Τι σημαίνει το chance στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chance στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chance στο Γαλλικά.
Η λέξη chance στο Γαλλικά σημαίνει τύχη, ευκαιρία, τύχη, τύχη, μοίρα, τύχη, τύχη, καλοτυχία, καλή τύχη, καλοτυχία, τύχη, τύχη, ευκαιρία, τύχη, προοπτική, ίσες ευκαιρίες, ευκαιρία, ευκαιρία, ευκαιρία, τύχη, -, θεόσταλτος, καλή τύχη, αν όλα πάνε καλά, σαν ευλογία, τυχερός, τελευταίος, μου δίνεται μια ευκαιρία, ελάχιστος, ευτυχώς, τυχερός, τυχαίος, ασυνάρτητος, τυχερός, μη θανατηφόρος, απρόβλεπτος, αμφίβολος, τυχερός, άτυχος, θέμα τύχης, αν έχουμε την τύχη με το μέρος μας, από τύχη, κατά τύχη, Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς., Καλή τύχη, Καλή τύχη!, Τι τύχη!, καλή πιθανότητα, καθαρή τύχη, τύχη του πρωτάρη, καμία πιθανότητα, παραμικρή ελπίδα, ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, καμία ευκαιρία, καλοτυχία, καλή τύχη, μεγάλη ευκαιρία, μοναδική ευκαιρία, χρυσό εισιτήριο, είδος φασολάδας, τελευταία ευκαιρία, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, δεύτερη ευκαιρία, δίκαιη μεταχείριση, μικρή πιθανότητα, μεγάλη πιθανότητα, έχω μια ευκαιρία σε κτ, δεν έχω ελπίδα, έχω ελπίδα, ρισκάρω, έχω καλές πιθανότητες, έχω το πλεονέκτημα, χάνω την ευκαιρία, είμαι καταδικασμένος, δεν έχω καμία ελπίδα, προλαβαίνω να κάνω κτ, δεν υπάρχει ελπίδα, δεν έχω ελπίδα, φέρνω τύχη σε κπ, είμαι τυχερός, αλλάζει η τύχη μου, είμαι κωλόφαρδος, τυχερός, αποκλείεται, Μπράβο, τι καλά, Δεν πειράζει!, αντιπερισπασμός, ελάχιστες ευκαιρίες, αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση, βελτίωση, ανάκαμψη, έχω την ευκαιρία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chance
τύχη(μοίρα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι θέμα τύχης πια αν θα φτάσουμε στην ώρα μας. |
ευκαιρίαnom féminin (opportunité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'espère avoir une chance de voyager. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ταξιδέψω. |
τύχη(καλή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai eu la chance d'être la première de la file au guichet. Είχα την (καλή) τύχη να είμαι πρώτος στην ουρά για τα εισιτήρια. |
τύχη, μοίρα(destin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous allons laisser cela entre les mains de la chance. Θα το αφήσουμε στην τύχη. |
τύχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι το σχέδιό μας καλύπτει κάθε ενδεχόμενο. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τίποτα στην τύχη. |
τύχη, καλοτυχίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Par chance, nous nous sommes assis à côté lors d'un déjeuner. Από εύνοια της τύχης καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο στο μεσημεριανό. |
καλή τύχη, καλοτυχίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τύχηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons eu la chance de rencontrer la reine quand nous avons visité Londres. Είχαμε την τύχη να συναντήσουμε τη βασίλισσα όταν επισκεφτήκαμε το Λονδίνο. |
τύχηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai vraiment eu de la chance de le croiser hier. Ήταν καθαρή τύχη που τον συνάντησα χτες. Αυτό το αντικείμενο μου φέρνει τύχη (or: γούρι). |
ευκαιρίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Miranda est partie à Hollywood tenter la chance de sa vie. |
τύχη(veine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand la chance vous sourit, il ne faut pas la laisser passer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν παρουσιάζεται μια ευκαιρία, δεν πρέπει να την αφήνεις να πέσει χάμω. |
προοπτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce programme offre la chance de passer un an à Paris. Το μάθημα προσφέρει την προοπτική του ενός χρόνου στο Παρίσι. |
ίσες ευκαιρίες(δικαιοσύνη) Η μία ομάδα ήταν τόσο καλή που η άλλη δεν είναι καμία πιθανότητα. |
ευκαιρίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευκαιρίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le cocktail de ce soir vous donnera l'occasion de rencontrer le patron. |
ευκαιρία(opportunité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous aurons peut-être l'occasion de skier une fois là-bas. Μπορεί να βρεθεί ευκαιρία να κάνουμε σκι όσο θα είμαστε εκεί. |
