι σημαίνει το meterse στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης meterse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meterse στο ισπανικά.
Η λέξη meterse στο ισπανικά σημαίνει βάζω, πετυχαίνω, βάζω, στριμώχνω, βάζω, στριμώχνω, βάζω, χώνω, παραχώνω, εμφυσώ, στριμώχνω, φέρνω λαθραία, στριμώχνω, χώνω, βγάζω λαθραία, βουτάω, βουτώ, βάζω κτ στην τρύπα, πακετάρω, χώνω, φορτώνω, φυτεύω, προσθέτω, βάζω μια μπάλα στην τσέπη, χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ, πιέζω κτ σε κτ, εισάγω, χώνω, εισάγω, προσθέτω, χώνω, μπήγω, καρφώνω, βάζω, χώνω κπ σε κτ, βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ, προσελκύω, σφηνώνω, χώνω, εισάγω, καρφώνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αλλάζω ταχύτητα, βάζω στην φυλακή, φυλακίζω, πετάγομαι, χαστουκίζω, φυλακίζω, πάω πιο γρήγορα, διακόπτω, σταματώ, περνάω με το ζόρι, μαχαιρώνω, κάνω γκάφα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα, χούφτωμα, πασπάτεμα, εμφιαλώνω, κλείνω σε ψυχιατρική κλινική, πιάνω, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, χώνω κτ σε κτ, βάζω κτ στο στάβλο, κάνω λάθος, κάνω γκάφα, συσκευάζω, κλείνω σε δοχείο, προσβολή, στρίμωγμα, τα θαλασσώνω, βάζω κπ για ύπνο, προκαλώ προβλήματα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα, ρισκάρω, στρουθοκαμηλίζω, ταράζω τα νερά, δεν ανακατεύομαι με, δεν εμπλέκομαι με, επανασυσκευάζω, καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό, θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας, αρθρώνω λέξη, ρίχνω κπ στη στενή, προκαλώ μπελάδες σε κπ, επιπλήττω αυστηρά, κάνω γκάφα, χουφτώνω, πετάω τούβλο, πετάω κοτσάνα, θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα, κάνω το πρώτο βήμα, κάνω γκάφα, δίνω συμβουλή χωρίς να μου ζητηθεί, χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, λέω, λέω τη γνώμη μου, μακρηγορώ, δημηγορώ, χώνω τη μύτη μου, χουφτώνω, κατεβάζω ταχύτητα σε κτ, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, εμπλέκω, τοποθετώ, βάζω, πειράζω, εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά, κάνω κτ χάλια, χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα, χώνω, κλείνω, μαντρώνω, φυλακίζω, βάζω στην φυλακή, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, καρφώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης meterse
βάζω, πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador hizo un gol en el segundo tiempo. Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο. |
βάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian metió el periódico bajo el brazo. Ο Άντριαν έβαλε την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη του. |
στριμώχνω(μεταφορικά: χρόνος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sólo mete la sopa en el microondas y caliéntala por unos minutos. Βάλε απλά τη σούπα στο φούρνο μικροκυμάτων και βράσε τη για ένα δυο λεπτά. |
στριμώχνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pude meter unas horas más de trabajo antes de marcharme. Μπόρεσα και στρίμωξα μερικές ακόμα ώρες δουλειά πριν φύγω. Το στομάχι του Μάρτιν ήταν γεμάτο, αλλά μπόρεσε να στριμώξει ακόμη ένα μπισκότο. |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χώνω, παραχώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oliver metió los documentos en su mochila. Ο Όλιβερ έχωσε τα χαρτιά μέσα στην τσάντα του. |
εμφυσώverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor radical metió ideas en las mentes de sus estudiantes. |
στριμώχνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Solo tuve una parada de cuatro horas en Tokio, pero pude meter mucho en ese tiempo. |
φέρνω λαθραία(κάτι σε κάτι) El visitante metió una sierra de arco en la cárcel para que el prisionero pudiera escapar. Ο επισκέπτης έφερε λαθραία μια λεπίδα από πριόνι στη φυλακή ώστε ο φυλακισμένος να μπορέσει να αποδράσει. |
στριμώχνω, χώνωverbo transitivo (κάτι (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella metió rápidamente toda su ropa en la maleta. Στρίμωξε (or: έχωσε) στα γρήγορα όλα της τα ρούχα στις βαλίτσες. |
βγάζω λαθραία
A Dan le gustó el vaso de cerveza, así que se lo metió debajo de la chaqueta. Στον Νταν άρεσε το ποτήρι της μπύρας και έτσι το έβγαλε έξω λαθραία κάτω από το μπουφάν του. |
βουτάω, βουτώ(en agua) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan sintió la temperatura del agua metiendo el pie. Ο Άλαν δοκίμασε τη θερμοκρασία του νερού βάζοντας μέσα το δάχτυλό του. |
βάζω κτ στην τρύπα(μπιλιάρδο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fue un tiro difícil, pero metió la bola. |
πακετάρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mete todo en una bolsa de lona. |
χώνω(general) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La niña metió su mano entre los barrotes de la cuna. |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito meter las maletas al coche antes de irnos. |
φυτεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Metieron pepitas de oro en la mina para engañar a los posibles inversores. |
προσθέτωverbo transitivo (κάτι άσχετο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω μια μπάλα στην τσέπηverbo transitivo (για μπιλιάρδο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El jugador metió la negra. |
χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτverbo transitivo Mete esto en tu bolsillo para que nadie lo vea. |
πιέζω κτ σε κτ
|
εισάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seth insertó el DVD dentro del reproductor de DVD. Ο Σεθ έβαλε το DVD μέσα στο DVD player. |
