Τι σημαίνει το marcher στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης marcher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marcher στο Γαλλικά.
Η λέξη marcher στο Γαλλικά σημαίνει περπατάω, περπατώ, έχω αποτέλεσμα, κάνω βήματα, λειτουργώ, λειτουργώ, πηγαίνω, εν δράσει, περπάτημα, το κόβω με τα πόδια, περπατάω, περπατώ, περπατάω, το κόβω με τα πόδια, πατάω, traveling, περπατώ, δραστηριοποιούμαι, ρίχνω νερό, λειτουργώ, πετυχαίνω, πετυχαίνω, δουλεύω, κάνω έναν περίπατο, πάω έναν περίπατο, περιφέρομαι, την πατάω, βολεύω, τα έχει παίξει, τα έχει φτύσει, σεργιανίζω, σουλατσάρω, κάνω περίπατο, περπατώ αδιάφορα, τρεκλίζω, τρικλίζω, τρεκλίζω, παραπατάω, πηγαίνω πρίμα, που δεν λειτουργεί, καλός, πάνω από το πτώμα μου, αδύναμος χαρακτήρας, ανίσχυρος χαρακτήρας, σέρνω τα πόδια μου, ζω στα άκρα, ακολουθώ, αντιγράφω, τα καταφέρνω, πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω, πιάνω κπ κορόϊδο, λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ, φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, παίζω κπ, κάνω πλάκα, ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί, ακολουθώ τα βήματα κάποιου, δουλεύω μια χαρά, μπαίνω στα χωράφια κπ, είμαι πολύ προσεκτικός, δεν πιάνω, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, χτυπάω τα πόδια μου, περπατώ αργά, περπατάω βαριά, υπνοβατώ, είμαι αδέξιος, κινούμαι αδέξια, δρασκελίζω, περπατώ βαριά, περπατώ αδέξια, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, πατάω, πατώ, περπατάω με το κεφάλι ψηλά, εργάζομαι αντίστροφα, συνεχίζω να περπατάω, σέρνομαι, είμαι προσεκτικός, πάω καλά, οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο, περπατώ βαριά, περπατώ αργά, κινούμαι κουνιστά, κινούμαι θηλυπρεπώς, παίζω, δεν πατάω, δεν περπατώ σε, πατάω, είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου, βαδίζω στα βήματα κάποιου, προετοιμάζω, ετοιμάζω, κοροϊδεύω, κοροϊδεύω, δεν πιάνω σε κπ, έρπω, προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά, παρακάνω, κουράζω, πατάω, πατώ, λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ, πατάω σε κτ, πατάω, περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης marcher
περπατάω, περπατώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Souhaitez-vous conduire ou marcher ? Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς; |
έχω αποτέλεσμα(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le médicament a-t-il marché ? Έπιασε αυτό το φάρμακο; |
κάνω βήματα(Basket-ball) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le basketteur allait marquer, mais il a marché. |
λειτουργώverbe intransitif (appareil) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce ventilateur ne marche pas. |
λειτουργώverbe intransitif (appareil, ...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que la voiture fonctionne ? Δουλεύει αυτό το αυτοκίνητο; |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le mariage s'est très bien passé, merci. Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ. |
εν δράσειverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As-tu vu marcher ma nouvelle tondeuse ? |
περπάτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Marcher fait économiser de l'argent sur le prix du bus ou sur l'essence et c'est aussi un bon exercice. Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης. |
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περπατάω, περπατώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je marchais avec précaution en traversant le sol glissant. Tu as marché partout sur la moquette avec tes bottes pleines de boue ! Περπατούσα με προσοχή ενώ διέσχιζα το ολισθηρό έδαφος. |
περπατάω(péniblement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της. |
πατάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai marché dans la boue dehors. Πάτησα στις λάσπες έξω από το σπίτι. |
travelingnom masculin (Basket : faute) (παράβαση παίκτη στο μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
περπατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture est tombée en panne, on va devoir marcher. |
δραστηριοποιούμαι(entreprise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες ανά τον κόσμο. |
ρίχνω νερόverbe intransitif (chasse d'eau) (το καζανάκι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La chasse d'eau ne marche pas. On va devoir appeler le plombier. Δεν λειτουργεί το καζανάκι στην τουαλέτα. Πρέπει να καλέσουμε υδραυλικό. |
λειτουργώverbe intransitif (machine) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La machine à café ne fonctionne pas correctement. Η καφετιέρα δεν λειτουργεί κανονικά. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Νομίζω ότι η παρουσίασή σου στην τάξη πήγε πολύ καλά. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le projet a réussi après des années d'efforts. Το σχέδιο πέτυχε μετά από προσπάθειες ετών. |
δουλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Maria a laissé le logiciel fonctionner toute la nuit. Η Μαρία άφησε το πρόγραμμα του υπολογιστή να τρέχει όλη νύχτα. |
κάνω έναν περίπατο, πάω έναν περίπατο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Imogen est allée se promener pour prendre l'air. Η Ίμοτζεν πήγε μια βόλτα για να πάρει λίγο φρέσκο αέρα. |
περιφέρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je n'avais nulle part où aller. Je ne faisais que déambuler (or: marcher). Δεν είχα που να πάω. Απλά τριγύριζα. |
την πατάω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le fonds d'investissement promettait de gros profits et je me suis fait avoir Το επενδυτικό σχέδιο υποσχόταν τεράστιες αποδόσεις και την πάτησα. |
βολεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pourrais te voir à 14 h mercredi : est-ce que ça marche pour toi ? |
τα έχει παίξει, τα έχει φτύσει(très familier) (ανεπίσημο: χάλασε) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σεργιανίζω, σουλατσάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω περίπατο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περπατώ αδιάφορα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρεκλίζω, τρικλίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρεκλίζω, παραπατάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαίνω πρίμα(figuré) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν λειτουργεί(appareil) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tout est au poil ici. Merci de t'en inquiéter. |
