Τι σημαίνει το tienda στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tienda στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tienda στο ισπανικά.
Η λέξη tienda στο ισπανικά σημαίνει στερεώνω, όχημα μεταφοράς, κατευθύνομαι, έχω... τάση, περνάω, περνώ, απλώστρα, απλώνω, κρεμάω, κρεμάστρα, μετακινούμαι, κατάστημα, μαγαζί, κατάστημα, παντοπωλείο, κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό, ψιλικατζίδικο, μαγαζί, κατάστημα, κατάστημα λιανικής, τέντα, υποκατάστημα, μαρκίζα, περίπτερο, κιόσκι, επιχείρηση, σουπερμάρκετ, άστρωτος, ξέστρωτος, σερβιτόρος, συνηθίζω να κάνω κτ, έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ, σχοινί απλώματος, σχοινί μπουγάδας, βάζω, τοποθετώ, έχω την τάση να κάνω κτ, τείνω να κάνω κτ, στρώνω το κρεβάτι μου, στήνω παγίδα σε κάποιον, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, στρώνω το κρεβάτι, βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγορα, συνηθίζω να κάνω κτ, έχω την τάση να, τείνω να, απλώνω, κρεμάω, κρεμώ, απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίας, απλώνω τα δίχτυα μου παντού, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, χείρα βοηθείας, έχω την τάση να. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tienda
στερεώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un pájaro atacó a la asistenta mientras tendía la ropa en el tendedero. |
όχημα μεταφοράςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El bombero llevó carbón desde el ténder para alimentar el motor. |
κατευθύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El camino tiende hacia el sur. |
έχω... τάση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estas acciones tienden a subir. Η μετοχή έχει ανοδική τάση. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tendieron un cable de telégrafo por debajo del Atlántico. |
απλώστρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando el clima está húmedo, ponemos la ropa a secar en un tendedero dentro de la casa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν βρέχει απλώνουμε τη μπουγάδα μέσα στο σπίτι σε μια απλώστρα. |
απλώνω, κρεμάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Felicity está colgando la ropa en la soga. Η Φελίσιτι κρεμά τα πλυμένα στο σχοινί. |
κρεμάστρα(για κρέμασμα ρούχων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuelga tus jeans mojados en el tendedero, a la mañana estarán secos. |
μετακινούμαι(μεταφορικά: ιδεολογία, απόψεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Muchos de los partidos políticos de izquierda parecen haberse inclinado hacia la derecha en los últimos años. |
κατάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La tienda estaba especializada en equipos de senderismo. Το μαγαζί ειδικευόταν σε εξοπλισμό αναρρίχησης. |
μαγαζί, κατάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cerca de nuestra casa hay una tienda de ropa. Έχουμε ένα μαγαζί (or: κατάστημα) ρούχων κοντά στο σπίτι. |
παντοπωλείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Voy de una corrida a la tienda de la esquina a comprar papel higiénico. Θα πεταχτώ μέχρι το παντοπωλείο στη γωνία για να πάρω χαρτί υγείας. |
κατάστημα, μαγαζί, εμπορικόnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψιλικατζίδικο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fui a la tienda a comprar leche. |
μαγαζί, κατάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατάστημα λιανικής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Las empresas de ropa moderna tienen tiendas en muchos países. Οι σύγχρονες εταιρείες ένδυσης έχουν καταστήματα λιανικής σε πολλές χώρες. |
τέντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La empresa constructora montó una tienda en el solar donde la gente podía consultar con el personal de ventas. |
υποκατάστημαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Erin fue a la tienda a comprar algo. |
μαρκίζα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los empleados desmontaron el gazebo después de la recepción. |
περίπτερο, κιόσκι(en forma de pagoda) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La familia hizo un pícnic en el pabellón. |
επιχείρηση(local comercial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Yo no permito que los clientes entren a mi negocio y me hablen de manera grosera. |
σουπερμάρκετ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Kyle caminó hasta la tienda de comestibles a echar mano de unas pocas cosas para cenar. Ο Κάιλ πήγε στο σουπερμάρκετ για να πάρει μερικά πραγματάκια για το βραδινό. |
άστρωτος, ξέστρωτος(cama) (για κρεβάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σερβιτόρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συνηθίζω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Suelo hacer mi tarea antes de cenar. Συνήθως, κάνω τα μαθήματά μου πριν από το δείπνο. |
έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ(μόνιμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice estaba inclinada a creerle a Bill y a su versión de los hechos. |
σχοινί απλώματος, σχοινί μπουγάδας(de ropa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rev colgó las camisas en la soga. |
βάζω, τοποθετώ(παγίδα για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puso una trampa para ratones. Έβαλε μια παγίδα για το ποντίκι. |
έχω την τάση να κάνω κτ, τείνω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julia tiende a ponerse mal si alguien critica un poco su trabajo. Η Τζούλια έχει την τάση να αναστατώνεται εάν κάποιος κάνει την παραμικρή κριτική για τη δουλειά της. |
στρώνω το κρεβάτι μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todos los días hago lo cama antes de salir de casa. |
στήνω παγίδα σε κάποιονlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμαlocución verbal (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El senador trató de tender un puente entre las dos posturas de la propuesta. |
στρώνω το κρεβάτι
Ahora que usamos edredones en vez de sábanas y frazadas, hacer la cama es mucho más fácil. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τώρα που χρησιμοποιούμε παπλώματα αντί για σεντόνια και κουβέρτες, το να στρώνεις το κρεβάτι είναι πολύ πιο εύκολο. Η κυρία Νέλσον επιμένει να στρώνουν τα παιδιά τα κρεβάτια τους κάθε πρωί. |
βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγοραlocución verbal (ropa) La etiqueta de la camisa dice: "Lávelo con agua fría, centrifugue y tiéndalo inmediatamente". |
συνηθίζω να κάνω κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuidado con el perro: tiene tendencia a robar comida de los platos. |
έχω την τάση να, τείνω να
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algunos escritores tienden a la exageración. Ορισμένοι συγγραφείς τείνουν να υπερβάλλουν. |
απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él le tendió la mano al perro para que la oliera. Άπλωσε το χέρι του στον σκύλο για να το μυρίσει. |
κρεμάω, κρεμώ(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Colguemos esa planta de un gancho en el techo. Ας κρεμάσουμε εκείνο το φυτό από έναν γάντζο στο ταβάνι. |
απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίαςlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Siempre hay que tender la mano a un amigo que necesita ayuda. |
απλώνω τα δίχτυα μου παντού
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La compañía puso en juego múltiples recursos para encontrar a la persona indicada para ese trabajo. |
στρέφομαι προς, στρέφομαι σε(figurado) (μεταφορικά) Un número creciente de empresas se están inclinando a los negocios en la nube. |
χείρα βοηθείαςlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Luego del desastre natural, muchos países se acercaron a tender una mano. |
έχω την τάση να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No creas todo lo que te dice mi hermana. Ella está inclinada a exagerar. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tienda στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του tienda
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.