Τι σημαίνει το matière στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης matière στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του matière στο Γαλλικά.

Η λέξη matière στο Γαλλικά σημαίνει ουσία, ύλη, υλικό, ουσία, ύλη, μάθημα, υλικό, υπόσταση, ουσία, καλλιτεχνικό μέσο, τροφή, περίττωμα, νοημοσύνη, πατώνω, θερμοπλαστικό, κόβομαι, όσον αφορά κτ, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά, τα τελευταία νέα, μαγειρικό λίπος, κολλώδης ουσία, επικίνδυνο υλικό, λιπαρές ουσίες γάλακτος, βασικό πεδίο σπουδών, παλιά καραβάνα, καύσιμο, εύφλεκτο υλικό, ανόργανη ύλη, οργανική ύλη, βασικό αντικείμενο σπουδών, οργανική ύλη, ραδιενεργή ουσία, αφορμή για προβληματισμό, κρέμα σαντιγί, πρωταρχική ύλη, γιατρός-αυθεντία, περιθώριο βελτίωσης, είδωλο του στυλ, είδωλο της μόδας, ευκολάκι, αιωρούμενα σωματίδια, επικίνδυνο υλικό, φαιά ουσία, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, μάθημα κορμού, μολυσμένη αντικείμενο, υγειονομικές απαιτήσεις, ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ειδικές ανάγκες, όσον αφορά, παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση, σωματίδιο, η τελευταία λέξη του, καύσιμο, τομέας σπουδών, παλιά καραβάνα σε κτ, μυαλό, αξιόπιστος, λιπαρά, ειδίκευση, ειδικότητα, τροφή για κτ, σκοτεινή ύλη, εκπαιδευτικά, προαπαιτούμενο, δευτερεύον αντικείμενο σπουδών, οργανικά σκουπίδια, κρέμα γάλακτος, από άποψης, από θέμα, ρίχνω κοπριά σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης matière

ουσία, ύλη

nom féminin (physique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La matière carbonique s'allie à l'oxygène.
Η ανθρακούχα ουσία (or: ύλη) συνδυάζεται με το οξυγόνο.

υλικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a comme une espèce de matière recouvrant cette table afin de la rendre lisse.
Αυτό το τραπέζι καλύπτεται από κάποιο υλικό που το κάνει τόσο λείο.

ουσία, ύλη

(matériau)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le papier se compose de matières fibreuses extraites de pâte à papier ou de tissus.
Το χαρτί παρασκευάζεται από ινώδη ύλη, είτε πολτό είτε ύφασμα.

μάθημα

nom féminin (Scolaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'étudie trois matières : la chimie, l'anglais et le français.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πρωί έχω τρία μαθήματα: Χημεία, Αγγλικά και Γαλλικά.

υλικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La chercheuse a fini de réunir toute la matière dont elle a besoin.
Μόλις τελειώσουμε με αυτό, πρέπει να ασχοληθούμε με την ύλη που έχουμε γι' αυτό το μάθημα.

υπόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'apparition semblait ne pas avoir de substance.

ουσία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter n'était pas sûr de quelle substance (or: matière) était fait le toit.
Ο Πέτρος δεν ήταν σίγουρος από τι υλικό ήταν κατασκευασμένη η στέγη.

καλλιτεχνικό μέσο

nom féminin

D'ordinaire, la matière qu'il travaille est le marbre ou le verre.
Συνήθως χρησιμοποιεί το μάρμαρο ή το γυαλί ως καλλιτεχνικό μέσο.

τροφή

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περίττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νοημοσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πατώνω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai raté l'interrogation de maths et je dois la repasser.

θερμοπλαστικό

κόβομαι

(αργκό: μάθημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle est très gênée d'avoir raté son CE2.

όσον αφορά κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand il s'agit de l’œuvre de Charles Dickens, elle est l'une des experts mondiaux.
Όσον αφορά το έργο του Τσαρλς Ντίκενς, είναι μία από τις κορυφαίες ειδικούς στον κόσμο.

καινούριος σε κτ, νέος σε κτ

(compétences)

σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'adore lire, mais j'ai du mal quand il s'agit d'étudier la science.
Μου αρέσει να διαβάζω, αλλά έχω πρόβλημα όσον αφορά τη μελέτη της φυσικής.

τα τελευταία νέα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben se levait toujours tôt pour pouvoir entendre les dernières infos (or: les dernières nouvelles) avant d'aller travailler.

μαγειρικό λίπος

nom féminin

Mélangez la matière grasse dans la farine avec le bout des doigts.

κολλώδης ουσία

nom féminin

επικίνδυνο υλικό

λιπαρές ουσίες γάλακτος

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασικό πεδίο σπουδών

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma matière principale est le grec, et j'étudie l'histoire de l'art en option.

