Τι σημαίνει το barrio στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης barrio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του barrio στο ισπανικά.

Η λέξη barrio στο ισπανικά σημαίνει σκουπίζω, σκουπίζω, εξαλείφω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, σκουπίζω, σαρώνω, σαρώνω κτ για κτ, μεταφέρω, κουβαλάω, σκουπίζω, σκουπίζω, καθαρίζω κτ από το χιόνι, απομακρύνω το χιόνι, ανατρέπω, γαζώνω, μαζεύω με την τσουγκράνα, καθαρίζω με τσουγκράνα, σκουπίζω με τσουγκράνα, σαρώνω, κάνω σκόνη, συνοικία, περιοχή, ισπανική συνοικία, γειτονιά, γειτονιά, δήμος, γειτονιά, δήμος, συνοικία, γειτονιά, γειτονιά, καθαρίζω, σαρώνω, εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι, σαρώνω, χτυπάω, κάνω στην άκρη, σαρώνω, χαλάω, καταστρέφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης barrio

σκουπίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert limpió y barrió antes de irse a la cama.
Ο Ρόμπερτ καθάρισε και σκούπισε πριν πάει για ύπνο.

σκουπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαλείφω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con esta nueva arma podremos barrer a nuestros enemigos.
Με αυτό το καινούριο όπλο θα μπορέσουμε να αφανίσουμε τους εχθρούς μας.

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen barrió el piso de la cocina cuando terminó de cocinar.
Αφού τελείωσε το μαγείρεμα, η Έλεν σκούπισε το πάτωμα της κουζίνας.

σαρώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαρώνω κτ για κτ

(figurado) (μεταφορικά)

El escuadrón barrió el área buscando minas.

μεταφέρω, κουβαλάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Varios desechos de la calle eran barridos por el viento.

σκουπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito barrer mi garaje.

σκουπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si permites que los perros entren en casa tendrás que barrer los pelos.

καθαρίζω κτ από το χιόνι, απομακρύνω το χιόνι

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lleva mucho tiempo barrer las calles después de una nevada fuerte.

ανατρέπω

verbo transitivo (figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las tropas aliadas todavía estaban intentando barrer con la resistencia en el sur del país.
Τα συμμαχικά στρατεύματα προσπαθούσαν ακόμη να ανατρέψουν την αντίσταση στο νότιο μέρος της χώρας.

γαζώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escuadrón barrió el edificio a balazos.

μαζεύω με την τσουγκράνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harriet está amontonando las hojas.
Η Χάριετ μαζεύει τα φύλλα σε μια στοίβα με την τσουγκράνα.

καθαρίζω με τσουγκράνα, σκουπίζω με τσουγκράνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charlie está rastrillando en el jardín.
Ο Τσάρλι καθαρίζει τον κήπο με την τσουγκράνα.

σαρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σκόνη

(figurado, coloquial) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El equipo de fútbol de Kate barrió al otro equipo con facilidad.

συνοικία, περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los Smith se mudaron a otro barrio al otro lado de la ciudad.
Οι Σμιθς μετακόμισαν σε διαφορετική συνοικία (or: περιοχή) στην άλλη πλευρά της πόλης.

ισπανική συνοικία

nombre masculino (μιας πόλης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Maria habla español muy bien porque creció en el barrio.

γειτονιά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim es del barrio, no te metas con él.

γειτονιά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δήμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γειτονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este vecindario tiene varios buenos restaurantes.
Αυτή η γειτονιά έχει πολλά καλά εστιατόρια.

δήμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συνοικία, γειτονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gareth vivía en un distrito agradable, tranquilo pero con buenos bares y tiendas.
Ο Γκάρεθ έμενε σε μια όμορφη συνοικία (or: γειτονιά) που ήταν ήσυχη αλλά είχε μερικά ωραία μπαράκια και μαγαζιά.

γειτονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este es un vecindario muy amigable. Todos se ayudan unos a otros.

καθαρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι πλημμύρες σάρωσαν πολλά δέντρα.

εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomar mucha agua ayuda a eliminar las toxinas.

σαρώνω

(figurado) (σε διαγωνισμό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω στην άκρη

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andrea barrió hacia un lado su cabello a un lado.

σαρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él realmente barrió con todo en la mesa de póker.
Πραγματικά σάρωσε στο τραπέζι του πόκερ.

χαλάω, καταστρέφω

(tornillo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si barres la rosca, el tornillo no podrá sujetarse.
Αν χαλάσεις τις βόλτες της βίδας δεν θα κρατάει.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του barrio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.