Τι σημαίνει το contrat στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contrat στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contrat στο Γαλλικά.
Η λέξη contrat στο Γαλλικά σημαίνει συμβόλαιο, συμβόλαιο, φυλλάδιο όρων, παραχώρηση, συμφωνία, δολοφονικό χτύπημα, δολοφονικό κτύπημα, συμβόλαιο, συνθήκη, συμφωνία, σύμβαση, αντισταθμίζω, ισοφαρίζω, αποτρέπω, αποσοβώ, δρω ενάντια σε, ανταποδίδω κτ με κτ, μπλοκάρω, συμβάλλομαι, μόνιμος, διαρκείας, εγγύηση, του συμβολαίου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, συμφωνητικό, συμβόλαιο εργασίας, ουσιώδης παραβίαση, ουσιαστική παραβίαση, σοβαρή παραβίαση, δεσμευτική συμφωνία, αθέτηση συμβολαίου, συμβόλαιο εργασίας, συμβόλαιο, προγαμιαίο συμβόλαιο, ημι-ιδιωτικό σχολείο, συμβόλαιο ενοικίασης, μισθωτήριο συμβόλαιο, αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασης, άδεια πριν την απόλυση, συμβόλαιο ενοικίασης, συμφωνητικό μίσθωσης, σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης, σύμβαση αγοράς, συμφωνία αγοράς, δισκογραφικό συμβόλαιο, συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών, κοινωνικό συμβόλαιο, διαπραγματεύσεις για σύμβαση, παραγγέλνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απιστώ, υπογραφή συμβολαίου, παίκτης χωρίς συμβόλαιο, κοινωνικό συμβόλαιο, δεσμεύομαι, συμφωνώ, συμφωνώ, Ο χρόνος είναι καθοριστικής σημασίας., σύμβαση υπεργολαβίας, υπηρέτης με συμφωνητικό που δεν λαμβάνει μισθό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contrat
συμβόλαιοnom masculin (accord légal) (νομική συμφωνία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La société a un contrat avec le fournisseur. Le footballeur a signé un contrat. Η εταιρεία έχει συμβόλαιο με τον προμηθευτή. Ο ποδοσφαιριστής υπέγραψε συμβόλαιο. |
συμβόλαιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si vous louez un appartement, vous devrez signer un contrat avec votre propriétaire. |
φυλλάδιο όρωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Lors de la visite présidentielle en Inde de nombreux contrats commerciaux ont été signés. |
παραχώρησηnom masculin (με συμβόλαιο, σύμβαση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le comédien est parvenu à négocier un contrat d'un mois avec le théâtre de la ville. Ο κωμικός κατάφερε να κλείσει μια μηνιαία συμφωνία με ένα τοπικό θέατρο. |
δολοφονικό χτύπημα, δολοφονικό κτύπημα
Le chef de la mafia commanda le meurtre de son ancien associé. |
συμβόλαιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'acte notarié contient des engagements à l'encontre du partage des terres. Ο τίτλος ιδιοκτησίας περιέχει ρητές δεσμεύσεις που απαγορεύουν τη διαμοίραση της γης. |
συνθήκη, συμφωνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σύμβασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντισταθμίζω, ισοφαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποτρέπω, αποσοβώverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour contrer la grippe, la première chose à faire est de se laver les mains. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λένε ότι άμα πάρεις έξτρα βιταμίνες, ίσως μπορέσεις να αποτρέψεις τη γρίπη. |
δρω ενάντια σεverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le médicament contre les symptômes mais ne guérit pas la maladie. |
ανταποδίδω κτ με κτverbe transitif (défense) Il a paré l'attaque de son adversaire d'un coup rapide. |
μπλοκάρωverbe transitif (Sports) (αθλητικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le joueur de basket a bloqué le tir. Ο μπασκετμπολίστας μπλόκαρε το σουτ. |
συμβάλλομαιverbe intransitif (conclure un accord) (κάνω συμφωνία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a signé un contrat de prestation de services avec l'entreprise. Συμβλήθηκε με την εταιρία για να παράσχει υπηρεσίες. |
μόνιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Natasha a fait une mission en intérim de trois mois dans l'entreprise, et on lui offre à présent un poste permanent. Η Νατάσα ήταν εποχιακή στην εταιρεία για τρεις μήνες και τώρα της προσέφεραν μόνιμη θέση εργασίας. |
διαρκείας(σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Αυτός είναι μαρκαδόρος διαρκείας. Δεν βγαίνει. |
εγγύηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
του συμβολαίου(Droit : partie,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(avion, bateau, camion) |
σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίουadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συμφωνητικό(Droit, technique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les deux sociétés ont signé un contrat synallagmatique (or: bilatéral). |
συμβόλαιο εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Cette année, les enseignants espèrent négocier un contrat de travail plus équitable. |
ουσιώδης παραβίαση, ουσιαστική παραβίαση, σοβαρή παραβίασηnom féminin Dès que John a accepté un second emploi auprès de la concurrence, cela a constitué une violation de son contrat de travail. |
δεσμευτική συμφωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αθέτηση συμβολαίουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) S'il y a une rupture de contrat avec votre employeur, il se peut que vous poussiez prétendre à une compensation financière. |
συμβόλαιο εργασίαςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συμβόλαιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προγαμιαίο συμβόλαιοnom masculin Il insista pour que son épouse future signe un contrat de mariage pour protéger sa fortune familiale. |
ημι-ιδιωτικό σχολείοnom féminin (France, équivalent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Beaucoup d'écoles privées sous contrat ont un meilleur programme que les écoles publiques. |
συμβόλαιο ενοικίασης, μισθωτήριο συμβόλαιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
άδεια πριν την απόλυσηnom masculin pluriel (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συμβόλαιο ενοικίασης, συμφωνητικό μίσθωσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σύμβαση αγοράς, συμφωνία αγοράς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δισκογραφικό συμβόλαιοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιώνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon contrat de service indique que vous devez réparer mon appareil advenant un bris. |
κοινωνικό συμβόλαιοnom masculin (Philosophie) |
διαπραγματεύσεις για σύμβασηnom féminin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραγγέλνωlocution verbale (avions, bateaux,..) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) United Airlines a commandé (or: signé un contrat de) 25 appareils Airbus A350-900. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρακαλώ, κάλεσε το κινέζικο εστιατόριο και παράγγειλε μια καυτερή και ξινή σούπα. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Sport américain) |
απιστώ(είμαι ερωτικά άπιστος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marisa a divorcé de son mari parce qu'il avait commis un adultère. |
υπογραφή συμβολαίου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La signature officielle du contrat des nouveaux joueurs de football aura lieu samedi. |
παίκτης χωρίς συμβόλαιοnom masculin (αθλητικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινωνικό συμβόλαιοnom masculin (Sociologie) |
δεσμεύομαι, συμφωνώverbe pronominal (να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'employeur s'engage à payer au fournisseur la somme stipulée. Ο Εργοδότης δεσμεύεται να καταβάλει στον Εργολάβο το καθορισμένο ποσό. |
συμφωνώ(figuré : être d'accord) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Plus de 120 patients ont signé l'essai clinique. Περισσότεροι από 120 ασθενείς δηλώθηκαν για την κλινική μελέτη. |
Ο χρόνος είναι καθοριστικής σημασίας.(France, équivalent, contrat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύμβαση υπεργολαβίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ils ont signé le contrat de sous-traitance après que le contractant principal ait accepté quelques petites modifications. |
υπηρέτης με συμφωνητικό που δεν λαμβάνει μισθό(Histoire : sorte de serf) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contrat στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του contrat
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.