Τι σημαίνει το marques στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης marques στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marques στο Γαλλικά.

Η λέξη marques στο Γαλλικά σημαίνει σημειωμένος, επισημασμένος, μάρκα, σημάδι, αξιοσημείωτος, μαρκάρισμα, ένδειξη, μαρκαρισμένος, σταμπαρισμένος, σύμβολο, δείγμα, μάρκα, μάρκα, μώλωπας, στιγματισμένος, πληγωμένος, με καλή σήμανση, λάβετε θέσεις, μάρκα, φίρμα, χτύπημα, σήμα κατατεθέν, τσαλακωμένος, ζαρωμένος, βασανισμένος, σημάδι, σημάδι, νι, βαθούλωμα, κοίλωμα, νι, νι, μαρκαρισμένος, έντονος, εξουθενωμένος, εξαντλημένος, καταβεβλημένος, γραμμή, ίχνος, σημάδι, μαρκάρω, πυροσφραγίζω, σημαδεύω, σηματοδοτώ, χαρακτηρίζω, επισημαίνω, περιγράφω, σκιαγραφώ, χτυπάω σε ρυθμό, σκοράρω, αφήνω ουλή σε κπ/κτ, αφήνω σημάδι σε κπ/κτ, ορίζω, εξατομικεύω, κερδίζω, σημαδεύω, βάζω σελιδοδείκτη, μελανιάζω, φτάνω στην πρώτη βάση, βάζω, πετυχαίνω, καλύπτω, αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα, καρφώνω, βάζω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, αφήνω σημάδια σε κτ, οριοθετώ, παίζω έναν ρυθμό, επισυνάπτω, βρίσκω, χαράσσω, χαράζω, μουτζουρώνω, με έχει σημαδέψει, με έχει στιγματίσει, ιδιόκτητος, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, σελιδοδείκτης, ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένου, φιλική συμμετοχή, μικρό δρώμενο, σελιδοδείκτης, ασφράγιστος, που έχει σημάδια από τις μάχες, χωρίς ετικέτα, με εγκοπές, που ταιριάζει στο brand, εμπορικό σήμα, κάρτα για το σκορ, στίγμα, ουλή, αυτός που καταγράφει τους πόντους, αυτός που καταγράφει τη βαθμολογία, κάρτα για το σκορ, πίνακας του σκορ, γραμμοκώδικας, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, επωνυμία, αναγνωρισιμότητα, εμπορικό όνομα, αξία επωνυμίας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αξιοπιστία, επώνυμο προϊόν, παγκόσμιο branding, σύμβολο που δηλώνει συμμόρφωση με προδιαγραφές, προϊόν ευρείας κατανάλωσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης marques

σημειωμένος, επισημασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ben a trouvé l'endroit marqué sur la carte.
Ο Μπεν βρήκε το σημειωμένο σημείο στο χάρτη.

μάρκα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quelle marque de chaussures achetez-vous ?
Τι μάρκα παπούτσια αγοράζεις;

σημάδι

(visible)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En se renversant, la chaise a laissé une marque sur le mur.
Η καρέκλα πέφτοντας άφησε σημάδι στον τοίχο.

αξιοσημείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y avait une différence marquée entre les deux travailleurs.

μαρκάρισμα

nom féminin (résultat du marquage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On peut identifier le propriétaire selon la marque de la vache.

ένδειξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce cadeau est la marque du respect que je vous porte.
Αυτό το δώρο είναι μια ένδειξη του σεβασμού μου προς το πρόσωπό σου.

μαρκαρισμένος, σταμπαρισμένος

adjectif (animal) (ζώο: σημαδεμένο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le bétail n'est pas marqué, personne ne sait d'où il vient.
Οι αγελάδες δεν είναι μαρκαρισμένες (or: σταμπαρισμένες) και έτσι δεν ξέρει κανείς από πού προέρχονται.

σύμβολο, δείγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le couple a échangé des bagues comme marque de leur amour.
Το ζευγάρι αντάλλαξε δαχτυλίδια ως σύμβολο της αγάπης του.

μάρκα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάρκα

nom féminin (μόδα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μώλωπας

(sur la peau)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στιγματισμένος

(figuré) (άτομο, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πληγωμένος

(émotionnellement) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με καλή σήμανση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάβετε θέσεις

nom féminin (Sports)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À vos marques... Prêts... Partez !
Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

μάρκα, φίρμα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quelle est la marque de ta voiture ? Toyota ? Quelle est la marque de ton ordinateur ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι Τογιότα;

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les jambes de Chelsea sont couvertes de marques et de bleus à force de se cogner.

