Τι σημαίνει το prise de courant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης prise de courant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prise de courant στο Γαλλικά.
Η λέξη prise de courant στο Γαλλικά σημαίνει λήψη, σφίξιμο, κράτημα, κρατάω, κρατώ, θήραμα, λήψη, λήψη, λαβή, ψαριά, φις, πρίζα, μπρίζα, έλεγχος, αρπαγή, πρόσληψη, πάτημα, σημείο όπου μπορεί να στηριχθεί το πόδι, χρήση, ψαριά, πρίζα, κράτημα, πρίζα, ανάληψη, κλείδωμα, στράικ, κέρδος, κράτημα, πιάσιμο, λήψη, πρόσληψη, αγκαλιά, σύνδεση, σύλληψη, πολύτιμος, συλλεκτικός, μπελάς, προσαρμογέας, καυγάς, καυγάς, τσακωμός, που βρίσκεται στην αρχή, μπράκετινγκ, πονοκέφαλος, Εισαγωγή, εύκολος, απλός, πρίζα, συνειδητοποίηση, πρίζα, μπρίζα, καυγάς, τσακωμός, καυγάς, κρουνός, αναγνώριση δακτυλικών αποτυπωμάτων, φροντίδα ηλικιωμένων, μελέτη, σκέψη, εικονοληψία, αργή κίνηση, χάραξη πολιτικής, σημείο που μπορώ να κρατηθώ με τα δάχτυλα των ποδιών, γωνία λήψης, Ημέρα της Βαστίλλης, ηλεκτρικός μετασχηματιστής, πραξικόπημα, πρίζα τηλεφώνου, πρίζα, ρευματοδότης, πολύπριζο, αυθόρμητη φωτογραφία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προσαρμογέας ρεύματος, πρίζα, προπώληση, αξιολόγηση της πραγματικότητας, το να ρισκάρω, το να πάρω ένα ρίσκο, είσοδος νερού, αύξηση σωματικού βάρους, καρύδωμα, θεαματικό άλμα ποδοσφαιριστή για να πιάσει την μπάλα, πυροσβεστικός κρουνός, διαφωνία, αναρρόφηση θαλάσσης, παγίδευση, λήψη αποφάσεων, -, για τη λήψη αποφάσεων, παγίδευση, το κυνήγι του δράκου, καβγάς, τσακωμός, χρήση, ανάληψη ελέγχου, κρατάω γερά, δεν αφήνω, μέτρηση, βύσμα, νέα λήψη, περιβαλλοντικός προσανατολισμός, συνειδητοποίηση, κεφαλοκλείδωμα, που στεγνώνει γρήγορα, κατάληψη, εν διελεύσει, πρίζα, πηδάω, πηδώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης prise de courant
λήψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise du sac par le voleur n'a pris que quelques secondes. Η αρπαγή της τσάντας από τον κλέφτη πήρε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. |
σφίξιμο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το σφίξιμο του Πίτερ στο τιμόνι δυνάμωνε όσο οδηγούμε μέσα στα βουνά. |
κράτημα(avec la main) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il resserra sa prise autour du poignet de sa fille. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Χαλάρωσε το κράτημα σου, με πονάς! |
κρατάω, κρατώnom féminin (Tennis : position sur la raquette) (ρακέτα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θήραμαnom féminin (Pêche, Chasse) (κυνήγι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Votre prise est limitée à trois poissons par mois. Επιτρέπεται να πιάσεις τρία ψάρια τον μήνα. |
λήψηnom féminin (Cinéma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) OK, tout le monde. Cela va être notre cinquième prise. En espérant que ce soit la bonne. Action ! Λοιπόν παιδιά, αυτή είναι η πέμπτη μας λήψη. Ας το πετύχουμε αυτήν τη φορά. Πάμε! |
λήψηnom féminin (Musique : enregistrement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La deuxième prise avait trop de basses. |
λαβήnom féminin (Lutte, Judo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il se servit d'une prise spéciale pour vaincre son adversaire. |
ψαριά(proie) (ψάρεμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre prise du jour : un saumon ! |
φις(électricité) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Στην Ευρώπη τα φις έχουν δύο ακροδέκτες, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν τρεις. |
πρίζα, μπρίζαnom féminin (électricité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ne mets pas tes doigts dans la prise, tu risques de recevoir une décharge électrique. Μην βάλεις το δάχτυλό σου στην πρίζα· μπορεί να ηλεκτριστείς άσχημα. |
έλεγχοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le coach gardait ses athlètes sous son emprise. Ο προπονητής είχε τους αθλητές του καλά υπό τον έλεγχό του. |
αρπαγήnom féminin (άτομο, αντικείμενο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise de la ville par l'armée a été une étape importante dans la stratégie militaire du général. Η κατάληψη της πόλης από τον στρατό ήταν μια σημαντική στιγμή στην πολεμική στρατηγική του στρατηγού. |
πρόσληψη(de médicaments,...) (με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise de certains médicaments est fortement déconseillée durant la grossesse. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πρόσληψη ασβεστίου της Σάρα μπορεί να έχει υποστεί βλάβη λόγω κάποιας ασθένειας. |
πάτημαnom féminin (αναρρίχηση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je ne peux pas grimper plus haut : il n'y a pas de prise ! |
