Τι σημαίνει το unos στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης unos στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του unos στο ισπανικά.
Η λέξη unos στο ισπανικά σημαίνει ένα, ένα, ο ένας, ένα, άσος, ένας, κανένας, κανείς, ενός, -, -, μονάδα, του ενός, όλα σε ένα, που υποτιμά τον εαυτό του, χωριστά, ξεχωριστά, διαλέγω, bogey, αθλητής ο οποίος έχασε, με δική μου πρωτοβουλία, αυτοέλεγχος, αυτοσαρκασμός, δεν δίνω δεκάρα, ταιριάζω, ξανακάνω την ίδια διαδρομή, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, ξεκινώ, αρχίζω, ο ένας πίσω από τον άλλο, ξεχωριστά, χωριστά, αμοιβαία, διπλό χτύπημα, μονόλογος, ατομικός, πεντοδόλαρο, ντράιβερ, driver, χωρίζω, μοναδικός, που επαναπαύεται, ένας στους χίλιους, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, πέρα από τον έλεγχο σου, του γούστου μου, άλλος, λυπάμαι τον εαυτό μου, χωρίς οδηγό, δίπλα δίπλα, έκαστος, για τον κάθενα, για μένα, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, ο ένας μετά τον άλλον, ο ένας μετά τον άλλο, όσο συχνά θέλεις, με άνεση, όταν βολεύει, κατά βούληση, εφ'ενός ζυγού, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, διαδοχικά, με τη σειρά, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, κομμάτι κομμάτι, ένα ένα, ένας-ένας, κατά κεφάλη, όσο τραβάει η όρεξη σου, στην φροντίδα σου, υπό την κηδεμονία σου, ένας ένας, με τη σειρά, δίπλα-δίπλα, αλλιώς πέθανες, ο ένας πάνω στον άλλο, στην κατοχή σου, πάνω σου, αδιάφορα, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, στον εαυτό σου να είσαι αληθινός, ο ένας ή ο άλλος, όλοι για έναν, ποιος ξέρει;, γκούγκολ, νόμισμα πέντε λιρών, δυο στην τιμή του ενός, hole in one, η πόλη μου, μοναδικός, δύο άσσοι, δεκατρία, ανασφάλεια, πάνω από ένας, ο αριθμός ένα, ιδιωτική συζήτηση, ρεφενές, εφ'ενός ζυγού, τριάντα ένα, χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων, αυτεπίγνωση, αυτοπεποίθηση, κύριος του εαυτού μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης unos
έναnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi hija ya puede contar del uno al diez. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αντικατέστησε τη μεταβλητή με μονάδα για να έχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. |
έναnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La golfista escribió un uno en su tarjeta de puntos. |
ο έναςnombre masculino (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Uno de los libros cuesta el doble que el otro. Το ένα βιβλίο κοστίζει δύο φορές όσο το άλλο. |
έναnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las probabilidades están diez a uno en su contra. |
άσοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Saqué un uno y un dos y perdí la partida. |
έναςpronombre (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) El taxi solo lleva a cuatro pasajeros. Uno de nosotros tendrá que caminar. Το ταξί παίρνει μόνο τέσσερις επιβάτες. Ο ένας από εμάς θα πρέπει να περπατήσει. |
κανέναςpronombre (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) A uno no le gusta criticar, pero es más bien poco atractivo. Κανείς δεν θέλει να κριτικάρει, αλλά αυτό είναι αποκρουστικό. |
κανείςpronombre (persona) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Uno siempre debería tener cuidado de no ofender a otros. |
ενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Trágicamente, el elefante murió con solo un año. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Uno nunca debe nadar después de comer. Δεν πρέπει να κολυμπάς (or: κολυμπάμε) ποτέ με γεμάτο στομάχι. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Algunos insectos son tan pequeños que uno no los puede ver, pero aún así pican. Μερικά έντομα είναι τόσο μικρά που δεν μπορείς να τα δεις, αλλά παρόλα αυτά τσιμπάνε. |
μονάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
του ενός(billete) (χαρτονόμισμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tengo un billete de diez y tres de uno. Έχω ένα δεκάρικο και τρία δολάρια. |
όλα σε ένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi impresora es multifunción, imprime, escanea y fotocopia. |
που υποτιμά τον εαυτό του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωριστά, ξεχωριστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cada uno es individualmente responsable de sus actos. |
διαλέγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
bogey(golf, voz inglesa) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αθλητής ο οποίος έχασε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με δική μου πρωτοβουλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Según su confesión, él no estaba allí aquella noche. |
αυτοέλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτοσαρκασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δεν δίνω δεκάρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No me importa que no te guste el modo en que me visto, ¡yo me pondré lo que me dé la gana! |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se supone que las piezas del rompecabezas deben encajar perfectamente. |