χώνω(ropa: bordes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ursula remetió la esquina de la sábana debajo del colchón. Η Ούρσουλα έβαλε την άκρη του σεντονιού κάτω από το στρώμα. |
εισάγω, προσθέτω(texto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El editor insertó algunos comentarios del autor en el manuscrito. Ο εκδότης πρόσθεσε κάποια σχόλια στο χειρόγραφο για τον συγγραφέα. |
χώνω, μπήγω, καρφώνω(κάτι μέσα σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cocinero clavó el cuchillo en el mango. Ο μάγειρας έχωσε (or: έμπηξε) το μαχαίρι στο μάνγκο. |
βάζω(ταχύτητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Miguel puso primera y se fue. |
χώνω κπ σε κτ(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο) |
βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ
Patricio sumergió las hojas en agua. Η Πατρίσια βούτηξε τα σεντόνια στο νερό. |
προσελκύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los circos no son muy populares hoy en día, pero antes atraían a grandes multitudes. |
σφηνώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James clavó el hacha en el tronco. Ο Τζέιμς σφήνωσε το τσεκουράκι στον κομμένο κορμό. |
χώνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chris embutió los libros en su mochila. Ο Κρις έχωσε τα βιβλία στην τσάντα του. |
εισάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Introduce el código con el teclado numérico. |
καρφώνω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Y anota una canasta empatando así el juego! |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(golf) Embocó la bola en tres golpes. |
αλλάζω ταχύτητα(αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Él sacó el carro en tercera. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έβαλε πρώτη και ξεκίνησε στην ανηφόρα. |
βάζω στην φυλακή, φυλακίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάγομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por favor deja de entrometerte, ya te va a tocar el turno de hablar. Σε παρακαλώ σταμάτα να πετάγεσαι. Θα έρθει η σειρά σου να μιλήσεις. |
χαστουκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy abofeteó a Carl cuando se enteró de que había estado poniéndole los cuernos. Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε. |
φυλακίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella confesé el crimen solo después de que la aprisionaran. |
πάω πιο γρήγορα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Puedes apurar un poco? Hay gente esperando detrás tuyo. Θα μπορούσες σε παρακαλώ να κάνεις λίγο πιο γρήγορα; Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν μετά από εσένα. |
διακόπτω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me interrumpió mientras hablaba. Με διέκοψε ενώ μιλούσα. Μην με διακόπτεις, όταν μιλάω. |
περνάω με το ζόρι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Cuando los miembros del municipio empezaron a dudar, la alcaldesa decidió usar su poder y forzó la terminación del proyecto. |
μαχαιρώνω(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω γκάφα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El equipo local se equivocó varias veces durante el partido de fútbol. Η ντόπια ομάδα έκανε γκάφα πολλές φορές κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα. |
τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα(vulgar) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es tu última oportunidad, ¡no la cagues! Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, επομένως μην τα κάνεις μαντάρα! |
χούφτωμα, πασπάτεμα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A Rhonda no le gustaba el toqueteo de Neil. Το χούφτωμα του Νηλ δεν άρεσε στη Ρόντα. |
εμφιαλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta es la planta en donde embotellan la cerveza. Αυτό είναι το εργοστάσιο, όπου εμφιαλώνουν την μπύρα. |
κλείνω σε ψυχιατρική κλινική(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Internaron a la escultora Camile Claudel en 1930 y murió 30 años después. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα σκατώνω, τα κάνω σκατά(vulgar) (προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Perdón, la cagué. Συγγνώμη. Τα σκάτωσα. |
χώνω κτ σε κτ
Paul trató de forzar un dólar en la máquina expendedora pero no pudo. Ο Πωλ προσπάθησε να χώσει ένα δολάριο στον αυτόματο πωλητή αλλά δεν τα κατάφερε. |
βάζω κτ στο στάβλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los jinetes estabularon a sus caballos. Οι ιππείς έβαλαν τα άλογά τους στον στάβλο. |
κάνω λάθος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hizo un gran trabajo, pero se equivocó en un par de ocasiones. Τα πήγε καλά, αλλά του ξέφυγαν καναδυό σημεία. |
κάνω γκάφα(vulgar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συσκευάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Empaqueté el regalo de mi abuela y se lo envié. Συσκεύασα (or: Πακετάρισα) το δώρο της γιαγιάς μου και της το έστειλα με το ταχυδρομείο. |
κλείνω σε δοχείο(βάζο, μπουκάλι κ.ά.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Enfrascaron las libélulas y se las llevaron a casa. |
προσβολήexpresión (ES, figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No le hagas caso, es un puñetero y le encanta meter el dedo en el ojo a los demás. |
στρίμωγμαlocución verbal (figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τα θαλασσώνω(figurado) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La compañía metió la pata cuando su producto tardó en llegar a ciertos mercados clave. |