σημείο όπου μπορεί να στηριχθεί το πόδιnom féminin (Escalade,...) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρήση(d'un poste, médicament...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψαριά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le pêcheur a fait une énorme prise la nuit dernière. Ο ψαράς έβγαλε μια τεράστια ψαριά χτες βράδυ. |
πρίζα(électrique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) George brancha l'aspirateur à la prise. |
κράτημα(sur pente,...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το αυτοκίνητο γλίστρησε πολύ αφού τα λάστιχα δεν είχαν καλό κράτημα στον βρεγμένο δρόμο. |
πρίζαnom féminin (électrique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'y a pas assez de prises électriques pour tout notre matériel. Δεν υπάρχουν αρκετές πρίζες για όλο τον εξοπλισμό. |
ανάληψηnom féminin (de fonction, de pouvoir) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa prise en charge des enfants lui a causé des soucis financiers. |
κλείδωμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il tenait l'autre type à l'aide d'une prise. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με ένα κλείδωμα ακινητοποίησε τον αντίπαλό του. |
στράικnom féminin (Base-ball : balle ratée) (μπέιζμπολ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Trois prises et tu sors. |
κέρδος(Chasse) (γενικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Leurs prises du week-end comprenaient des lapins et des écureuils. |
κράτημα, πιάσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λήψηnom féminin (Photographie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'obturateur s'ouvre et enclenche la prise (or: capture) de l'image. |
πρόσληψη(de nourriture, d'alcool) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fred a décidé de suivre un régime donc il a commencé à réguler sa consommation de nourriture. Ο Φρεντ αποφάσισε να κάνει δίαιτα και έτσι ξεκίνησε να ελέγχει την πρόσληψη φαγητού. |
αγκαλιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le petit garçon tentait de se défaire de l'étreinte de sa grand-mère. Το αγοράκι προσπάθησε να ξεφύγει από την αγκαλιά της γιαγιάς του. |
σύνδεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sonnette de la porte ne fonctionne pas; il doit y avoir un raccord desserré quelque part. Το κουδούνι της πόρτας δε δουλεύει. Πρέπει να υπάρχει μια χαλαρή σύνδεση κάπου. |
σύλληψη(d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La capture du leader rebelle a mis fin aux combats. |
πολύτιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le précieux cheval gagna toutes ses courses. |
συλλεκτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπελάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Είναι πάντα ταλαιπωρία να περνάς από την ασφάλεια του αεροδρομίου. |
προσαρμογέας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καυγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καυγάς, τσακωμός(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που βρίσκεται στην αρχή(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπράκετινγκ(Photographie, anglicisme) (φωτογραφία: τεχνική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πονοκέφαλος(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ce projet commence à être un vrai casse-tête. |
Εισαγωγή(κατάλογος, οδηγίες χρήσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εύκολος, απλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρίζαnom féminin (électricité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fiche doit être insérée à fond dans la prise (de courant), sinon l'appareil ne fonctionnera pas. Το φις πρέπει να μπει καλά στην πρίζα, αλλιώς η συσκευή δε θα λειτουργήσει. |
συνειδητοποίησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise de conscience que tout ce en quoi elle avait jamais cru était faux frappa soudainement Caroline. |
πρίζα, μπρίζα(mur) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Simon a branché son ordinateur portable dans la prise. Ο Σάιμον έβαλε το λάπτοπ του στην πρίζα. |
καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Une bagarre éclata entre les garçons pour savoir qui passerait le premier. |
καυγάς(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Alan et Marjorie ont eu une prise de bec à propos d'argent juste devant nous. Ο Άλαν και η Μάρτζορι είχαν ένα καυγά για τα χρήματα μπροστά μας. |
κρουνός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αναγνώριση δακτυλικών αποτυπωμάτων(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φροντίδα ηλικιωμένωνnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μελέτη, σκέψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εικονοληψίαnom féminin (βίντεο, κινηματογραφία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αργή κίνησηnom féminin (Cinéma) (κινηματογράφηση) |