ξανακάνω την ίδια διαδρομή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Roberto no se acordaba por qué había tomado esa decisión, así que trató de desandar sus pasos. |
πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ella se encuentra constantemente pensando en el chico de su clase de inglés. |
ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comenzó carpintería cuando heredó las herramientas de su abuelo. Άρχισε να ασχολείται με την ξυλουργική από όταν κληρονόμησε τα εργαλεία του παππού του. |
ο ένας πίσω από τον άλλο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hace falta algo de práctica para montar en una bicicleta tándem. |
ξεχωριστά, χωριστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Primero los entrevistamos individualmente y luego en pareja. Αρχικά τους πήραμε συνέντευξη ατομικά και μετά ως ζευγάρι. |
αμοιβαία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Acordamos mutuamente los términos del nuevo contrato. |
διπλό χτύπημαnombre masculino El filipino selló el asalto con un uno-dos, jab y cross, que estrelló sobre el rostro del puertorriqueño, |
μονόλογος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ατομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pidió una ración de patatas fritas. Παρήγγειλε μια ατομική μερίδα τηγανητές πατάτες. |
πεντοδόλαρο(AmL) ($5) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Tienes un cinco que puedas prestarme? Necesito dinero para almorzar. Έχεις πέντε δολάρια να μου δανείσεις; Χρειάζομαι λεφτά για μεσημεριανό. |
ντράιβερ, driver(golf, anglicismo) (είδος μπαστουνιού γκολφ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Usó el driver para sacar la bola de la arena. |
χωρίζω(sin papeles) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pareja se separó después de cinco años de matrimonio. |
μοναδικόςlocución adjetiva (μόνο ένας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me queda una sola cerveza. ¿Quién la quiere? Μου έχει μείνει μία μοναδική μπίρα. Ποιος τη θέλει; |
που επαναπαύεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No debemos estar satisfechos con nosotros mismos sólo por esta modesta subida del empleo. |
ένας στους χίλιουςnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En uno de cada mil nacimientos hay algún tipo de defecto congénito. |
στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mira, comprobar las instalaciones siempre ha sido cosa tuya. |
πέρα από τον έλεγχο σουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La situación se te ha escapado de las manos. |
του γούστου μουlocución adverbial (ανεπίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
άλλοςlocución adjetiva (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Te voy a dar una oportunidad más. |
λυπάμαι τον εαυτό μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωρίς οδηγό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίπλα δίπλα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Marcharon uno al lado del otro, en filas completamente derechas. |
έκαστοςlocución adverbial (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
για τον κάθενα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El cliente compró dos artículos y pagó separadamente por cada uno. |
για μένα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lola usa maquillaje para sí misma, no para impresionar a nadie. |
είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο ένας μετά τον άλλονlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La cámara puede tomar fotos una tras otra. |
ο ένας μετά τον άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No lo podía creerlo: ¡se sentó ahí y se comió diez chiles habaneros, uno tras otro! |
όσο συχνά θέλειςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Podéis venir cuantas veces queráis, siempre seréis bienvenidos. |
με άνεση, όταν βολεύει
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No está apurada; mándenle el artículo cuando les venga bien. |
κατά βούληση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Va y viene cuando quiere. |
εφ'ενός ζυγού
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los caballos caminaron en fila india por el estrecho sendero. |
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me gustaría poder ayudarlo de una u otra forma porque se merece triunfar. |
διαδοχικάlocución adverbial (frml) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Desfilaron uno tras otro para recibir el diploma. Οι φοιτητές στέκονται διαδοχικά για να παραλάβουν τα διπλώματά τους. |
με τη σειρά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Miró a los caballos de uno en uno hasta que encontró uno al que quería montar. Κοίταξε όλα τ' άλογα με τη σειρά μέχρι που βρήκε ένα που ήθελε να καβαλήσει. |
στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσέναlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si quieres ayudarme, está en tus manos. |
