Τι σημαίνει το marché στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης marché στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marché στο Γαλλικά.
Η λέξη marché στο Γαλλικά σημαίνει αγορά, αγορά, αγορά, σκαλί, σκαλοπάτι, αγορά, πορεία, σκαλί, σκαλοπάτι, σκαλοπάτι, πορεία, περπάτημα, βηματισμός, περπάτημα, αγορά, σκαλί, σκαλοπάτι, αγορά, εμπόριο, αγορά, συμφωνία, αργό περπάτημα, on, αντάλλαγμα, σκαλοπάτι, σκαλί, αγορά, πορεία, χειρισμός, περπατάω, περπατώ, πατάω, κάνω βήματα, το κόβω με τα πόδια, περπατάω, περπατώ, περπατάω, το κόβω με τα πόδια, έχω αποτέλεσμα, traveling, περπατώ, πετυχαίνω, πετυχαίνω, λειτουργώ, δουλεύω, δραστηριοποιούμαι, ρίχνω νερό, λειτουργώ, λειτουργώ, οδηγώ, φτηνός, χρηματιστήριο, υποχώρηση, λειτουργία, ανάβω, ανοίγω, βήμα προς βήμα, που αναβοσβήνει, αντιφάσκω, κάνω όπισθεν, κάνω όπισθεν, επιτυχής, που δουλεύει, επενδυτής, επενδύτρια, κινούμενος, φτηνιάρικος, εν δράσει, σε πλήρη λειτουργία, ηλιακός, που λειτουργεί σωστά, που λειτουργεί καλά, εκτός αυτού, σα να μην έφτανε αυτό, που λειτουργεί σωστά, σε άψογη κατάσταση, που δουλέυει ρολόι, λειτουργικός, σε καλή κατάσταση, βολεύει, κάνω πορεία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σεληνιακός περίπατος, που περπατάει με ψηλό βηματισμό, πεζοπορία, ρυθμικός βηματισμός σε σφιχτή διάταξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης marché
αγοράnom masculin (lieu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils mettent en place le marché à quatre heures du matin. Έστησαν τη λαϊκή στις τέσσερις το πρωί. |
αγοράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le marché des maisons neuves est important. Η αγορά καινούριων ακινήτων είναι ισχυρή. |
αγορά(potentiel de vente) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je pense qu'il y a un gros marché pour les motos faites sur commande. Πιστεύω πως υπάρχει μεγάλη αγορά για μηχανές. |
σκαλί, σκαλοπάτιnom féminin (d'un escalier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a 13 marches dans cet escalier. Αυτή η σκάλα έχει δεκατρία σκαλιά. |
αγοράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le marché de l'emploi a beaucoup évolué ces 30 dernières années. Η αγορά εργασίας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 30 χρόνια. |
πορείαnom féminin (Militaire : exercice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La marche à travers champs a duré quatre jours. Η πορεία μέσα από τα χωράφια διήρκησε τέσσερις μέρες. |
σκαλί, σκαλοπάτιnom féminin (d'une échelle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La plus haute marche de l'échelle n'est pas assez solide pour te supporter. |
σκαλοπάτιnom féminin (d'un véhicule) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le général ouvrit la portière et se mit debout sur la marche alors que le camion commençait à s'arrêter. |
πορεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La marche de protestation comprenait à la fois des étudiants et des ouvriers. Η πορεία των διαδηλωτών περιλάμβανε φοιτητές και εργαζομένους. |
περπάτημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sheepscot est à quatre jours de marche d'ici. Το Σίπσκοτ είναι τρεις μέρες με τα πόδια από εδώ. |
βηματισμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Une marche au pas accéléré devrait nous permettre de gagner la ville en moins d'une heure. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν έχουμε σταθερό βηματισμό (or: βήμα), θα φτάσουμε στον προορισμό μας σε μία ώρα. |
περπάτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Marcher fait économiser de l'argent sur le prix du bus ou sur l'essence et c'est aussi un bon exercice. Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης. |
αγορά(Bourse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le cours de la Bourse a perdu 2% aujourd'hui. Η αγορά σημείωσε πτώση 2% σήμερα. |
σκαλί, σκαλοπάτιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La petite fille était assise sur la dernière marche et écoutait ses parents parler dans le salon. |
αγοράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les artisans du village vendent leurs produits sur le marché. |
εμπόριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Avec un marché libre et ouvert, nos produits peuvent rivaliser. |
αγοράnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le monde universitaire est un marché aux idées. |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le marché d'entraide entre les deux voisins pour leur jardin n'a pas duré longtemps. Οι συμφωνία των δύο γειτόνων να βοηθάνε ο ένας τον άλλο με τις δουλειές του κήπου δεν κράτησε πολύ. |
αργό περπάτημα
C'était une longue marche dans le champ de boue. |
onnom féminin (bouton) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Appuyez sur « marche ». |
αντάλλαγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La montre de poche d'époque était au cœur du marché qu'ils avaient passé. |
σκαλοπάτι, σκαλί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fais attention en descendant les escaliers ; les marches sont très étroites. |
αγοράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πορείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χειρισμός(από κάποιον) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le fonctionnement de cette machine est assez simple. Η λειτουργία αυτού του μηχανήματος είναι αρκετά απλή. |
περπατάω, περπατώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Souhaitez-vous conduire ou marcher ? Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς; |
πατάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai marché dans la boue dehors. Πάτησα στις λάσπες έξω από το σπίτι. |
κάνω βήματα(Basket-ball) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le basketteur allait marquer, mais il a marché. |
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περπατάω, περπατώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je marchais avec précaution en traversant le sol glissant. Tu as marché partout sur la moquette avec tes bottes pleines de boue ! Περπατούσα με προσοχή ενώ διέσχιζα το ολισθηρό έδαφος. |