χάραξη πολιτικής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σημείο που μπορώ να κρατηθώ με τα δάχτυλα των ποδιώνnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les grimpeurs portent des chaussures très souples pour pouvoir sentir les prises de pied. |
γωνία λήψηςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ημέρα της Βαστίλληςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλεκτρικός μετασχηματιστήςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πραξικόπημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La prise de pouvoir fut rapide, renversant le gouvernement en quelques heures seulement. |
πρίζα τηλεφώνουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρίζαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si vous avez un enfant en bas âge, c'est toujours une bonne idée de poser des caches à toutes les prises murales. |
ρευματοδότηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολύπριζοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu peux brancher ton PC, ton écran, et autres sur une multiprise (or: prise multiple). |
αυθόρμητη φωτογραφίαnom féminin |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin (Arts martiaux) |
προσαρμογέας ρεύματοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πρίζαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προπώλησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce tout nouveau modèle de voiture sport n'est pas encore disponible, toutefois les prises de commande débutent la semaine prochaine. |
αξιολόγηση της πραγματικότηταςnom féminin (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το να ρισκάρω, το να πάρω ένα ρίσκοnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είσοδος νερούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αύξηση σωματικού βάρουςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καρύδωμαnom féminin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θεαματικό άλμα ποδοσφαιριστή για να πιάσει την μπάλαnom féminin (football australien) (ποδόσφαιρο Αυστραλίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυροσβεστικός κρουνός
|
διαφωνία(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναρρόφηση θαλάσσης(Nautique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παγίδευσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les militants veulent bannir la capture (or: prise au piège) d'animaux sauvages pour le commerce de la fourrure. |
λήψη αποφάσεωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
-locution adverbiale (Automobile) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La voiture fait un drôle de bruit quand elle est en prise. Το αυτοκίνητο κάνει έναν περίεργο θόρυβο όταν βάζω ταχύτητα. |
για τη λήψη αποφάσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παγίδευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το κυνήγι του δράκου(μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καβγάς, τσακωμός(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χρήση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le gouvernement offre des aides pour encourager le recours à des sources d'énergie alternatives. Η κυβέρνηση παρέχει κίνητρα για να ενθαρρύνει τη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. |
ανάληψη ελέγχουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κρατάω γερά, δεν αφήνωlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si un homard t'attrape un doigt, il ne lâchera pas prise facilement. |
μέτρηση(action) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise de mesure peut être difficile lorsque le sujet bouge. Η μέτρηση μπορεί να είναι δύσκολη όταν το υποκείμενο είναι εν κινήσει. |
βύσμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma prise multiple ne rentre pas dans les prises de ma chambre d'hôtel. |
νέα λήψηnom féminin (Cinéma) |
περιβαλλοντικός προσανατολισμόςnom féminin |
συνειδητοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η Τζάνετ ήταν μπερδεμένη, αλλά σιγά σιγά της ήρθε η συνειδητοποίηση ότι την είχαν εξαπατήσει. |
κεφαλοκλείδωμαnom féminin (Catch) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που στεγνώνει γρήγορα(ciment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάληψηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise de pouvoir a été condamnée par l'ONU. |
εν διελεύσειnom féminin (Échecs) (σκάκι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρίζαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πηδάω, πηδώlocution verbale (Jeu de dames) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu ne fais pas de capture (or: de prise) maintenant, tu risques de perdre. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prise de courant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του prise de courant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.