Τι σημαίνει το obtenir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης obtenir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του obtenir στο Γαλλικά.
Η λέξη obtenir στο Γαλλικά σημαίνει παίρνω, παίρνω, προκαλώ, αποσπώ, εκμαιεύω, παίρνω, αποζημιώνομαι για κτ, εξασφαλίζω, αποκτώ, αποκτώ, συγκεντρώνω, παίρνω με το μέρος μου, δημιουργώ, προμηθεύομαι, προκαλώ, παίρνω, περνάω, περνώ, κερδίζω, τσακώνω, γραπώνω, συγκεντρώνω, ξεκαθαρίζω, που μπορείς να φτάσεις εύκολα, αποφοίτηση, εύκολο χρήμα, παίρνω διαζύγιο, παίρνω έγκριση, παίρνω το μήνυμα, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ, γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου, αποφοιτώ, παίρνω δάνειο, παίρνω απάντηση, δοκιμάζω να, προσπαθώ να, διαγωνίζομαι για κτ, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, συγκεντρώνω βοήθεια, ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικά, απόφοιτος, πτυχιούχος, απορρίπτω, αποσπώ κτ από κπ, προσπαθώ, με ύπουλο τρόπο, να εξασφαλίσω κτ, παίρνω απάντηση, παίρνω έγκριση, επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ, περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτ, υποβάλλω αγωγή για κτ, εκμαιεύω κτ από κτ, κυνηγάω, κυνηγώ, επιβάλλω κτ σε κπ, ανακρίνω, κτ είναι σίγουρο, σπουδάζω για να γίνω κτ, αποφοιτώ, αποφοιτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης obtenir
παίρνω(une note,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai eu une bonne note à ma dissertation. Πρέπει να πάρουμε μπίρα από κάπου. Πήρα καλό βαθμό για την έκθεσή μου. |
παίρνω(une note) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai eu un A en espagnol. |
προκαλώ(des informations, une réponse) (αντίδραση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τζακ έκανε δεκάδες ερωτήσεις στην Ελίζα, αλλά καμιά απ' αυτές δεν πήρε απάντηση. |
αποσπώ, εκμαιεύω(des informations, une réponse) (έμμεσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποζημιώνομαι για κτverbe transitif (Droit : dommages,...) Ils ont intenté un procès pour obtenir des dommages et intérêts suite au décès du garçon. |
εξασφαλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le directeur financier a obtenu un financement pour l'expansion de la société. |
αποκτώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les citoyens obtinrent le droit d'envoyer leurs enfants dans une autre école. Οι πολίτες απέκτησαν το δικαίωμα να στέλνουν τα παιδιά τους σε διαφορετικό σχολείο. |
αποκτώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après quatre ans d'études à Oxford, Lisa a obtenu un doctorat. Μετά από τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Λίζα πήρε διδακτορικό. |
συγκεντρώνωverbe transitif (un soutien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le parti politique a essayé d'obtenir (or: de gagner) le soutien des électeurs. |
παίρνω με το μέρος μουverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le candidat a obtenu (or: gagné) beaucoup de sympathisants. |
δημιουργώ(de l'intérêt,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société a diffusé de nombreuses publicités télévisées pour susciter l'intérêt pour leur produit. Η εταιρία προέβαλε πολλά διαφημιστικά στην τηλεόραση προκειμένου να δημιουργήσει ενδιαφέρον για τα προϊόντα της. |
προμηθεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Où peut-on se procurer de la bonne terre végétale ? Από πού μπορούμε να προμηθευτούμε καλό επιφανειακό χώμα; |
προκαλώ(une réaction) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνωverbe transitif (un prix,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a reçu (or: obtenu) une promotion au travail. Πήρε προαγωγή. |
περνάω, περνώ(un examen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai réussi (or: obtenu) mon examen ! Πέρασα το τεστ! |
κερδίζωverbe transitif (κάτι επιθυμητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est en travaillant dur qu'il a obtenu sa promotion. Κέρδισε την προαγωγή με σκληρή δουλειά. |
τσακώνω, γραπώνω(μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνωverbe transitif (des voix) (ψήφους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La candidate travailliste a recueilli davantage de votes que le candidat conservateur ; elle a donc remporté l'élection. |
ξεκαθαρίζω(un problème, un différend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter et Frank ont réglé leurs différends et sont de nouveau amis. Ella et moi avons finalement réglé les détails de notre plan d'affaires. |
