Τι σημαίνει το estación στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης estación στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estación στο ισπανικά.
Η λέξη estación στο ισπανικά σημαίνει σταθμός, εποχή, σταθμός, στάση, τερματικός σταθμός, στάση, ραδιοφωνικό, τηλεοπτικό κανάλι, αμαξοστάσιο, τηλεοπτικό δίκτυο, τμήμα, εποχιακά, εποχικά, τερματικός σταθμός, βενζινάδικο, βενζινάδικο, κέντρο τηλεπικοινωνιών, εκτός εποχής, εποχικός, εποχιακός, πίστα για σκι, πυροσβεστικός σταθμός, απομακρυσμένος σταθμός, σταθμάρχης, σταθμός λεωφορείων, σταθμός ιχνηλάτησης, εποχή ξηρασίας, βενζινοπώλης, υπάλληλος βενζινάδικου, αρχηγείο αστυνομίας, αστυνομικό τμήμα, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σιδηροδρομικός σταθμός, σιδηροδρομικός σταθμός, περίοδος βροχών, διαστημικός σταθμός, μετεωρολογικός σταθμός, περίοδος βροχών, στάση, πυροσβεστικός σταθμός, ραδιοφωνικός σταθμός, χιονοδρομικό κέντρο, σιδηροδρομικός σταθμός, σταθμός των τρένων, βάση υποδοχής, βάση σύνδεσης, αρχή τριμήνου, πίστα για σκι, υπάλληλος βενζινάδικου, στάση της Οδού του Μαρτυρίου, τερματικός σιδηροδρομικός σταθμός, χειμερινό θέρετρο, βενζινάδικο, σιδηροδρομικός σταθμός, αντλιοστάσιο, εποχιακά λαχανικά, αστυνομικό τμήμα, αχθοφόρος, Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών, σταθμός εργασίας, κυρίως σιδηροδρομικός σταθμός, σταθμός βάσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης estación
σταθμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El autobús sale de la estación a las cinco. Το λεωφορείο φεύγει από τον σταθμό στις πέντε η ώρα. |
εποχήnombre femenino (parte del año) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El verano siempre ha sido mi estación favorita. Το καλοκαίρι ήταν πάντα η αγαπημένη μου εποχή. |
σταθμόςnombre femenino (radio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Me gusta la nueva emisora de jazz porque pone mi música favorita. Μου αρέσει ο νέος σταθμός τζαζ γιατί παίζει την αγαπημένη μου μουσική. |
στάσηnombre femenino (tren) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Debo bajar del tren en la próxima estación. |
τερματικός σταθμόςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Viene en el tren de las diez, vamos a la estación a recibirlo. |
στάση(tren, metro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El tren llegó a mi estación. Το τρένο έφτασε στην τελευταία στάση του. Ο επιβάτης του λεωφορείου πάτησε το κουμπί για την επόμενη στάση. |
ραδιοφωνικό, τηλεοπτικό κανάλιnombre femenino En el noticiero del canal 2 sale un comentarista que tiene su programa de radio en la estación de las noticias. |
αμαξοστάσιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El autobús volvió a la terminal al final del día. |
τηλεοπτικό δίκτυο(radio, televisión) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Cuál de las emisoras nacionales transmitirá las Olimpiadas? Ποιο εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο θα δείξει τους Ολυμπιακούς αγώνες; |
τμήμα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La policía llevó al sospechoso a la comisaría para interrogarlo. Η αστυνομία πήγε τον ύποπτο στο τμήμα για ανάκριση. |
εποχιακά, εποχικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τερματικός σταθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βενζινάδικο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Dónde está la gasolinera más cercana? Ya casi no tengo gasolina. Πού είναι το πλησιέστερο βενζινάδικο; Κοντεύω να ξεμείνω. Σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο για να πάρω βενζίνη και να ελέγξω την πίεση των ελαστικών. |
βενζινάδικο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tenemos poco combustible. Necesitamos encontrar una gasolinera. |
κέντρο τηλεπικοινωνιών(comunicaciones) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκτός εποχής(del año) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εποχικός, εποχιακόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πίστα για σκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυροσβεστικός σταθμός
|
απομακρυσμένος σταθμός
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σταθμάρχης(σταθμός τραίνου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σταθμός λεωφορείων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Llegué a la estación de autobuses a las 6 en punto. |
σταθμός ιχνηλάτησηςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La estación terrena ha reportado un avión enemigo en el área. |
εποχή ξηρασίας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¡No hace más frío durante el monzón que durante la estación seca! Την εποχή των μουσώνων δεν έχει περισσότερη δροσιά από ότι την εποχή της ξηρασίας! |
βενζινοπώλης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπάλληλος βενζινάδικου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) No recuerdo la última vez que vi a un operario de gasolinera en el Reino Unido. |
αρχηγείο αστυνομίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Fue a la estación de policía a entregar la evidencia. |
αστυνομικό τμήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se llevaron al detenido a la estación de policía. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έπρεπε να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα με το δίπλωμά μου. |
εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειαςnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σιδηροδρομικός σταθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σιδηροδρομικός σταθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La mayoría de las estaciones de tren de Reino Unido tienen molinetes. |
περίοδος βροχών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαστημικός σταθμός
|
μετεωρολογικός σταθμόςlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las estaciones meteorológicas se ubican a lo largo del estado para verificar las condiciones meteorológicas. |
περίοδος βροχών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si estás planeando unas vacaciones por Asia, es mejor que evites la estación de lluvias. |
στάσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay cientos de estaciones de paso entre Chicago y Nueva Orleans. |
πυροσβεστικός σταθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las niñas exploradoras visitaron la estación de bomberos para aprender medidas de seguridad contra incendios. Οι προσκοπίνες επισκέφτηκαν τον πυροσβεστικό σταθμό για να ενημερωθούν για το θέμα της πυρασφάλειας. |
ραδιοφωνικός σταθμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χιονοδρομικό κέντροlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pajares es la estación de esquí. |
σιδηροδρομικός σταθμός, σταθμός των τρένων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Debes comprar el boleto en línea o en la estación de tren antes de viajar. |
βάση υποδοχής, βάση σύνδεσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mi nuevo despertador es también una estación de conexión, con lo que puedo levantarme con música de mi iPod. |
αρχή τριμήνου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πίστα για σκιnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπάλληλος βενζινάδικουnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
στάση της Οδού του Μαρτυρίουlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La primera estación del Via Crucis es "Jesús es condenado a muerte" |
τερματικός σιδηροδρομικός σταθμός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χειμερινό θέρετροnombre femenino |
βενζινάδικο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σιδηροδρομικός σταθμός
|
αντλιοστάσιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εποχιακά λαχανικά(όχι θερμοκηπίου) En otoño, entre las verduras de estación están las berenjenas y los tomates. |
αστυνομικό τμήμα
El hombre fue llevado a la delegación de policía para ser fichado. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο άνδρας μεταφέρθηκε στο τμήμα για να καταθέσει. |
αχθοφόροςlocución nominal con flexión de género (σε σιδηροδρομικό σταθμό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστώνlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σταθμός εργασίαςlocución nominal femenina (πληροφορική: σύνδεση σε δίκτυο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κυρίως σιδηροδρομικός σταθμός(edificio) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σταθμός βάσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estación στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του estación
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.