Τι σημαίνει το pine στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pine στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pine στο Αγγλικά.

Η λέξη pine στο Αγγλικά σημαίνει πεύκο, πεύκο, πεύκινος, μαραζώνω για κπ/κτ, πεθαίνω, πενθώ, μου λείπει κτ, μαραζώνω, πευκόξυλο με πολλούς ρόζους, πατιναρισμένο ξύλο πεύκης, φλοιός πεύκου, βλαστοφάγος της πεύκης, κουκουνάρι, πευκοδάσος, δενδροκούναβο, Martes americana, πευκοβελόνα, καρπός πεύκου, κουκουνάρι, λάδι πεύκου, ρητίνη, πεύκο, πεύκο, πεύκη η βαριά, πεύκη η βαρύξυλος, ξύλο από το αντίστοιχο δέντρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pine

πεύκο

noun (tree type)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The old pine in the garden has grown very tall.
Το γέρικο πεύκο στον κήπο έχει ψηλώσει πολύ.

πεύκο

noun (wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This chest of draws is made from pine.
Αυτή η συρταριέρα είναι φτιαγμένη από πεύκο.

πεύκινος

noun as adjective (made of pine wood)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This pine table seats eight people.

μαραζώνω για κπ/κτ

(be nostalgic, long for)

Now that Tom is a teenager, his parents pine for the days when he wasn't so moody.

πεθαίνω

verbal expression (person: yearn) (μτφ: να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sasha was pining to get away from her home town.
Η Σάσα πεθαίνει να φύγει από τη γενέτειρά της.

πενθώ

intransitive verb (grieve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jack's wife died last year and he's been pining ever since.
Η σύζυγος του Τζακ πέθανε πέρσι και από τότε έχει μαραζώσει.

μου λείπει κτ

(animal: grieve, miss [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dogs are pining for their owner, who died three days ago.
Τα σκυλιά πενθούν για τον ιδιοκτήτη τους που πέθανε πριν από τρεις μέρες.

μαραζώνω

phrasal verb, intransitive (person: sicken because of grief)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After her husband left her, Mary just pined away.

πευκόξυλο με πολλούς ρόζους

noun (pine wood with many knots)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The walls of the cabin were lined with knotty pine.

πατιναρισμένο ξύλο πεύκης

noun (pine wood with a sheen)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φλοιός πεύκου

noun (outer material of the pine tree)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sometimes pine bark, while still on the tree of course, can smell like chocolate.

βλαστοφάγος της πεύκης

noun (American insect) (έντομο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κουκουνάρι

noun (seed-producing part of pine tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πευκοδάσος

noun (forest: mostly pine trees)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δενδροκούναβο

noun (small animal of Europe and Asia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Martes americana

noun (small American animal) (επίσημο: είδος κουναβιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πευκοβελόνα

noun (pointed leaf of pine tree)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a carpet of pine needles on the forest floor.

καρπός πεύκου

noun (edible seed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pesto sauce is made from pine nuts, basil, olive oil and parmesan cheese.

κουκουνάρι

plural noun (edible seeds of pine tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many recipes for pesto call for ground-up pine nuts.

λάδι πεύκου

noun (oil extracted from pine trees)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pine oil is used to scent various products from cleaners to aftershave.

ρητίνη

noun (pitch obtained from pine trees)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Baseball players sometimes put pine tar on their bats to improve their grip.

πεύκο

noun (type of conifer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are several squirrels on that pine tree.

πεύκο

noun (wood of a conifer) (το ξύλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πεύκη η βαριά, πεύκη η βαρύξυλος

noun (tree: Pinus ponderosa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ξύλο από το αντίστοιχο δέντρο

noun (wood)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pine στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.