Τι σημαίνει το record στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης record στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του record στο Αγγλικά.
Η λέξη record στο Αγγλικά σημαίνει καταχώρηση, καταγραφή, ιστορία, ρεκόρ, ηχογραφώ, ρεκόρ, γραπτά κείμενα, καταγραφή, πρακτικά, αρχείο, δίσκος, καταχώρηση, εγγραφή, καταγράφω, μαγνητοσκοπώ, σημειώνω, καταγράφω, αποκαλύπτω, καταγράφω, μητρώο συλλήψεων, καταρρίπτω ένα ρεκόρ, σπάω το ρεκόρ, σπάω το ρεκόρ, σαν να κόλλησε η βελόνα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ποινικό μητρώο, οικονομικό αρχείο, να σημειωθεί στα πρακτικά, εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, σε χρόνο ρεκόρ, δίσκος βινυλίου, ιατρικός φάκελος, σοβαρή εφημερίδα, καταχωρημένος, καταγεγραμμένος, ανεπίσημος, ανεπίσημα, καταγεγραμμένος στα πρακτικά, επίσημα, ποινικό μητρώο, επαγγελματικό ιστορικό, δημόσιο αρχείο, ημερολόγιο, κάτοχος ρεκόρ, δισκογραφική εταιρεία, κάτοχος ρεκόρ, δισκογραφία, εγγραφή, καταχώρηση, καταγραφή, απογραφή, δισκογραφική εταιρεία, πικ-απ, μουσικός παραγωγός, φύλλο καταγραφής, δισκοπωλείο, -ρεκόρ, δισκογραφικής εταιρείας, ιστορικό απασχόλησης, φάκελος/μητρώο στρατιωτικού, ιστορικό συντήρησης οχήματος, κάνω ρεκόρ, πετυχαίνω ρεκόρ, ρεκόρ ταχύτητας, μαγνητοφωνώ, προηγούμενη επίδοση, αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφου, παγκόσμιο ρεκόρ, κάτοχος παγκοσμίου ρεκόρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης record
καταχώρηση, καταγραφήnoun (written account) (ένα περιστατικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The captain left a record in his log. The company keeps a record of all its transactions. Ο καπετάνιος έκανε μια καταχώρηση στο ημερολόγιό του. |
ιστορίαnoun (history) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The record shows that the war was destructive. Η ιστορία δείχνει ότι ο πόλεμος ήταν καταστροφικός. |
ρεκόρnoun (sports, etc.: best) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Our team holds the record for total points scored. Η ομάδα μας έχει το ρεκόρ υψηλότερου σκορ. |
ηχογραφώtransitive verb (capture on tape, etc.) (μουσική, ήχος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The band recorded a new album. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν το ατύχημα. |
ρεκόρadjective (superlative) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The temperature reached record highs. Η θερμοκρασία σημείωσε νέο ρεκόρ. |
γραπτά κείμεναnoun (often plural (preservation in writing) Nomadic tribes leave few records. |
καταγραφήnoun (memorial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This book is a record of their achievements. |
πρακτικάnoun (judicial report) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The prosecutor entered evidence into the record. |
αρχείοnoun (judicial pleadings) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The judicial record demonstrates the precedent. |
δίσκοςnoun (vinyl LP, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I bought a new record. |
καταχώρηση, εγγραφήnoun (database) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The database table has 130 records in it. |
καταγράφω, μαγνητοσκοπώintransitive verb (capture sounds or images on tape) (βίντεο, εικόνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're ready to record. |
σημειώνω, καταγράφωtransitive verb (take note of [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll record that idea for future reference. |
αποκαλύπτωtransitive verb (reveal about the past) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These ruins record the life of the Vikings in England. |
καταγράφωtransitive verb (display) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The videotape recorded a disturbance. |
μητρώο συλλήψεωνnoun (law: about criminal charges) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καταρρίπτω ένα ρεκόρverbal expression (surpass previous highest, best) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We broke a record today; it's the first March ever with absolutely no snow here. |
σπάω το ρεκόρverbal expression (surpass previous highest, best) |
σπάω το ρεκόρverbal expression (surpass previous highest, best) (για κτ ή με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σαν να κόλλησε η βελόναnoun (figurative (endless repeating of [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (law: type of tribunal) The Circuit Court serves as the court of record for the county. |
ποινικό μητρώοnoun (previous convictions) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Suspicion fell on him because he had a criminal record. |
οικονομικό αρχείοnoun (account, finance statement) |
να σημειωθεί στα πρακτικάadverb (officially, openly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) For the record, it wasn't me who left the back door open when we went out. |
εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδώνnoun (US, Can (grad school test) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδώνnoun (US, Can (Graduate Record Examination) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σε χρόνο ρεκόρexpression (faster than ever before) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We made the journey in record time. |
