Τι σημαίνει το demanda στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης demanda στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του demanda στο ισπανικά.
Η λέξη demanda στο ισπανικά σημαίνει διεκδίκηση, απαίτηση, διεκδίκηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αγωγή, ζήτηση, μεγάλη ζήτηση, αγωγή, παράπονο, αγωγή, επείγουσα ανάγκη, απαιτώ, απαγγέλλω κατηγορία, κάνω μήνυση, κάνω αγωγή, απαιτώ, λέω, ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικά, διατάζω, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, μη απαιτητικός, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση, συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές, συλλογική, ομαδική αγωγή, αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασης, προγραμματισμός ζήτησης, λαϊκή απαίτηση, προσφορά και ζήτηση, νομική αξίωση, μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία, αιτούμαι, όχληση, μεγάλη ζήτηση, ζήτηση της αγοράς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης demanda
διεκδίκηση, απαίτησηnombre femenino (απαίτηση για πληρωμή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El conductor presentó una demanda. Ο οδηγός κατέθεσε αίτηση για ασφαλιστικές διεκδικήσεις (or: απαιτήσεις). |
διεκδίκηση, απαίτησηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su demanda a la propiedad fue rechazada. Η διεκδίκησή του όσον αφορά το ακίνητο απορρίφθηκε. |
αίτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los trabajadores amenazaron con ir a la huelga si no accedían a sus tres demandas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είχε την απαίτηση να του φτιάχνω καφέ! |
ζήτησηnombre femenino (εμπόριο: για κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La demanda de autos nuevos subió un 15%. Η ζήτηση για καινούρια αυτοκίνητα ανήλθε κατά 15%. |
απαίτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Entabló juicio con una demanda de $5000. Έκανε μήνυση με απαίτηση 5.000 δολαρίων. |
αίτημα(νομικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El juez rechazó la demanda del demandante de demorar los procedimientos. Ο δικαστής απέρριψε το αίτημα του κατηγόρου για αναβολή της διαδικασίας. |
αγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En la demanda se alegaba que la compañía había robado su propiedad intelectual. Η αγωγή ισχυριζόταν ότι η εταιρεία έκλεψε την πνευματική τους περιουσία. |
ζήτησηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hoy en día hay poca demanda de reparación de máquinas de escribir. Δεν υπάρχει πολλή ζήτηση για επιδιορθώσεις γραφομηχανών σήμερα. |
μεγάλη ζήτησηnombre femenino Tuvimos una fuerte demanda de teteras cuando bajaron de precio. |
αγωγή(νομική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La empresa presentó una demanda contra su competidor por infracción de patentes. Η εταιρεία έκανε αγωγή στον ανταγωνιστή της για την παραβίαση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας. |
παράπονο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alguien elevó una queja sobre mal servicio al consumidor a las oficinas principales de la tienda. Κάποιος υπέβαλε γραπτή διαμαρτυρία (or: καταγγελία) στα κεντρικά της εταιρείας, για την κακή εξυπηρέτηση πελατών. |
αγωγή(δικαστική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En el pleito actual, los dueños de la propiedad están demandando a la ciudad. Στην τρέχουσα αγωγή οι ιδιοκτήτες της περιουσίας μηνύουν τον δήμο. |
επείγουσα ανάγκηnombre femenino |
απαιτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Demanda lealtad de sus empleados. Απαιτεί αφοσίωση από τους εργαζομένους του. |
απαγγέλλω κατηγορίαverbo transitivo |
κάνω μήνυση, κάνω αγωγήverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando Rachel se resbaló con el suelo mojado dentro del supermercado y se rompió la pierna, decidió demandar. Όταν η Ρέιτσελ γλίστρησε στο βρεγμένο πάτωμα του σούπερ μάρκετ και έσπασε το πόδι της, αποφάσισε να κάνει μήνυση. |
απαιτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La diva demandó jarrones con rosas en su habitación. Η ντίβα είχε την απαίτηση να υπάρχουην βάζα με τριαντάφυλλα στο καμαρίνι της. |
λέωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El pueblo habrá de cumplir lo que rey demande. Ο κόσμος κάνει ό,τι πει ο βασιλιάς. |
ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικά
Los militantes exigen un un cambio en la ley. |
διατάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La reina requirió a sus súbditos que le hicieran una reverencia. Η βασίλισσα έδωσε διαταγή στους υπηκόους της να υποκλιθούν. |
επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ(σε απαίτηση για κτ) Los huelguistas están exigiendo salarios más altos. Οι απεργοί απαιτούν υψηλότερους μισθούς. |
μη απαιτητικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tome la medicación para el dolor según sea necesario. |
μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση
Hay una fuerte demanda de estos coches más chicos, señor. |
συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητέςnombre femenino (mercado de) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La demanda es muy alta y los precios se han ido por las nubes. |
συλλογική, ομαδική αγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Muchos de nosotros estamos involucrados en una demanda colectiva contra la compañía por discriminación hacia las mujeres. |
αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασηςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προγραμματισμός ζήτησηςlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαϊκή απαίτηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Fue elegido presidente del club por demanda popular. |
προσφορά και ζήτησηlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νομική αξίωσηlocución nominal femenina |
μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αιτούμαι(επίσημο: κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías presentar una demanda por una orden de protección. Πρέπει να ζητήσεις εντολή προστασίας από το δικαστήριο. |
όχληση(για πληρωμή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγάλη ζήτηση
Había una fuerte demanda de la muñeca más popular antes de Navidad. |
ζήτηση της αγοράς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του demanda στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του demanda
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.