Τι σημαίνει το mitad στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mitad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mitad στο ισπανικά.

Η λέξη mitad στο ισπανικά σημαίνει μισό, μισό, μισό, ημίχρονο, ήμισυ, μέση, μισο-, μισός, μισός, σπασμένος στα δύο, τα μισά της εβδομάδας, η μέση της εβδομάδας, στα μέσα του χρόνου, ημιπληγικός, κομμένος στη μέση, στα μισά του δρόμου, στα μισά, στο μέσον, τις πιο πολλές φορές, κατά πενήντα τοις εκατό, πενήντα πενήντα, στα μισά της πρότασης, τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα, στα δύο, στη μέση, περισσότερο από το μισό, ο μισός από κτ, Καλή Τετάρτη!, στο μέσο της θητείας, κατακαλόκαιρο, μεσοβδόμαδα, καταχείμωνο, μισή τιμή, ρεφενές, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, ο μισός, κρέμα γάλακτος και γάλα σε ίση ποσότητα, το άλλο μου μισό, η μαύρη νύχτα, χωρίζω στα δύο, δεν παίρνω τοις μετρητοίς, μειώνω κατά το ήμισυ, κόβω στα δύο, στη μέση της διαδρομής, του κατακαλόκαιρου, του καταχείμωνου, πενήντα πενήντα, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, που γίνεται αργά το πρωί, μεσοβδόμαδα, τα μισά, η οικονομική τάξη στην οποία δεν ανήκει κανείς, δηλ. οι πλούσιοι αν είναι φτωχός και το αντίστροφο, στη μισή τιμή, μισού μεγέθους, ξετινάζω, της μέσης της εβδομάδας, μέση του δρόμου, μικροσκοπικός, ενδιάμεσες εκλογές, στη μέση, στη μέση, στα δύο, μέσο, μισό μισό, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mitad

μισό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mitad de ocho es cuatro.
Το μισό του οχτώ είναι τέσσερα.

μισό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos estos grupos en conjunto suman la mitad.
Όλες αυτές οι ομάδες μαζί αποτελούν το μισό.

μισό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Cuál de las dos mitades de la manzana quieres?
Ποιο μισό του μήλου θέλεις;

ημίχρονο

(αθλητικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Al término del primer tiempo, el marcador está igualado.
Στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, οι δυο ομάδες είναι ισόπαλες.

ήμισυ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Perdí interés hacia la mitad de la película.
Βαρέθηκα στη μέση (or: στα μισά) της ταινίας.

μισο-

El vaso estaba medio lleno.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βγήκε μισόγυμνη από το μπάνιο για να σηκώσει το τηλέφωνο.

μισός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mitad de la gente está de acuerdo conmigo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι μισοί συμμαθητές μου παίζουν ποδόσφαιρο και οι άλλοι μισοί μπάσκετ.

μισός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mitad de la audiencia aplaudió, la otra mitad abucheó.
Το ήμισυ του κοινού χειροκρότησε, ενώ το άλλο ήμισυ αποδοκίμασε.

σπασμένος στα δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα μισά της εβδομάδας, η μέση της εβδομάδας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando pase el miércoles, solo nos queda el jueves y el viernes ¡y ya será fin de semana!
Έτσι και περάσουμε τα μισά της εβδομάδας, θα πρέπει να δουλέψουμε μόνο Πέμπτη και Παρασκευή και μετά θα 'ρθει το σαββατοκύριακο!

στα μέσα του χρόνου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ημιπληγικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Desde que mi tío tuvo el ataque, está paralizado de la mitad del cuerpo.
Από τότε που ο θείος μου έπαθε εγκεφαλικό είναι ημιπληγικός.

κομμένος στη μέση

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στα μισά του δρόμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Encontrémonos a mitad de camino entre tu casa y la mía.

στα μισά, στο μέσον

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σταμάτησα να διαβάζω το βιβλίο περίπου στα μισά του δρόμου για το σπίτι.

τις πιο πολλές φορές

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es un solitario bastante difícil, la mitad de las veces no sale.

κατά πενήντα τοις εκατό

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Desde que me jubilé mi ingreso se ha reducido por la mitad.