δίσκος βινυλίουnoun (12-inch vinyl record) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't think you can find long play records any more. |
ιατρικός φάκελοςnoun (often plural (documentation of healthcare history) |
σοβαρή εφημερίδαnoun (informal (respected broadsheet newspaper) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El País is often considered to be a newspaper of record from Spain. |
καταχωρημένος, καταγεγραμμένοςadjective (documented) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) A copy will be sent to the parties of record on the case. |
ανεπίσημοςadjective (unofficial, confidential) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The senator apologized for his off-the-record remarks. |
ανεπίσημαadverb (unofficially, confidentially) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Those comments were made off the record and weren't intended for publication. |
καταγεγραμμένος στα πρακτικάadverb (in documented history) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This was the hottest summer on record. |
επίσημαadverb (officially, publicly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The Mayor went on record, detailing his new municipal plan. |
ποινικό μητρώοnoun (law: criminal history) |
επαγγελματικό ιστορικόnoun (history of performance in a career) |
δημόσιο αρχείοnoun (often plural (document open to the public) |
ημερολόγιοnoun (log) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Have you written it down in the record book? |
κάτοχος ρεκόρnoun (highest achiever) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) The athlete became a record breaker when she won her fifth gold medal at the Olympic Games. |
δισκογραφική εταιρείαnoun (business: sells recorded music) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάτοχος ρεκόρnoun ([sb] officially recorded as best at [sth]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He was the world record holder for the long jump for five consecutive years. |
δισκογραφίαnoun (recorded music business) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγγραφή, καταχώρηση, καταγραφή, απογραφήnoun (maintaining accounts or log) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Accurate record keeping is of crucial importance. |
δισκογραφική εταιρείαnoun (recorded music production company) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πικ-απnoun (turntable for vinyl discs) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I use my record player all the time because I think music sounds better on vinyl! Χρησιμοποιώ το πικ-απ μου για να ακούσω μουσική επειδή πιστεύω ότι η μουσική στο βινύλιο ακούγεται καλύτερα. |
μουσικός παραγωγόςnoun ([sb] who manages music recordings) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I don't think I'll ever fulfil my ambition of being a record producer. |
φύλλο καταγραφήςnoun (document used for tracking [sth]) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The students used a record sheet to write down the results of their experiment. |
δισκοπωλείοnoun (store selling recorded music) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
-ρεκόρadjective (top, most successful) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
δισκογραφικής εταιρείαςnoun as adjective (of a record company) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) He is a record-company executive. |
ιστορικό απασχόλησηςnoun (employment history) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you don't think he can do the job, you can always check his service record at the employment office. |
φάκελος/μητρώο στρατιωτικούnoun (US (history of military service) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The sergeant had a great service record and had won many medals. |
ιστορικό συντήρησης οχήματοςnoun (vehicle: record of maintence) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When they repaired the car's engine they made an entry on the service record. |
κάνω ρεκόρ, πετυχαίνω ρεκόρverbal expression (do [sth] to greatest degree) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Johnson set a record in the long jump this afternoon. |
ρεκόρ ταχύτηταςnoun (fastest speed officially recorded) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The Guinness World Book tracks the speed records of cars, airplanes, boats, etc. |
μαγνητοφωνώtransitive verb (audio) (κασέτα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προηγούμενη επίδοσηnoun (figurative, informal (previous performance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This employee has a great track record of finishing work on time. Αυτός ο υπάλληλος έχει άριστο ιστορικό όσον αφορά την έγκαιρη ολοκλήρωση της δουλειάς του. |
αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφουnoun ([sb]'s history of ballot choices) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παγκόσμιο ρεκόρnoun (international best) |
κάτοχος παγκοσμίου ρεκόρnoun (current international champion) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) To win the race she'll have to beat the current world-record holder. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του record στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του record
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.