περπατάω(péniblement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της. |
έχω αποτέλεσμα(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le médicament a-t-il marché ? Έπιασε αυτό το φάρμακο; |
travelingnom masculin (Basket : faute) (παράβαση παίκτη στο μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
περπατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture est tombée en panne, on va devoir marcher. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Νομίζω ότι η παρουσίασή σου στην τάξη πήγε πολύ καλά. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le projet a réussi après des années d'efforts. Το σχέδιο πέτυχε μετά από προσπάθειες ετών. |
λειτουργώverbe intransitif (appareil, ...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que la voiture fonctionne ? Δουλεύει αυτό το αυτοκίνητο; |
δουλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Maria a laissé le logiciel fonctionner toute la nuit. Η Μαρία άφησε το πρόγραμμα του υπολογιστή να τρέχει όλη νύχτα. |
δραστηριοποιούμαι(entreprise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες ανά τον κόσμο. |
ρίχνω νερόverbe intransitif (chasse d'eau) (το καζανάκι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La chasse d'eau ne marche pas. On va devoir appeler le plombier. Δεν λειτουργεί το καζανάκι στην τουαλέτα. Πρέπει να καλέσουμε υδραυλικό. |
λειτουργώverbe intransitif (machine) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La machine à café ne fonctionne pas correctement. Η καφετιέρα δεν λειτουργεί κανονικά. |
λειτουργώverbe intransitif (appareil) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce ventilateur ne marche pas. |
οδηγώverbe transitif (d'autorité) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée a emmené les captifs à marche forcée jusqu'au camp de prisonniers. Ο στρατός οδήγησε τους αιχμαλώτους στο στρατόπεδο κρατουμένων. |
φτηνόςadjectif (quartier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marion achète des maisons dans des quartiers populaires, puis les vend après les avoir rénovées. |
χρηματιστήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Beaucoup de gens ont perdu de l'argent quand la bourse s'est effondrée en septembre 2008. Πολλοί έχασαν χρήματα, μετά το κραχ του χρηματιστηρίου τον Σεπτέμβριο του 2008. |
υποχώρηση(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λειτουργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάβω, ανοίγω(la lumière, un appareil) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βήμα προς βήμα(explication, guide) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Le magazine inclut un guide détaillé pour monter un commerce en ligne. Το περιοδικό περιλαμβάνει έναν αναλυτικό οδηγό για το πως να ξεκινήσει κανείς μια επιχείρηση στο ίντερνετ. |
που αναβοσβήνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le clignotant allumé de la voiture devant moi m'a fait penser à tort qu'elle tournait à droite. |
αντιφάσκω(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω όπισθεν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il recula dans la place de parking. Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος. |
κάνω όπισθεν(με αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a reculé la voiture dans l'allée… directement dans le lampadaire. Πήγε (or: Έκανε) πίσω με το αμάξι στο δρομάκι κι έπεσε κατευθείαν πάνω στον στύλο του ηλεκτρικού. |
επιτυχής(entreprise) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son entreprise de publicité est toujours florissante. |
που δουλεύει(Politique : majorité) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour redresser la barre, le gouvernement aurait besoin d'une majorité suffisante. |
επενδυτής, επενδύτρια(anglicisme) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Le trader a reçu une grosse prime à la fin de l'année. |
κινούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Cette horloge a beaucoup de pièces en mouvement. Αυτό το ρολόι έχει πολλά κινούμενα μέρη. |
φτηνιάρικος(καθομιλουμένη, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette bague n'était vraiment pas chère : je l'ai eue pour 5 € ! |
εν δράσειlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε πλήρη λειτουργίαadjectif invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai réussi à remettre la vieille voiture de mes parents en état de marche. |
ηλιακόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που λειτουργεί σωστά, που λειτουργεί καλάlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτός αυτού
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'hôtel a des équipements magnifiques et en plus, il se trouve en plein centre de Paris. |
σα να μην έφτανε αυτό(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quelle journée ! D'abord, je me suis réveillé en retard, ensuite, le chauffe-eau a éclaté et en plus, j'ai crevé. Τι μέρα και αυτή! Πρώτα άργησα να ξυπνήσω, μετά έσκασε το θερμοσίφωνο και σαν να μην έφτανε αυτό έπαθα και λάστιχο. |
που λειτουργεί σωστά, σε άψογη κατάσταση, που δουλέυει ρολόιlocution adjectivale (machine) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λειτουργικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε καλή κατάστασηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βολεύει
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vendredi à 17 h ? Oui, ça marche. À plus alors ! |
κάνω πορεία(Militaire) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin (Finance) |
σεληνιακός περίπατοςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που περπατάει με ψηλό βηματισμό(cheval, anglicisme) (για άνθρωπο, ζώο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πεζοπορίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρυθμικός βηματισμός σε σφιχτή διάταξηnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marché στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του marché
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.