Τι σημαίνει το parada στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parada στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parada στο ισπανικά.

Η λέξη parada στο ισπανικά σημαίνει στάση, stop, στοπ, στάση, απόκρουση, save, παρέλαση, στάση, απόκρουση, στάση, στάση, μέρος που κάνω στάση, στάση, σύντομη στάση, διακοπή, ενδιάμεσος σταθμός, ενδιάμεσος σταθμός, στάση, ακινητοποίηση, ακινητοποίηση, παύση, διακοπή, επιβίβαση, παραλαβή, όρθιος, ορθός, άνεργος, ακίνητος, παθητικός, άνεργος, μη ενεργός, στον πάγο, ακίνητος, όρθιος, σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος, όρθιος, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, αποκρούω, σταματάω, σταματώ, παύω, σταματώ, μου σηκώνεται, τεντώνω, σταματάω, σταματώ, κάνω σήμα, κάνω νόημα, το κόβω, σταματάω, σταματώ, κάνω σήμα, σταματάω, σταματώ, παύω, μου σβήνει, σταματάω, σταματώ, σταματώ, κάνω στην άκρη, στηρίζω, στερεώνω, εγκαταλείπω, σταματώ, υπεκφεύγω, σηκώνω, σταματάω, σταματώ, εμποδίζω, μπλοκάρω, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, αδρανοποιώ, ακινητοποιώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, στοπ, καύλα, κατακόρυφος, πιάτσα, πιάτσα, στάση λεωοφορείου, τελευταία στάση, στάση, πιτ στοπ, επανεκκίνηση με χτύπημα για πάσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parada

στάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las luces tardaron mil años en cambiar y nuestra parada ahí pareció interminable.
Το φανάρι έμοιαζε να κάνει ώρες να αλλάξει και η ακινητοποίησή μας φαινόταν να μην τελειώνει.

stop, στοπ

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El conductor frenó al llegar a la parada.

στάση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hicimos una parada en la casa de Fred para hacerle una visita.

απόκρουση

(fútbol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si el portero no hubiera hecho esa parada, el partido hubiera acabado en empate.

save

nombre femenino (μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El lanzador suplente lanzó tres entradas en blanco en su décimo salvamento de la temporada.

παρέλαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vimos el desfile del cumpleaños de la Reina en Londres.
Είδαμε την παρέλαση για τα γενέθλια της Βασίλισσας στο Λονδίνο.

στάση

(tren, metro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El tren llegó a mi estación.
Το τρένο έφτασε στην τελευταία στάση του. Ο επιβάτης του λεωφορείου πάτησε το κουμπί για την επόμενη στάση.

απόκρουση

(de un ataque)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El esgrimista se defendió con una parada.

στάση

(σύντομη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hicimos una breve parada en Nueva York, pero lamentablemente no tuvimos mucho tiempo para hacer turismo.

στάση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hicimos una parada después de los primeros 500 kilómetros. Realmente necesito una parada, ¿puedes parar en la próxima área de descanso?

μέρος που κάνω στάση

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hicimos una parada breve en Australia de camino a Japón.

σύντομη στάση

(σε διαδρομή)

Hicimos una parada en la tienda de la esquina de camino a la fiesta.

διακοπή

(για ταξίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενδιάμεσος σταθμός

nombre femenino (σε διαδρομή)

Esa cantina fue una maravillosa parada regresando de las vacaciones.

ενδιάμεσος σταθμός

nombre femenino (en viaje)

στάση

(σε ταξίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De camino a Nueva York, hice escala en Chicago.

ακινητοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El parón en la autopista hizo que llegara tarde al trabajo.

ακινητοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El alto del tren se debió a un fallo técnico.
Η ακινητοποίηση του τρένου οφειλόταν σε τεχνικό πρόβλημα.

παύση, διακοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se hizo un alto en todas las transacciones mientras el banco investigaba la brecha en la seguridad.
Πραγματοποιήθηκε παύση σε όλες τις συναλλαγές όσο η τράπεζα ερευνούσε την παραβίαση ασφαλείας.

επιβίβαση, παραλαβή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No puedes pasar a los autobuses escolares que frenan para una recogida.
Δεν μπορείς να προσπεράσεις ένα σχολικό λεωφορείο που έχει σταματήσει για να πάρει κόσμο.

όρθιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ορθός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenía los pelos parados del susto.

άνεργος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La policía arrestó a una mujer desempleada que estaba en la escena.
Η αστυνομία συνέλαβε μια άνεργη γυναίκα που βρισκόταν στο σημείο.

ακίνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La Tierra parece estar quieta para quienes viven en ella.
Η Γη φαίνεται ακίνητη σε όσους μένουν πάνω της.

παθητικός

(detenido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άνεργος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hombre desempleado buscaba empleo todos los días.

μη ενεργός

(επαγγελματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στον πάγο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuestros planes están congelados mientras esperamos los resultados.

ακίνητος

(μπορεί να κινηθεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hombre salió del coche estacionado.
Ο άντρας βγήκε από το σταθμευμένο αυτοκίνητο.

όρθιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los espectadores que estaban de pie empezaron a impacientarse.
Οι όρθιοι θεατές άρχισαν να δείχνουν ανησυχία.

σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος

(κίνηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando vimos el accidente entendimos por qué el tránsito estaba detenido.

όρθιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los camareros están todo el día de pie.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha parado de llover.
Η βροχή σταμάτησε.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes parar de hacer eso?
Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ;

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paró el coche para ver el mapa.
Σταμάτησε (or: Ακινητοποίησε) το αυτοκίνητο για να κοιτάξει τον χάρτη.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apaga la máquina antes de tratar de repararla.
Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις.

αποκρούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El portero bloqueó el tiro.

σταματάω, σταματώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, espera a que el bus pare antes de bajarte.

παύω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La máquina se rompió así que el director paró el trabajo.
Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία.

μου σηκώνεται

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τεντώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Όταν άκουσα κάποιον να αναφέρει το όνομά μου, τέντωσα τα αυτιά μου.

σταματάω, σταματώ

(una actividad)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No me puedo concentrar si sigues golpeando los dedos contra el escritorio, ¡para!
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα.

κάνω σήμα, κάνω νόημα

verbo transitivo (con una seña)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es muy difícil parar un taxi durante la hora pico.

το κόβω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gary no paraba de silbar muy desafinado hasta que Dave le dijo que parara.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emily siempre se está quejando de su novio, ¡nunca para!
Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ!

κάνω σήμα

(taxi) (για να σταματήσει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El portero le parará un taxi.

σταματάω, σταματώ, παύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Me estás volviendo loca con tus preguntas, ¡para!
Με τρελαίνεις με όλες αυτές τις ερωτήσεις σου. Σταμάτα! (or: Πάψε!)

μου σβήνει

(το αμάξι, η μηχανή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El aprendiz de manejo que iba delante nuestro paró el auto dos veces.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ως νέος οδηγός, πάντα αγχώνομαι μη μου σβήσει το αμάξι στη μέση του δρόμου.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pelota se paró colina abajo.

σταματώ, κάνω στην άκρη

(auto) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El taxi se detuvo en el borde y la mujer se bajó.
Το ταξί σταμάτησε στην άκρη του πεζοδρομίου και η γυναίκα βγήκε έξω.

στηρίζω, στερεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apoyó el libro para poder leer y tejer al mismo tiempo.
Στερέωσε (or: Στήριξε) το βιβλίο της για να έχει τα χέρια της ελεύθερα για το πλέξιμο.

εγκαταλείπω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los huelguistas dijeron que no iban a dejar su campaña de acción.
Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους.

υπεκφεύγω

(un ataque)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ambos esgrimistas bloquearon ataques durante el campeonato.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Derribé el jarrón de un golpe y tuve que volver a levantarlo.
Έριξα το βάζο και έπρεπε να το σηκώσω πάλι όρθιο.

σταματάω, σταματώ

(taxi) (με νόημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llamé a un taxi para llegar a casa porque había bebido mucho.
Σταμάτησα ένα ταξί για να πάω σπίτι επειδή είχα πιει πολύ.

εμποδίζω, μπλοκάρω

(deportes) (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El boxeador bloqueó con habilidad los golpes de su oponente.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía nos detuvo por exceder el límite de velocidad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μας σταμάτησε η αστυνομία επειδή τρέχαμε.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El coche se detuvo al acercarse a las vías del tren.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε όταν έφτασε στις ράγες του τραίνου.

αδρανοποιώ, ακινητοποιώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las disputas paralizaron el acuerdo legal durante meses hasta que se llegó a un acuerdo.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gerencia detuvo el proyecto cuando se acabó el dinero.
Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα.

σταματάω, σταματώ

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Vosotros dos! ¡Cortad esa pelea ya!
Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα!

στοπ

(mecanismo, control) (κουμπί, πλήκτρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Presione el botón de parada si hay algún problema con la máquina.

καύλα

(καθομιλουμένη, πρόστυχο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando se levantó todos se dieron cuenta de que tenía una erección.
Όταν στάθηκε όρθιος, όλοι είδαν πόσο πολύ του είχε σηκωθεί.

κατακόρυφος

(gimnasia) (στάση γυμναστικής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Polly puede hacer el pino pero aún no puede hacer una voltereta.

πιάτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay una parada de taxis de aquí a una cuadra.

πιάτσα

(ταξί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στάση λεωοφορείου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los pasajeros esperaban en la parada de autobús.
Στη στάση λεωφορείου περίμεναν τρεις επιβάτες.

τελευταία στάση

Esta es la última parada, todos los pasajeros deben bajarse.

στάση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay cientos de paradas programadas entre Chicago y Nueva Orleans.

πιτ στοπ

locución nominal femenina (automovilismo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επανεκκίνηση με χτύπημα για πάσα

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El árbitró volvió a empezar el partido con una pelota parada.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parada στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.