τύχη(soutenu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous devrons attendre de voir ce que la fortune nous apportera. Πρέπει να περιμένουμε για να δούμε τι μας επιφυλάσσει η μοίρα. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Heureusement que tu as pris ton parapluie. Καλά έκανες που έφερες την ομπρέλα σου. |
θεόσταλτος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
καλή τύχη
Steve a eu un coup de chance quand il a gagné au loto. |
αν όλα πάνε καλάverbe transitif (ελπίζουμε ότι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère qu'il réussira ses examens. Καλώς εχόντων των πραγμάτων (or: Θεού θέλοντος), θα περάσει τις εξετάσεις του. |
σαν ευλογία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυχερός(objet, nombre, chiffre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est ma pièce porte-bonheur. Αυτό είναι το τυχερό μου νόμισμα. |
τελευταίος(tentative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μου δίνεται μια ευκαιρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελάχιστοςadjectif (chance) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a une petite chance qu'il pleuve demain. |
ευτυχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Peter avait oublié d'apporter son téléphone, mais heureusement il se rappelait comment se rendre chez son ami. Ο Πίτερ είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του το τηλέφωνό του αλλά ευτυχώς θυμόταν πώς να πάει στο σπίτι του φίλου του. |
τυχερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai de la chance de t'avoir rencontrée. Είμαι πολύ τυχερός που σε γνώρισα. |
τυχαίος, ασυνάρτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τυχερός(κατάσταση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Είναι τυχερό που έχει και άλλους συγγενείς και τη βοηθούν. |
μη θανατηφόρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απρόβλεπτος, αμφίβολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τυχερόςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu as de la chance, c'est le dernier billet pour le concert. |
άτυχος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vous n'avez pas de chance : il n'y a plus de billets. Φοβάμαι ότι ατύχησες, δεν έχουν μείνει εισιτήρια. |
θέμα τύχηςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αν έχουμε την τύχη με το μέρος μαςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avec un peu de chance, on attrapera le train de 19 heures. |
από τύχη, κατά τύχηlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.(proverbe) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλή τύχηinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bonne chance pour ton examen ! |
Καλή τύχη!interjection (για τύχη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τι τύχη!interjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλή πιθανότητα
Tu penses que l'équipe a d'assez bonnes chances de gagner le titre ? Πιστεύεις ότι η ομάδα έχει μια καλή πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα; |
καθαρή τύχη
Par un coup de chance extraordinaire, j'ai eu un vol plus tôt. |
τύχη του πρωτάρηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Joe attribua sa réussite à la chance du débutant. |
καμία πιθανότητα(με άρνηση) Il n'a aucune chance de gagner un jour une course. |
παραμικρή ελπίδαnom masculin (με άρνηση) Il est possible que mon mari se présente aux élections, mais il n'a pas l'ombre d'une chance. |
ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il n'y a pratiquement aucune chance que notre vieux tacot supporte un aussi long voyage. D'après les médecins, il n'a pratiquement aucune chance de sortir du coma. Η πιθανότητα να βγάλει τόσο μεγάλο ταξίδι το παλιό μας αυτοκίνητο είναι ελάχιστη. Οι γιατροί λένε πως είναι σε κώμα και έχει μικρές πιθανότητες να ανακάμψει. |
καμία ευκαιρίαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu n'as aucune chance d'avoir des billets pour le match aussi tard. |
καλοτυχία, καλή τύχηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est un coup de chance qui nous a réunis. Ήταν καλή τύχη που βρήκα θέση να παρκάρω στον πολυσύχναστο δρόμο. |
μεγάλη ευκαιρία
|