σήμα κατατεθέν

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La marque (or: Le signe distinctif) de Patricia est sa chevelure rousse.

τσαλακωμένος, ζαρωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

βασανισμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σημάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le voyageur a suivi les balises jusqu'à la ville la plus proche.

σημάδι

nom féminin (sur une piste) (που υποδηλώνει μονοπάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le Sentier des Appalaches est délimité par des marques blanches.

νι

(Can surtout)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βαθούλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοίλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νι

(Can surtout)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

νι

(Can surtout)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαρκαρισμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les archives signalées apparaissent séparément au bas du fichier.

έντονος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les médecins ont remarqué une augmentation prononcée (or: marquée) des cas de grippe.
Οι γιατροί έχουν παρατηρήσει μια έντονη αύξηση των περιστατικών γρίπης.

εξουθενωμένος, εξαντλημένος, καταβεβλημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben n'avait pas très bien nettoyé les fenêtres ; il y avait des traces (or: marques) partout.
Ο Μπεν δεν είχε καθαρίσει και πολύ καλά τα παράθυρα. Υπήρχαν σημάδια παντού.

ίχνος, σημάδι

(rivière) (πλημμύρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Εξαιτίας της πλημμύρας, σχηματίστηκε λεκές στον τοίχο από το νερό.

μαρκάρω, πυροσφραγίζω

verbe transitif (du bétail) (ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le fermier marqua la vache au fer rouge.
Ο αγρότης μάρκαρε (or: πυροσφράγισε) την αγελάδα με πυρωμένο σίδερο.

σημαδεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chat a marqué le pied de la table avec ses griffes.
Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της.

σηματοδοτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαρακτηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La violence a caractérisé chaque nuit de la guerre.
Κάθε βραδιά του πολέμου σημαδεύτηκε από βία.

επισημαίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le magasin indiquait (or: marquait) les articles en solde par des prix étiquetés en rouge.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κατάστημα επισήμανε τα προϊόντα της προσφοράς με κόκκινες ετικέτες.

περιγράφω, σκιαγραφώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les animaux marquent leur territoire avec des signaux visuels et olfactifs.

χτυπάω σε ρυθμό

verbe transitif (le rythme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le batteur marquait le rythme.

σκοράρω

verbe intransitif (Sports)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'équipe a marqué à la dernière minute.
Ο επιθετικός της ομάδας σκόραρε στο τελευταίο λεπτό.

αφήνω ουλή σε κπ/κτ, αφήνω σημάδι σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La balle a marqué la jambe de Laura.
Η σφαίρα άφησε σημάδι στο πόδι της Λόρα.

ορίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le bord de la zone de visualisation est marqué par du ruban jaune.
Η άκρη της περιοχής των θεατών έχει οριστεί με κίτρινη ταινία.

εξατομικεύω

(du linge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
À chaque panier, tu marques deux points pour ton équipe.
Με κάθε καλάθι κερδίζεις δύο πόντους για την ομάδα σου.

σημαδεύω

verbe transitif (psychologiquement) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La négligence de ses parents a marqué l’enfant.
Η αμέλεια των γονιών σημάδεψε το παιδί.

βάζω σελιδοδείκτη

verbe transitif (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vais marquer cette page et je la lirai plus tard.

μελανιάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ne tire pas sur mon bras comme ça, je marque facilement.
Μην μου τραβάς το χέρι έτσι. Μελανιάζω εύκολα.

φτάνω στην πρώτη βάση

verbe intransitif (Base-ball) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a marqué au huitième tour de batte.

βάζω, πετυχαίνω

verbe transitif (un but)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joueur a marqué un but dans la deuxième mi-temps.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

καλύπτω

verbe transitif (Sports)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a superbement marqué le joueur star, et son équipe a gagné.

αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nouvelle de la mort de son père la marqua terriblement.

καρφώνω

verbe transitif (Sports) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Et il marque le panier pour faire match nul.

βάζω

verbe transitif (un but)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipe visiteuse a marqué un but en première période.
Η φιλοξενούμενη ομάδα σκόραρε στο πρώτο μισό του αγώνα.