πενήντα πενήντα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ir a partes iguales significa que dividimos la cuenta cincuenta y cincuenta.

στα μισά της πρότασης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me resulta muy difícil concentrarme si siempre me interrumpís en la mitad de la oración.

τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los ruidos extraños de madrugada pueden asustar mucho.

στα δύο, στη μέση

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cortó la naranja a la mitad y me dio una mitad.

περισσότερο από το μισό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se supone que debías repartir los dulces a partes iguales, pero le diste a él más de la mitad.

ο μισός από κτ

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El cráneo del hombre primitivo es la mitad que el del hombre moderno.
Το κρανίο αυτού του προγόνου του ανθρώπου είχε σχεδόν το μισό μέγεθος από αυτό του σύγχρονου ανθρώπου.

Καλή Τετάρτη!

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο μέσο της θητείας

(θέση, αξίωμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El político renunció a mitad de trimestre.

κατακαλόκαιρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nos gusta nadar en pleno verano.

μεσοβδόμαδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los informes deben entregarse a mitad de semana.

καταχείμωνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Siempre nos vamos de vacaciones en pleno invierno.

μισή τιμή

La tienda está vendiendo mucha ropa a mitad de precio.

ρεφενές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pagaron la cena cincuenta y cincuenta; ella no quiso dejarle pagar todo.

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sobró mucho, utilicé menos de la mitad.

ο μισός

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor, sírveme la mitad de helado de lo que le has servido a Manuel.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα φάω τη μισή πίτα από εκείνον.

κρέμα γάλακτος και γάλα σε ίση ποσότητα

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το άλλο μου μισό

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η μαύρη νύχτα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίζω στα δύο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έχω μόνο ένα αλλά θα το χωρίσω στα δύο και θα το μοιραστούμε.

δεν παίρνω τοις μετρητοίς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Steven es conocido por exagerar, yo creería la mitad de lo que diga.

μειώνω κατά το ήμισυ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tenemos que reducir a la mitad nuestros gastos en alimentación.

κόβω στα δύο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si dividimos en dos la torta podemos comer mitad cada uno.

στη μέση της διαδρομής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La estación de servicio está a mitad de camino entre los pueblos.

του κατακαλόκαιρου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El calor en el medio del verano es insoportable.

του καταχείμωνου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nieve en pleno invierno causó varios retrasos de tránsito.

πενήντα πενήντα

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Menos de la mitad de los jóvenes comen fruta dos veces al día.

που γίνεται αργά το πρωί

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεσοβδόμαδα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vayamos a almorzar a la mitad de la semana.

τα μισά

locución adjetiva (κόστος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Éste cuesta la mitad y es mucho mejor.

η οικονομική τάξη στην οποία δεν ανήκει κανείς, δηλ. οι πλούσιοι αν είναι φτωχός και το αντίστροφο

expresión

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στη μισή τιμή

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alicia siempre busca artículos a mitad de precio en el supermercado.

μισού μεγέθους

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ξετινάζω

(figurado, coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viaje me costó un ojo de la cara, pero valió la pena.

της μέσης της εβδομάδας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es miércoles y tengo la fatiga de la mitad de la semana.

μέση του δρόμου

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El chico se quedó quieto en la mitad de la calle mientras el auto pasaba al lado de él a gran velocidad.
Το παιδί πάγωσε στη μέση του δρόμου καθώς το αυτοκίνητο επιτάχυνε προς το μέρος του.

μικροσκοπικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενδιάμεσες εκλογές

Votaré a los demócratas en la votación a mitad de legislatura.

στη μέση

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estábamos en medio de una discusión cuando sonó el teléfono.
Είχαμε μια διαφωνία σε εξέλιξη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

στη μέση, στα δύο

locución adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Grace dobló la sábana a la mitad y luego otra vez.

μέσο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estaba a la mitad de su carrera cuando decidió regresar a la escuela.

μισό μισό

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quieres una mezcla mitad y mitad de crema y leche.
Χρειάζεσαι ένα μείγμα μισό κρέμα γάλακτος και μισό γάλα.

-

locución preposicional (midway through) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Se retiró a mitad de sus estudios en la escuela de enfermería.
Τα παράτησε στα μισά της σχολής μαιευτικής.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mitad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.