κομμάτι κομμάτι, ένα έναlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El oficial de aduana examinó los contenidos de mi bolsa uno por uno. |
ένας-έναςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La empleada buscó en los expedientes uno a uno hasta que encontró el que quería. Una a una, todas las naciones de Europa cayeron bajo el avance de Napoleón. Η υπάλληλος έψαξε ένα - ένα τα αρχεία μέχρι που βρήκε αυτό που ήθελε. Τα ευρωπαϊκά έθνη έπεσαν ένα - ένα μπροστά στην επέλαση του Ναπολέοντα. |
κατά κεφάληlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuando sumamos la cuenta resultaron ser 10 euros por cada uno. |
όσο τραβάει η όρεξη σουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me puedes preguntar todo lo que te parezca bien, pero no voy a contestar a tus preguntas. |
στην φροντίδα σου, υπό την κηδεμονία σουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ένας ένας, με τη σειρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los clientes solo pueden entrar a la tienda de a uno. |
δίπλα-δίπλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estaban sentados uno al lado del otro. |
αλλιώς πέθανεςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Júrame, que te mueras, que no le dirás a nadie que planeamos fugarnos juntos. |
ο ένας πάνω στον άλλοlocución adverbial (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην κατοχή σου, πάνω σουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor, declare si lleva con usted algún objeto de valor. |
αδιάφοραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Continuó hablando en voz alta por su móvil, sin importarle los demás clientes. |
πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβειςexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El tiempo pasa rápido y antes de que uno se dé cuenta llegan las vacaciones. |
στον εαυτό σου να είσαι αληθινόςexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο ένας ή ο άλλοςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλοι για ένανexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos para uno, y uno para todos. |
ποιος ξέρει;locución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Me pregunto por qué dijo esa cosa tan rara. ¡Vaya uno a saber! |
γκούγκολ(matemáticas) (δέκα στην εκατοστή δύναμη) Un diez a la centésima potencia es un número más grande de lo que la gente se imagina. |
νόμισμα πέντε λιρών(billete) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Déjame uno de cinco, ¿vale? |
δυο στην τιμή του ενός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
hole in onelocución nominal masculina (όρος του γκολφ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) A los 103 años, Gus Andreone es el golfista más viejo en haber hecho hoyo en uno. |
η πόλη μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Linda no volvió a Sídney, su ciudad natal, durante años. |
μοναδικός(informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¡Te amo tanto! Eres una en un millón. |
δύο άσσοιnombre masculino (dados) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El doble uno es la combinación más baja al tirar dos dados, pero en este juego es la más alta, vale veinte. |
δεκατρία
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανασφάλεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La falta de confianza en si mismo le dificulta las relaciones personales. Η ανασφάλειά του στάθηκε εμπόδιο στις σχέσεις του με τις γυναίκες. |
πάνω από έναςlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dice que sólo tomó una cerveza, pero viendo cómo se comporta, parece que se ha tomado más de una. |
ο αριθμός ένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor miren la página número uno de sus documentos. |
ιδιωτική συζήτηση
|
ρεφενές
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Pagaron la cena cincuenta y cincuenta; ella no quiso dejarle pagar todo. |
εφ'ενός ζυγούnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hay que colocarse en fila de a uno y presentar la documentación para entrar al recinto. |
τριάντα έναlocución nominal masculina (απόλυτο αριθμητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El treinta y uno es mi número de la suerte. |
χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων(dólares) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ah, ¿te lo puedes creer? Me acabo de encontrar un billete de veinte en el suelo. |
αυτεπίγνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La conciencia de uno mismo y la meditación son fundamentales en el budismo. |
αυτοπεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El líder de la banda derrochaba confianza en sí mismo sobre el escenario. Επάνω στη σκηνή ο τραγουδιστής του συγκροτήματος ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση. |
κύριος του εαυτού μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του unos στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του unos
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.