Τι σημαίνει το voy στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης voy στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voy στο ισπανικά.

Η λέξη voy στο ισπανικά σημαίνει κινούμαι, προχωρώ, η θέση μου είναι, -, προχωρώ, εξελίσσομαι, πετάγομαι, πηγαίνω, πηγαίνω, βρίσκω, οδηγώ, πηγαίνω, πάω, τα πηγαίνω, τα πάω, πηγαίνω, είμαι, την κάνω, αποσύρομαι, παρακολουθώ, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι, ξεκινάω, ξεκινώ, πάω να φέρω κπ/κτ, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, οδηγώ, θα κάνω κτ, πάω να κάνω κτ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ, θα, θα, πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ, πηδιέμαι, αφήνω, πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα, ορμώ, χιμάω, περπατώ αδιάφορα, βιάζομαι, τρέχω, προχωρώ, ανέχομαι, υποφέρω, αφαιρώ, αποκτώ ορμή, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, ψάχνω, αναζητώ, διασχίζω, περνάω, διατρέχω, εναλλάσσω μεταξύ, ψάχνω, αναζητώ, μειώνω, δούναι και λαβείν, το κόβω με τα πόδια, θολώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης voy

κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tren iba a la velocidad máxima.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los excursionistas fueron por el camino.

η θέση μου είναι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esa silla va al lado de la mesa.
Η καρέκλα πάει δίπλα στο τραπέζι.

-

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No puedo ir contigo el fin de semana, pero no dejes que eso te detenga, ve tú.
Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε.

προχωρώ, εξελίσσομαι

verbo intransitivo (coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hasta ayer, las cosas iban bastante bien.
Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα.

πετάγομαι

(a casa de alguien) (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα;

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Noé les dijo a los animales que fuesen y se multiplicasen.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo vas?
Πώς τα πας;

βρίσκω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tú ve primero, voy cuando haya terminado mi trabajo.
Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γϋρισέ με προς τη σωστή κατεύθυνση και θα φτάσω σίγουρα.

πηγαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito ir a la farmacia.
Πρέπει να πάω στο φαρμακείο.

πάω

(επιδόσεις, πρόοδος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo van tus hijos en la escuela?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο;

τα πηγαίνω, τα πάω

(reflexivo) (απόδοση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Me fue muy bien con la venta de mi casa!
Τα πήγα πολύ καλά με την πώληση του σπιτιού μου!

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo va el informe?
Πώς πάει η αναφορά;

είμαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Va mejor que ayer?
Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες;

την κάνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Estás listo! ¡Vamos!

αποσύρομαι

verbo intransitivo (λόγιος: σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vincent fue a su estudio después de cenar para trabajar un poco más.

παρακολουθώ

verbo intransitivo (religión)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a misa todos los domingos por la mañana.

προχωράω, προχωρώ, κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los camiones viajaban a lo largo de la carretera.
Τα φορτηγά προχωρούσαν (or: κινούνταν) κατά μήκος του δρόμου.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con sus alforjas llenas y el corazón contento, empezaron su aventura.

πάω να φέρω κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ

Voy a Londres este verano. // Ana fue a Italia de vacaciones el año pasado. // Roberto va al mercado todos los domingos por la mañana.
Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estas escaleras van al ático.
Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα.

θα κάνω κτ

locución verbal (futuro) (μέλλοντας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake va a limpiar el baño más tarde.
Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα.

πάω να κάνω κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake fue a sacar un pelo de la mejilla de Leah, pero ella justo se dio vuelta.

πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Discúlpeme. Tengo que ir al baño. ¿Hay un baño por aquí cerca?

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

¡Y el Óscar va para Steve McQueen!

στρέφομαι σε κπ

Cuando necesito consejo, recurro a mi rabino.

θα

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
No lleves esas bolsas pesadas. Pete las llevará por ti.

θα

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Haré la cena mañana. // Su cumpleaños será en domingo el próximo año.
Θα μαγειρέψω δείπνο αύριο. Του χρόνου τα γενέθλιά της θα πέσουν Σάββατο.

πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es pasada la medianoche y es hora de acostarme.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα και είναι ώρα να πάω για ύπνο.

πηδιέμαι

(coloquial) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él quería hacerlo pero ella le dijo que no.

αφήνω

(objeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No pude aguantar más la cuerda y tuve que soltarla.
Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το σκοινί, έπρεπε να το αφήσω.

πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Había mariposas revoloteando alrededor de la col.

ορμώ, χιμάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeffrey se lanzó a través de la tienda.

περπατώ αδιάφορα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta mañana te vi corriendo calle abajo intentando no perder el autobús.
Σε είδα να τρέχεις στον δρόμο σήμερα το πρωί για να μη χάσεις το λεωφορείο σου.

προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Poné el auto en primera así podés avanzar.
Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο.

ανέχομαι, υποφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Está aguantando bien a pesar de la presión que está soportando.

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su habla obscena le resta mucho atractivo.

αποκτώ ορμή

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La bicicleta aceleraba a medida que bajaba por la colina.

πέφτω με τα μούτρα σε κτ

(comida) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chris devoraba su comida con apetito.

ψάχνω, αναζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algunos buscan el amor por Internet.
Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω.

διασχίζω, περνάω, διατρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A veces cruzamos al bar de enfrente a tomar un trago.

εναλλάσσω μεταξύ

ψάχνω, αναζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos pasamos varios meses buscando el mejor restaurante tailandés de la ciudad.

μειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δούναι και λαβείν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hannah tenía pinchado un neumático, así que tuvo que caminar hasta el trabajo.
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

θολώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mientras escuchaba el aburrido discurso de nuevo se adormiló, y finalmente se quedó dormido.
Καθώς άκουγε για άλλη μια φορά τη βαρετή ομιλία, τα μάτια του άρχισαν να βαραίνουν και τελικά αποκοιμήθηκε.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voy στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του voy

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.