Τι σημαίνει το vía στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vía στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vía στο ισπανικά.

Η λέξη vía στο ισπανικά σημαίνει γραμμές, κανάλι, μετατρόχιο, γραμμές, δίκτυο, κανάλι, διαδρομή, μέσω, οδός, μέσω, γραμμή, σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές, οδός, μέσω, οδός, σιδηροτροχιά, μέσω, σιδηροδρομική γραμμή, βοηθητική γραμμή, κανάλι, δίοδος, επαρχιακή σιδηροδρομική γραμμή, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, ταπί, στον άσο, πανί με πανί, μονής λωρίδας, μίας γραμμής, από το στόμα, με αεροπορικό ταχυδρομείο, από ξηράς, μέσω θαλάσσης, τηλεφωνικά, αεροπορικώς, μέσω φαξ, με φαξ, σιδηρόδρομος, σιδηρόδρομος, θαλάσσια οδός, διαδικτυακή μετάδοση, γραμμές του τράμ, εθνική οδός, παράδρομος, θεραπεία που χορηγείται ενδοφλέβια, σιδηροτροχιές μειωμένου εύρους, Αππία οδός, γαλαξίας, αντισυλληπτικό χάπι, Αναπαράσταση των Παθών, ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή, κοινό πλάτος/εύρος ράγας, στρογγυλή πλατεία, έξοδος, όλα εντάξει, προεπιλεγμένη πύλη, μεταβολική οδός, επίσημη γραμμή, δρόμος, διάβαση πεζών, ροή εσόδων, δορυφορική επικοινωνία, στάση της Οδού του Μαρτυρίου, ταχεία, αναπνευστική οδός, δρόμος προσπέλασης, πλεονεκτική θέση, γρηγορότερος τρόπος, ταχύς, ανοίγω δρόμο, δορυφορικός, πεπατημένη, αλλάζω, μεταφέρω αεροπορικώς, χοληφόρος πόρος, οδός ναυσιπλοΐας, ενδοφλέβια, ενδοφλεβίως, σεξουαλική παρενόχληση, παράδρομος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vía

γραμμές

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Las vías del tren pasan cerca de su casa.
Οι γραμμές του τρένου περνάνε κοντά από το σπίτι τους.

κανάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las comunicaciones militares deben cursarse siguiendo la vía adecuada.
Η στρατιωτική επικοινωνία πρέπει να περάσει από τους σωστούς διαύλους.

μετατρόχιο

(ruedas de un eje: distancia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Cuánto mide la vía entre las ruedas de este carro?

γραμμές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La vía de la montaña rusa está diseñada para dar giros y vueltas.

δίκτυο, κανάλι

(ventas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vendían sus productos por la vía de venta directa.

διαδρομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La pista para bicicletas atravesaba la ciudad.

μέσω

(με γενική)

Viajamos a Australia vía Hong Kong.
Ταξιδέψαμε στην Αυστραλία μέσω Χονγκ Κονγκ.

οδός

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La calle en la que vivo se llama Vía Artren.
Ο δρόμος στον οποίο μένω λέγεται οδός Άρτρεν.

μέσω

(διαδρομή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siempre viajo a Europa vía Nueva York.
Συνήθως πηγαίνω μέσω Νέας Υόρκης όποτε πετάω για Ευρώπη.

γραμμή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un árbol caído sobre la vía ha provocado retrasos en los trenes entre Londres y Manchester.

σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Cerraron ese tramo durante una semana para reparar los rieles.

οδός

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un camino para conseguir el permiso es preguntar al presidente del club directamente.
Ένας τρόπος να πάρεις άδεια είναι να ρωτήσεις κατευθείαν τον πρόεδρο της λέσχης.

μέσω

(με γενική)

¿No lo puedes enviar por correo electrónico?
Δεν μπορείς απλά να το στείλεις με email;

οδός

(ανατομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alan tenía una resfrío serio y su conducto nasal estaba tapado.

σιδηροτροχιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Unos trabajadores estaban inspeccionando los rieles con el fin de asegurarse de que estuvieran en buen estado para que los trenes no tuvieran problemas.
Οι εργαζόμενοι επιθεωρούσαν τις σιδηροτροχιές για να βεβαιωθούν ότι ήταν σε καλή κατάσταση, έτσι ώστε τα τρένα να ταξιδεύουν χωρίς προβλήματα.

μέσω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voló de Khartoum a Kathmandu a través de Dubai.
Πέταξε από το Χαρτούμ στο Κατμαντού μέσω Ντουμπάι.