πάνω από το πτώμα μουinterjection (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pour obtenir la garde des enfants, il faudra me marcher sur le corps. |
αδύναμος χαρακτήρας, ανίσχυρος χαρακτήρας
|
σέρνω τα πόδια μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω στα άκρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise aime prendre des risques et marche sur le fil du rasoir (or: vit dangereusement). |
ακολουθώ, αντιγράφω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune chanteur voulait marcher sur les traces de son père célèbre. |
τα καταφέρνωverbe transitif (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si on fait de gros efforts pour sauver notre couple, ça peut marcher (or: on peut faire en sorte que ça marche). |
πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύωverbe transitif (figuré) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrête de me faire marcher, je vois clair dans ton jeu ! |
πιάνω κπ κορόϊδο(figuré, familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand il a découvert que son portefeuille avait disparu, il a réalisé qu'elle l'avait mené en bateau. |
λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ
La plupart des voitures marchent à l'essence. Τα περισσότερα αμάξια καίνε βενζίνη. |
φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστόςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα. |
υπερασπίζομαι τον εαυτό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Suzie doit apprendre à se défendre. |
παίζω κπverbe transitif (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω πλάκα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακολουθώ τα βήματα κάποιου(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δουλεύω μια χαρά
|
μπαίνω στα χωράφια κπ(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι πολύ προσεκτικόςlocution verbale (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν πιάνω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο ελέφαντας περπατούσε με βαριά βήματα μέσα στο δάσος. |
χτυπάω τα πόδια μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne marche pas d'un pas lourd dans l'escalier, ta sœur dort. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μη χτυπάς τα πόδια σου στις σκάλες, η αδελφή σου κοιμάται. |
περπατώ αργά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατάω βαριά
Le vieux cheval marchait dans la rue d'un pas lourd et lent. |
υπνοβατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gwen est rentrée dans le mur tandis qu'elle faisait une crise de somnambulisme. |
είμαι αδέξιος, κινούμαι αδέξια
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δρασκελίζω(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατώ βαριάverbe intransitif |
περπατώ αδέξιαverbe intransitif (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πατάω, πατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατάω με το κεφάλι ψηλάverbe intransitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργάζομαι αντίστροφαverbe intransitif Ce mécanisme marche à l'envers. |
συνεχίζω να περπατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a essayé de lui dire bonjour dans la rue, mais il a continué à marcher sans tourner la tête. Προσπάθησε να τον χαιρετήσει στον δρόμο, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει χωρίς να πει ούτε γεια. |
σέρνομαι(μτφ: σέρνω τα πόδια μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαι προσεκτικόςlocution verbale (figuré, familier) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Depuis qu'Albert a demandé une augmentation il marche sur des œufs. Είναι αρκετά ευαίσθητος μ' αυτό το θέμα, γι' αυτό να είσαι προσεκτικός. |
πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'avais prévu de déménager à Paris si tout allait bien, mais mes investissements n'ont pas marché comme prévu. Ήλπιζα να μετακομίσω στο Παρίσι εάν όλα πήγαιναν καλά, αλλά οι επενδύσεις μου δεν απέδωσαν. |
οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) « Marche devant ! », a-t-elle dit, et je l'ai précédée dans le couloir. «Οδήγησέ με!», μου είπε και τη συνόδευσα κατά μήκος του διαδρόμου. |
περπατώ βαριά, περπατώ αργά
|
κινούμαι κουνιστά, κινούμαι θηλυπρεπώς
|
παίζωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'aimerais que Derek arrête de nous faire marcher et prenne une décision claire sur ce qu'il compte faire. |
δεν πατάω, δεν περπατώ σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne vous approchez pas des lignes à haute tension. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι. |
πατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Attention, tu risques de marcher sur la queue du chien ! Πρόσεξε, μπορεί να πατήσεις την ουρά του σκύλου! |
είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βαδίζω στα βήματα κάποιου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προετοιμάζω, ετοιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipage a dû remettre la voiture en état pour le dernier jour du rallye. |
κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν πιάνω σε κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρπω(bébé surtout) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bébé marchait à quatre pattes sur le sol. Το μωρό μπουσούλησε στο πάτωμα. |
προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικάlocution verbale ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προχώρα προσεκτικά για να μην ενοχλήσεις τα ζώα. |
παρακάνω, κουράζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πατάω, πατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le grand lourdaud ne regardait pas où il allait et il m'a marché sur le pied ! Marchez doucement car tu marches sur mes rêves. (W. B. Yeats) Ο πανίβλακας δεν κοίταζε που πήγαινε και μου πάτησε το πόδι! |
λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ
|
πατάω σε κτ
J'ai marché dans une flaque d'eau et abîmé mes chaussures neuves. Πάτησα σε μια λιμνούλα με λάσπη και κατέστρεψα τα καινούρια μου παπούτσια. |
πατάωlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ta gentillesse légendaire les encourage à te marcher sur les pieds au boulot. Η αθώα φιλική σου διάθεση κάνει τους άλλους να σε εκμεταλλεύονται στην δουλειά. |
περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτ
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marcher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του marcher
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.