βάζω κπ για ύπνοlocución verbal (literal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De lunes a viernes, meto a mis hijos en la cama a las 10 |
προκαλώ προβλήματα(figurado, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La pandilla de motociclistas entró rugiendo al pueblo, dispuesta a sembrar cizaña. |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En cuanto intervino él en el asunto, lo echó todo a perder. |
ρισκάρωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Casi meto la pata cuando le pregunté por su mujer. |
στρουθοκαμηλίζωexpresión (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταράζω τα νεράlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Guárdate las preocupaciones y nos metas cizaña. |
δεν ανακατεύομαι με, δεν εμπλέκομαι μεlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me gustaría que mi madre no metiera las narices en mis asuntos. Μακάρι να είχα μια μάνα που δεν ανακατεύεται με τα σχέδιά μου. |
επανασυσκευάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tras el control en la aduana se procedió a empacar de nuevo los artículos revisados. |
καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμόlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Asegúrate de poner dinero (or: meter dinero) antes del fin de mes. |
θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας(ES, figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tendrías que meter esas zapatillas en el baúl de los recuerdos, tienen más agujeros que tela. |
αρθρώνω λέξη(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) ¡Hablaba tanto que no pude tomar la palabra! Μιλούσε τόσο πολύ που δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη. |
ρίχνω κπ στη στενήlocución verbal (AR, coloquial) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El juez mando (or: metió) a Elmer en cana por vender drogas en la calle. |
προκαλώ μπελάδες σε κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιπλήττω αυστηρά(reprimenda, castigo) (χωρίς ποινή) Le va a caer una buena bronca cuando su jefe se entere del fallo. |
κάνω γκάφαlocución verbal (coloquial, figurado) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χουφτώνωlocución verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω τούβλο, πετάω κοτσάναlocución verbal (coloquial) (μεταφορικά) |
θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω το πρώτο βήμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω γκάφαlocución verbal (error, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parecía que nuestro equipo iba a ganar, pero el portero metió la pata en el último segundo y perdimos. |
δίνω συμβουλή χωρίς να μου ζητηθείlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσειςlocución verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si sabes la respuesta, por favor mete baza. Αν ξέρεις την απάντηση, σε παρακαλώ πες την. |
λέω τη γνώμη μου(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Puedo meter un bocadillo? Sólo quería decir que tu presentación me pareció fantástica. Μπορώ να πω τη γνώμη μου; Ήθελα μόνο να πω ότι η παρουσίασή σας μου φάνηκε φανταστική. |
μακρηγορώ, δημηγορώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si ceno con él tengo que soportar su monólogo, no deja meter baza. |
χώνω τη μύτη μου(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No soporto a Alex, siempre está metiendo las narices, queriendo escuchar rumores. |
χουφτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La joven estaba toqueteando a su novio. Η κοπέλα πασπάτευε το αγόρι της. |
κατεβάζω ταχύτητα σε κτ(AmL, excepto UY) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben metió una velocidad interior en el auto en la colina. |
τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπλέκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡No me metas en tus problemas! |
τοποθετώ, βάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pon el enchufe en la pared, y enciende la luz. |
πειράζω(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alguien ha metido mano en el proyector y ahora no anda. |
εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά
Abre el compartimento de la batería e introduce suavemente la batería. |
κάνω κτ χάλια(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα(μεταφορικά, καθομ: στη φυλακή) Ese hombre ha cometido crímenes terribles, el juez lo va a meter entre rejas durante una larga temporada. |
χώνω, κλείνωlocución verbal (μεταφορικά, καθομ: μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo metieron entre rejas en una celda que era apenas lo suficientemente grande como para moverse. Τον έκλεισαν (or: έχωσαν) σ' ένα κελί που ήταν μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο ώστε να μετακινείται. |
μαντρώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al ganado lo meten en el corral fuera del matadero. |
φυλακίζω, βάζω στην φυλακή(AR, coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo mandaron en cana por robar la licorería del barrio. |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα(coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Has metido la pata en la presentación de nuestro negocio por completo. Τα έκανες θάλασσα στην παρουσίαση της επιχείρησης. |
καρφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estuve dándole martillazos al clavo hasta que me di en el dedo. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meterse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του meterse
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.