χαράσσω, χαράζω

verbe transitif (du papier, du carton)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est plus facile de plier le papier en le marquant au préalable.

χαράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le prisonnier a marqué un autre jour sur le mur de sa cellule.

αφήνω σημάδια σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le passage incessant de camions a marqué la route de campagne.

οριοθετώ

(ορίζω όρια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω έναν ρυθμό

(le tempo)

Rufus s'est mis à battre le tempo à la batterie.

επισυνάπτω

(mettre une étiquette) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τζέιμς επισύναψε το αρχείο στο email ώστε το αφεντικό του να μπορέσει να δει ποιο ήταν το πρόβλημα.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν και οι αντίπαλοι υπερείχαν από κάθε άποψη, η ομάδα κατάφερε παρ' όλα αυτά να πετύχει ως δια μαγείας αρκετά γκολ για να κερδίσει το παιχνίδι.

χαράσσω, χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εξοργισμένος που πάρκαραν στη θέση του ο Πολ χάραξε με τα κλειδιά του την πλαϊνή πόρτα του αυτοκινήτου.

μουτζουρώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'enfant a marqué les murs avec du crayon.
Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους.

με έχει σημαδέψει, με έχει στιγματίσει

(personne) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le garçon a été profondément marqué par la mort de son poney et il lui a fallu du temps pour sourire de nouveau.
Ο θάνατος του πόνυ είχε σημαδέψει (or: στιγματίσει) το μικρό αγόρι και πέρασε καιρός μέχρι να ξαναχαμογελάσει.

ιδιόκτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un produit breveté.

που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σελιδοδείκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Alan se sert de bouts de papier comme marque-pages.

ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένου

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a laissé les enfants faire les marque-places pour le repas de famille du lendemain.

φιλική συμμετοχή

(anglicisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James Franco fut récemment la guest-star du feuilleton « Hôpital central ».

μικρό δρώμενο

(figuré)

σελιδοδείκτης

(μεταφορικά: έγγραφο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
M. Rogers a mis un marque-page au niveau du paragraphe qui nous intéresse, page 3.

ασφράγιστος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει σημάδια από τις μάχες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς ετικέτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με εγκοπές

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons enfoncé un poteau entaillé (or: marqué d'une encoche) dans le sol et y avons attaché la corde de la tente.

που ταιριάζει στο brand

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικό σήμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Les grandes entreprises sont très soucieuses de protéger leur marque déposée.
Οι μεγάλες εταιρείες προστατεύουν πολύ το εμπορικό τους σήμα.

κάρτα για το σκορ

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ils nous ont donné une feuille de score mais nous ne savions pas comment la remplir.
Μας έδωσαν μια κάρτα για το σκορ, αλλά δεν ξέραμε πώς να τη συμπληρώσουμε.

στίγμα

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Avoir des parents qui ne sont pas mariés n'est plus une marque d'infamie.

ουλή

nom féminin (από εξανθηματική νόσο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτός που καταγράφει τους πόντους, αυτός που καταγράφει τη βαθμολογία

nom féminin (αθλητισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάρτα για το σκορ

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le golfeur a été disqualifié parce qu'il a oublié de signer sa feuille de score.

πίνακας του σκορ

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
D'après la feuille de score, c'est moi qui gagne.

γραμμοκώδικας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία

nom féminin

επωνυμία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Coca Cola est une marque déposée.

αναγνωρισιμότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les entreprises paient pour avoir leur nom inscrit sur les athlètes afin d'assurer la reconnaissance de leur marque.
Οι εταιρείες πληρώνουν για να μπαίνει το όνομά τους σε στολές αθλητών ώστε να προωθούν την αναγνωρισιμότητα του προϊόντος τους. Πολλές φορές οι έφηβοι έχουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από τους ενήλικες.

εμπορικό όνομα

nom masculin

Est-ce que quelqu'un a de meilleures idées pour un nom de marque ?
Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα για νέο εμπορικό όνομα;

αξία επωνυμίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Son capital-marque lui permet d'être numéro 1 sur le marché.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin

La santé de la marque lui permet de se tourner vers de nouveaux marchés.

αξιοπιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επώνυμο προϊόν

nom masculin pluriel

παγκόσμιο branding

nom féminin

σύμβολο που δηλώνει συμμόρφωση με προδιαγραφές

(en Grande-Bretagne)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προϊόν ευρείας κατανάλωσης

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marques στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του marques

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.