μοναδική ευκαιρίαnom féminin Cette offre de travail à la télévision fut la chance de ma vie. |
χρυσό εισιτήριοnom féminin (μεταφορικά) Gagner ce concours de poésie serait pour lui une chance unique de décrocher un contrat avec une maison d'édition. |
είδος φασολάδαςnom féminin (recette de soupe américaine) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τελευταία ευκαιρίαnom féminin C'était un rendez-vous de la dernière chance pour lui... |
μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότηταnom féminin |
δεύτερη ευκαιρίαnom féminin Tout étudiant qui rate l'examen se verra offrir une seconde chance quelques semaines plus tard. |
δίκαιη μεταχείρισηnom féminin |
μικρή πιθανότηταnom féminin |
μεγάλη πιθανότηταnom féminin |
έχω μια ευκαιρία σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Johnson a une chance de décrocher un second titre mondial. |
δεν έχω ελπίδαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle n'avait aucune chance (de s'en sortir) : la maladie s'était trop développée. |
έχω ελπίδαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai fait tout ce que j'ai pu mais je n'ai jamais vraiment eu la moindre chance. |
ρισκάρω(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne voyais pas d'autre issue, alors j'ai tenté le coup et j'ai sauté. Δεν μπορούσα να βρω κάποιον άλλο εμφανή τρόπο διεξόδου κι έτσι ρίσκαρα και πήδηξα. Μην το ρισκάρεις. Πάρε λογικές προφυλάξεις. |
έχω καλές πιθανότητεςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si on continue à jouer comme ça, on a une chance de gagner. |
έχω το πλεονέκτημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a la chance d'être belle. |
χάνω την ευκαιρίαlocution verbale Je ne manque jamais une chance de voyager à l'étranger. |
είμαι καταδικασμένος, δεν έχω καμία ελπίδαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il était seul au milieu de champs dégagés à perte de vue, avec deux avions acharnés contre lui, il n'avait aucune chance. |
προλαβαίνω να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν υπάρχει ελπίδαlocution verbale (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il n'avait aucune chance de survie dans le désert. |
δεν έχω ελπίδαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La voiture a percuté Brigitte à 110 km/h, elle n'avait aucune chance. |
φέρνω τύχη σε κπlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι τυχερός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αλλάζει η τύχη μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι κωλόφαρδος(αργκό) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Nous avons été chanceux avec ces places au premier rang ! Είμαστε πολύ κωλόφαρδοι που βρήκαμε θέσεις στην πρώτη σειρά! |
τυχερός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis très chanceux d'avoir une grande famille qui me soutient. Είμαι πολύ τυχερός που έχω μια μεγάλη και οικογένεια που με στηρίζει. |
αποκλείεταιinterjection (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) - Tu penses que Phil nous prêtera de l'argent ? - Aucune chance ! |
Μπράβο, τι καλά
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quelle chance que vous ayez pensé à apporter votre parapluie ! Ευτυχώς, θυμήθηκες την ομπρέλα σου! |
Δεν πειράζει!
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιπερισπασμός(Politique) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le parti a inscrit ce candidat dans l'unique but de faire perdre l'opposition mais il a remporté l'élection. Το κόμμα τον έβαλε μόνο για αντιπερισπασμό, αλλά κέρδισε τις εκλογές. |
ελάχιστες ευκαιρίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωσηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ma montre est tombée dans la rivière ; il n'y a aucune chance que je puisse la retrouver. |
βελτίωση, ανάκαμψη(Économie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έχω την ευκαιρίαlocution verbale (δυνατότητα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je pense que tu as une chance de remporter le gros lot. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chance στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του chance
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.