Τι σημαίνει το masque στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης masque στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του masque στο Γαλλικά.

Η λέξη masque στο Γαλλικά σημαίνει μάσκα, μάσκα, μασκοφόρος, μάσκα, μάσκα, προσωπείο, μάσκα, μάσκα, μάσκα, πρότυπο, δείγμα, μασκοφόρος, μάσκα προσώπου, προστατευτική μάσκα, μάσκα ύπνου, μάσκα, προστατευτική μάσκα, κρυμμένος, κρύβω, κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, κρύβω, αποκρύπτω, κρύβω, καλύπτω, κρύβω, γιορτή μασκαρεμένων, γιορτή μεταμφιεσμένων, κατά της μάσκας, κατάδυση με αναπνευστήρα, αρνητής της μάσκας, αρνήτρια της μάσκας, βγάζω τη μάσκα, χωρίς μάσκα, μασκέ, μασκαράς, μάσκα προσώπου με λάσπη, κολυμβητής που χρησιμοποιεί αναπνευστήρα, χορός μεταμφιεσμένων, αντιασφυξιογόνος μάσκα, χορός μεταμφιεσμένων, μάσκα οξυγόνου, αναπνευστήρας, χειρουργική μάσκα, φοράω μάσκα, κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα, βάζω μάσκα, φοράω μάσκα, κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα, αποκαλύπτομαι, νεκρική μάσκα, μάσκα ύπνου, κριτική γιατί κπ δεν φοράει μάσκα, κριτικάρω κπ γιατί δεν φοράει μάσκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης masque

μάσκα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Erin a porté un masque pour que personne ne la reconnaisse.
Η Έριν φορούσε μάσκα και έτσι κανείς δεν την αναγνώριζε.

μάσκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Richard a porté un masque à la fête costumée.
Ο Ρίτσαρντ φορούσε μάσκα στο πάρτυ μασκέ.

μασκοφόρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les voleurs masqués ont contraint le personnel de la banque à leur remettre plus de 100 000 £.

μάσκα

(Escrime)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάσκα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les masques sont utilisés comme stencils en photolithographie.

προσωπείο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le masque sur le sarcophage indiquait que le défunt était probablement un roi.

μάσκα

nom masculin (chirurgical)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Beaucoup de gens en Chine portent des masques pour se protéger des maladies et de la pollution.

μάσκα

nom masculin (à gaz)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les soldats ne pouvaient pas traverser le nuage de gaz sans masques alors ils ont dû attendre.

μάσκα

nom masculin (κατάδυσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le masque du plongeur n'était pas complètement scellé donc il avait tout le temps de l'eau dans les yeux.

πρότυπο, δείγμα

(Informatique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Charge le modèle de la facture dans l'ordinateur et modifie-le.

μασκοφόρος

(vieux : personne)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μάσκα προσώπου

nom masculin (Cosmétique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προστατευτική μάσκα

nom masculin (Sports)

μάσκα ύπνου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μάσκα

nom masculin (Médecine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προστατευτική μάσκα

nom masculin (Médecine)

κρυμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dexter regarda sous les arbustes, où il trouva une boîte à bijoux cachée.
Ο Ντέξτερ κοίταξε κάτω από τους θάμνους όπου βρήκε ένα κρυμμένο κουτί με κοσμήματα.

κρύβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le camouflage du tigre le masquait dans la jungle.
Το καμουφλάζ της τίγρης την έκρυβε μέσα στη ζούγκλα.

κρύβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ferme les stores pour masquer (or: bloquer) le soleil, ça me fait mal aux yeux !

αποκρύπτω, συγκαλύπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρύβω, αποκρύπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'escroc dissimulait ses véritables intentions.
Ο απατεώνας απέκρυψε τις πραγματικές προθέσεις του.

κρύβω, καλύπτω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle tente de cacher les preuves de son implication dans le crime.
Προσπαθεί να κρύψει την ανάμειξή της στο έγκλημα. Είναι δύσκολο να καλύψεις μια λογομαχία σαν αυτή που είχαμε χτες.

κρύβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'obscurité masquait le cambrioleur qui pouvait se déplacer sans être vu.
Το σκοτάδι έκρυψε τον διαρρήκτη και μπόρεσε να κινηθεί χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς.

γιορτή μασκαρεμένων, γιορτή μεταμφιεσμένων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La famille est allée à un bal masqué du 16e siècle.

κατά της μάσκας

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατάδυση με αναπνευστήρα

(anglicisme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρνητής της μάσκας, αρνήτρια της μάσκας

nom masculin et féminin

βγάζω τη μάσκα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς μάσκα

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μασκέ

nom masculin

μασκαράς

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μάσκα προσώπου με λάσπη

nom masculin (για καλλωπισμό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κολυμβητής που χρησιμοποιεί αναπνευστήρα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χορός μεταμφιεσμένων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Nous sommes allés au bal masqué déguisés en Pierrot et Pierrette.

αντιασφυξιογόνος μάσκα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χορός μεταμφιεσμένων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μάσκα οξυγόνου

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Portez ce masque à oxygène jusqu'à ce que la pressurisation soit rétablie.
Φόρεσε αυτή τη μάσκα οξυγόνου μέχρι να επανέλθει η πίεση στο φυσιολογικό.

αναπνευστήρας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χειρουργική μάσκα

nom masculin

φοράω μάσκα

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω μάσκα

locution verbale

φοράω μάσκα

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sénateur portait toujours un masque, cachant ses problèmes familiaux.

κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gareth a toujours voulu faire de la plongée avec masque et tuba mais n'a jamais eu le temps d'essayer.

αποκαλύπτομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

νεκρική μάσκα

nom masculin

μάσκα ύπνου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κριτική γιατί κπ δεν φοράει μάσκα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κριτικάρω κπ γιατί δεν φοράει μάσκα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του masque στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του masque

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.