Τι σημαίνει το acte στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acte στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acte στο Γαλλικά.

Η λέξη acte στο Γαλλικά σημαίνει πράξη, ενέργεια, πράξη, ενέργεια, πράξη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τίτλος ιδιοκτησίας, μεταβιβάζω, φιλανθρωπία, ένταλμα, πράξη καλοσύνης, καταστατικό, καλοσύνη, μεταβίβαση, καλοσύνη, αγαθοσύνη, αγαθότητα, κλητήριο θέσπισμα, τόλμη, τολμηρότητα, έγκλημα, ανόμημα, παραίτηαση δικαιώματος, αποποίηση δικαιώματος, πιστοποιητικό θανάτου, σεξουαλική πράξη, πράξη βίας, πράξη κήρυξης πολέμου, απόδειξη, πιστοποιητικό γεννήσεως, βαφτιστικό όνομα, εγκληματική ενέργεια, ηρωΐκή πράξη, συμβόλαιο, συμβολαιογραφική πράξη σύστασης υποθήκης, επίσημη κατάθεση/μαρτυρία, αντακλαστική αντίδραση, βίαιη πράξη, αντικανονική ενέργεια, άλμα πίστης, συστατική πράξη, ιδρυτική πράξη, πιστοποιητικό γάμου, ευγενής πράξη, πρώτη πράξη, τιμολόγιο, επίδοση δικογράφου, λαμβάνω υπόψη, διά του παρόντος, έγγραφο δικαιωμάτων, πατάω πόδι, γενναιοδωρία, γαλαντομιά, μεταβίβαση, μονομερής πράξη, κακόβουλη πρόκληση φθοράς σε ξένη ιδιοκτησία, η Ένωση, πράξη παραίτησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acte

πράξη, ενέργεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce jour-là, les actes d'Adam ont sauvé la vie de son frère.
Οι ενέργειες του Άνταμ εκείνη την ημέρα έσωσαν τη ζωή του αδερφού του.

πράξη, ενέργεια

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce sauvetage était un acte très courageux.
Η διάσωση ήταν γενναία πράξη (or: ενέργεια).

πράξη

nom masculin (Théâtre) (θέατρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La scène du balcon est à l'acte 2.
Η σκηνή του μπαλκονιού είναι στη δεύτερη πράξη.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Droit, en diplomatie surtout)

L'acte négociable indiquait que l'entreprise devait quatre mille dollars à Frank.

τίτλος ιδιοκτησίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Assure-toi de conserver l'acte notarié en lieu sûr.
Σιγουρέψου πως φυλάς τον τίτλο ιδιοκτησίας του σπιτιού σε ασφαλές μέρος.

μεταβιβάζω

locution verbale (Droit) (τον τίτλο ιδιοκτησίας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vieille dame transféra la propriété à ses filles par un acte.

φιλανθρωπία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Malgré sa richesse, mon patron n'est pas porté sur la charité.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν ασχολούνται όλοι οι πλούσιοι με τη φιλανθρωπία, και αυτό είναι κρίμα.

ένταλμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un décret a été publié concernant le dépannage des véhicules.
Κοινοποιήθηκε ένταλμα για την επανάκτηση των οχημάτων.

πράξη καλοσύνης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταστατικό

(νομική: εταιρεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλοσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sean désirait trouver un moyen de remercier son ami pour sa gentillesse.

μεταβίβαση

(περιουσίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous prenons possession de la maison la semaine prochaine.
Η μεταβίβαση του σπιτιού θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα.

καλοσύνη, αγαθοσύνη, αγαθότητα

nom masculin (αγαθή, φιλάνθρωπη προαίρεση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le bouddhisme encourage l'acte de bienfaisance ainsi qu'une moralité rigoureuse.
Ο Βουδισμός ενθαρρύνει την αγαθοσύνη (or: αγαθότητα) και την αυστηρή ηθικότητα.

κλητήριο θέσπισμα

(Droit) (νομικό: κλήτευση σε δίκη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πολλοί δε γνωρίζουν ότι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή εναντίον ενός κλητήριου θεσπίσματος.

τόλμη, τολμηρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έγκλημα, ανόμημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παραίτηαση δικαιώματος, αποποίηση δικαιώματος

nom masculin (νομική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιστοποιητικό θανάτου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
J'ai reçu l'acte de décès de mon père par courrier environ un mois après sa mort.

σεξουαλική πράξη

nom masculin

Ils ont été arrêtés pour s'être adonnés à des actes sexuels en public.

πράξη βίας

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράξη κήρυξης πολέμου

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόδειξη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η αντιπροσωπεία μου έδωσε μια απόδειξη όταν αγόρασα το αμάξι.

πιστοποιητικό γεννήσεως

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pour obtenir un passeport, il faut un acte de naissance.

βαφτιστικό όνομα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le prénom figurant sur son acte de naissance était Georgiana, mais tout le monde l'appelait simplement Georgie.

εγκληματική ενέργεια

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηρωΐκή πράξη

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβόλαιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμβολαιογραφική πράξη σύστασης υποθήκης

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσημη κατάθεση/μαρτυρία

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντακλαστική αντίδραση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le ministre a flanqué un coup de poing à l'imbécile qui lui a lancé un œuf : ce fut un acte réflexe.

βίαιη πράξη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντικανονική ενέργεια

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le sénateur est mort dans un accident de voiture, mais l'on suspecte un acte criminel (or: homicide).

άλμα πίστης

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Suivre ce plan n'est pas raisonné, c'est un acte de foi.

συστατική πράξη, ιδρυτική πράξη

nom masculin

πιστοποιητικό γάμου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ευγενής πράξη

nom masculin

πρώτη πράξη

nom masculin (Théâtre)

Ils sont arrivés en retard au théâtre et ont manqué le premier acte.

τιμολόγιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίδοση δικογράφου

nom féminin (Droit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λαμβάνω υπόψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διά του παρόντος

(επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

έγγραφο δικαιωμάτων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πατάω πόδι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γενναιοδωρία, γαλαντομιά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Leurs actes généreux nous ont soutenus quand nous n'avions plus de travail.

μεταβίβαση

nom masculin (héritage, cession)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μονομερής πράξη

(Droit anglais)

κακόβουλη πρόκληση φθοράς σε ξένη ιδιοκτησία

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η Ένωση

nom propre masculin (Angleterre et Écosse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Un référendum a eu lieu en 2014 pour décider de dissoudre ou non l'Acte d'union.

πράξη παραίτησης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acte στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του acte

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.