σιδηροδρομική γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βοηθητική γραμμή

(σιδηροδρομική)

El conductor llevó el tren al apartadero para dejar pasar al otro tren.

κανάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este es el único paso a través del pueblo, el resto de las vías están inundadas.

επαρχιακή σιδηροδρομική γραμμή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σε άσχημη οικονομική κατάσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jenna no gana mucho y está prácticamente en la pobreza.

ταπί, στον άσο, πανί με πανί

expresión (AR, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Después de remodelar la casa a nuestro gusto, estábamos en Pampa y la vía.

μονής λωρίδας

(δρόμος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μίας γραμμής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από το στόμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Toma dos pastillas por vía oral todos los días.

με αεροπορικό ταχυδρομείο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από ξηράς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέσω θαλάσσης

nombre femenino

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Enviaremos el pedido por vía marítima

τηλεφωνικά

nombre femenino

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El aviso le puede llegar por correo o vía telefónica.

αεροπορικώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέσω φαξ, με φαξ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si no usa e-mail, mándelo vía fax.

σιδηρόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las vías férreas del país estaban en muy mal estado.
Οι σιδηροδρομικές γραμμές της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση.

σιδηρόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sacaron la vía férrea y la convirtieron en un carril de bicicletas.

θαλάσσια οδός

Los primeros exploradores tuvieron que planificar cuidadosamente cuál era la mejor vía marítima.

διαδικτυακή μετάδοση

γραμμές του τράμ

εθνική οδός

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράδρομος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La vía de acceso a la autopista es de hecho muy larga.

θεραπεία που χορηγείται ενδοφλέβια

(ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La administración por vía intravenosa es la manera más rápida y efectiva de ingresar fluidos y medicinas al cuerpo.

σιδηροτροχιές μειωμένου εύρους

(ES)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los trenes en Lituania son de vía estrecha.

Αππία οδός

nombre propio femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαλαξίας

nombre propio femenino (astronomía)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Entre doscientas y cuatrocientas mil millones de estrellas conforman la Vía Láctea.

αντισυλληπτικό χάπι

(formal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los anticonceptivos por vía oral detienen la ovulación.

Αναπαράσταση των Παθών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las representaciones del vía crucis se llevan a cabo generalmente en Pascuas.

ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El camino más corto a casa es a través de la montaña.

κοινό πλάτος/εύρος ράγας

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρογγυλή πλατεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La puerta estaba trabada pero pudo usar la banderola como vía de escape.

όλα εντάξει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando terminó el simulacro de incendio el director dijo que estaba todo despejado.

προεπιλεγμένη πύλη

locución nominal femenina (πληροφορική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταβολική οδός

nombre femenino

Sí, sé lo que es la glucolisis, en Biología estudiamos las reacciones químicas que conforman esa vía metabólica.

επίσημη γραμμή

locución nominal femenina (μεταφορικά)

Me lo dijeron informalmente, pero todavía no me lo han comunicado por la vía oficial.

δρόμος

(μεταφορικά: προς κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διάβαση πεζών

nombre femenino (συνήθως σε γέφυρα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ροή εσόδων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ese cliente es nuestra principal fuente de ingresos; no podemos perderlo.

δορυφορική επικοινωνία

στάση της Οδού του Μαρτυρίου

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La primera estación del Via Crucis es "Jesús es condenado a muerte"

ταχεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναπνευστική οδός

locución nominal femenina

δρόμος προσπέλασης

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλεονεκτική θέση

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γρηγορότερος τρόπος

La forma más rápida de hacer los cálculos sería con el ordenador.

ταχύς

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοίγω δρόμο

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δορυφορικός

(transmisión)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La transmisión vía satélite tiene un retraso de seis segundos.
Η δορυφορική μετάδοση καθυστερεί περίπου έξι δευτερόλεπτα.

πεπατημένη

(figurado) (συνήθης τρόπος ενέργειας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los trabajadores del ferrocarril cambiaron de vía a la locomotora.

μεταφέρω αεροπορικώς

El piloto transportaba el cargamento de una ciudad a otra por avión.
Ο πιλότος μετέφερε εμπορεύματα αεροπορικώς από τη μια πόλη στην άλλη.

χοληφόρος πόρος

οδός ναυσιπλοΐας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενδοφλέβια, ενδοφλεβίως

locución adverbial (medicina)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σεξουαλική παρενόχληση

παράδρομος

(στην εθνική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vía στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του vía

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.