που μπορείς να φτάσεις εύκολαadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποφοίτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο Ρίτσαρντ πήρε το πτυχίο του από το Ιατρικό Κολλέγιο της Νέας Υόρκης πέρυσι. |
εύκολο χρήμαadjectif (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παίρνω διαζύγιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'en ai assez de voir mon mari enchaîner les conquêtes : je veux obtenir le divorce. Βαρέθηκα τις περιπέτειες του άντρα μου με άλλες γυναίκες, θέλω να πάρω διαζύγιο. |
παίρνω έγκριση
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Quand j'ai obtenu l'accord de mon patron, j'ai commencé à préparer le lancement du nouveau produit. |
παίρνω το μήνυμαlocution verbale (familier) (μτφ, καθομ: γνωστοποίηση ή έγκριση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρέφομαι σε κπ για βοήθειαverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφοιτώ(France, équivalent) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a obtenu une licence universitaire au bout de cinq ans. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο μετά από πέντε χρόνια. |
παίρνω δάνειοverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω απάντησηlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai envoyé plusieurs emails mais je n'ai obtenu aucune réponse. |
δοκιμάζω να, προσπαθώ ναverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il voulait tâcher d'obtenir une licence. Ήθελε να προσπαθήσει να πάρει μπάτσελορ. |
διαγωνίζομαι για κτlocution verbale Demain, vous, les jeunes athlètes, concourrez pour obtenir le premier prix. |
επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύσηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγκεντρώνω βοήθειαlocution verbale |
ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικάlocution verbale |
απόφοιτος, πτυχιούχος(France, équivalent) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il a obtenu une licence à l'université de Virginie. Είναι απόφοιτος (or: πτυχιούχος) του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. |
απορρίπτω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσπώ κτ από κπverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Ντενίζ κατάφερε τελικά να αποσπάσει την αλήθεια από τον Έρικ. |
προσπαθώ, με ύπουλο τρόπο, να εξασφαλίσω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jeremy a gagné la confiance de la veuve par la ruse. Ο Τζέρεμι προσπάθησε, με ύπουλο τρόπο, να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της χήρας. |
παίρνω απάντηση(mots) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω έγκρισηlocution verbale (figuré) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Mon nouveau projet vient d’obtenir le feu vert de la direction. |
επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπlocution verbale Les plans ont obtenu l'approbation de la communauté d'entreprises locale. |
περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Evelyn a obtenu son diplôme en plomberie (or: de plombier). Η Έβελιν έχει πιστοποιηθεί ως υδραυλικός. |
υποβάλλω αγωγή για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les survivants d'un crash engagent souvent une procédure judiciaire pour obtenir des dommages et intérêts. Οι επιζήσαντες ενός αεροπορικού δυστυχήματος συχνά υποβάλλουν αγωγή για αποζημίωση. |
εκμαιεύω κτ από κτ(des informations, une réponse) L'enseignant tenta d'obtenir la bonne réponse des élèves. |
κυνηγάω, κυνηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cherchant à obtenir une augmentation, Darren a fait des heures supplémentaires plusieurs semaines de suite. Ο Ντάρεν κυνηγούσε μια αύξηση και δούλευε υπερωρίες αρκετές εβδομάδες συνεχόμενα. |
επιβάλλω κτ σε κπlocution verbale Les autorités ont tenté d'obtenir la coopération des résidents par la force. |
ανακρίνωlocution verbale (για κτ, σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le procureur a interrogé le témoin pour obtenir des informations. Ο δημόσιος κατήγορος ανέκρινε το μάρτυρα για πληροφορίες. |
κτ είναι σίγουρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σε αυτό το ξενοδοχείο είναι σίγουρο ότι θα σε καλωσορίσουν θερμά. |
σπουδάζω για να γίνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a passé trois ans à l'étranger, vraisemblablement à étudier pour devenir architecte. Πέρασε 3 χρόνια στο εξωτερικό, δήθεν σπουδάζοντας αρχιτεκτονική. |
αποφοιτώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποφοιτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του obtenir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του obtenir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.