παλιά καραβάνα

(figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καύσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εύφλεκτο υλικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανόργανη ύλη

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'appareil sépare l'eau, l'argile et d'autres matières inorganiques de l'huile.

οργανική ύλη

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Toute matière vivante contient des acides aminés.

βασικό αντικείμενο σπουδών

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle étudie l'espagnol à l'université, mais sa matière principale est la psychologie.

οργανική ύλη

nom féminin

Je recycle les matières organiques pour en faire du compost. Les décomposeurs, tels que les asticots, se nourrissent de matière organique morte.
Ανακυκλώνω την οργανική ύλη για να φτιάξω λίπασμα για τον κήπο. Oι αποδομητές, όπως τα σκουλήκια, τρέφονατι με νεκρή οργανική ύλη.

ραδιενεργή ουσία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφορμή για προβληματισμό

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Oui, tes idées m'ont bien donné matière à réflexion !
Ναι, οι ιδέες σου σαφέστατα μου έδωσαν τροφή για σκέψη!

κρέμα σαντιγί

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρωταρχική ύλη

nom féminin (αλχημεία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Nous risquons de subir une rupture de stock de matière première pour la production de cette pièce.

γιατρός-αυθεντία

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιθώριο βελτίωσης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είδωλο του στυλ, είδωλο της μόδας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ευκολάκι

nom féminin (à l'école) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αιωρούμενα σωματίδια

nom féminin (particules dans l'air)

επικίνδυνο υλικό

φαιά ουσία

nom féminin (matière cérébrale)

εγκυκλοπαιδικές γνώσεις

nom féminin pluriel

Les enfants étaient impressionnés par les connaissances encyclopédiques en aéronautique de leur grand-père (or: par les connaissances encyclopédiques de leur grand-père en matière d'avion).

μάθημα κορμού

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μολυσμένη αντικείμενο

(Médecine)

υγειονομικές απαιτήσεις

Certains métiers, comme les pompiers, ont des exigences en matière de condition physique.

ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες

ειδικές ανάγκες

(ευφημισμός)

όσον αφορά

(emploi critiqué)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En termes de profit, l'éditeur a gagné 15,3 millions de dollars l'année dernière.
Όσον αφορά τα κέρδη, πέρυσι ο εκδότης έβγαλε 15,3 εκατομμύρια δολάρια.

παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À l'université, ma matière principale était le commerce, et j'ai étudié la psychologie comme matière secondaire.

σωματίδιο

nom féminin (ελάχιστο ποσό ύλης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η τελευταία λέξη του

nom masculin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On trouve toujours le nec plus ultra de la haute couture à Paris.

καύσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Μην αποθηκεύετε καύσιμα υλικά κοντά στην κάμινο.

τομέας σπουδών

nom féminin (Éducation)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παλιά καραβάνα σε κτ

(figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Καλά θα κάνεις να ακολουθήσεις τη συμβουλή του. Είναι παλιά καραβάνα σε αυτή τη δουλειά.

μυαλό

nom féminin (figuré : intelligence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αξιόπιστος

(όσον αφορά σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λιπαρά

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Si ce fromage est si bon, c'est parce qu'il est riche en matière grasse.
Κοίτα! Αυτό το τυρί έχει τόσο ωραία γεύση επειδή έχει πολλά λιπαρά.

ειδίκευση, ειδικότητα

nom féminin (Éducation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les matières principales les plus prisées dans cette université sont l'Anglais, le Commerce et l'Économie.
Οι πιο δημοφιλείς ειδικεύσεις (or: ειδικότητες) σε αυτό το πανεπιστήμιο είναι τα Αγγλικά, το εμπόριο και τα οικονομικά.

τροφή για κτ

(μεταφορικά)

Ses expériences, bonnes et mauvaises, constituaient toutes de la matière pour son roman.

σκοτεινή ύλη

εκπαιδευτικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προαπαιτούμενο

nom féminin (Scolaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Allemand deuxième langue était une matière obligatoire dans mon lycée.

δευτερεύον αντικείμενο σπουδών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Kelsey a pris une matière secondaire en musique.

οργανικά σκουπίδια

nom féminin

Tom a jeté de la matière organique sur le tas de compost.

κρέμα γάλακτος

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

από άποψης, από θέμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Que devons-nous prendre en matière de vêtements (or: au niveau des vêtements) pour nos vacances ?
Από θέμα ρούχων τι θα χρειαστεί να πακετάρουμε για τις διακοπές μας;

ρίχνω κοπριά σε κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rachel a étendu de la matière organique sur son jardin.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του matière στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του matière

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.