Τι σημαίνει το avoir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης avoir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avoir στο Γαλλικά.
Η λέξη avoir στο Γαλλικά σημαίνει πιστωτικό τιμολόγιο, έχω, έχω, έχω, έχω, έχω, έχω, έχω, παίρνω, εκδικούμαι, καλώ, προσκαλώ, παίρνω, είμαι, παίρνω, κολλάω, κολλώ, πιάνω, παίρνω, είμαι, έχω, εξαπατώ, κοροϊδεύω, παθαίνω, βγάζω σπυράκια, έχω χρόνο, έχω, -, κλέβω, ξεγελώ, έχω, παίρνω μέρος, έχω, γίνομαι, είμαι όσο λογικός όσο κάποιος, έχω προσόντα/περγαμηνές, προλαβαίνω, έχω, τσακώνω, γραπώνω, έχω, σπίθα, είμαι, είμαι, είμαι, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, έχων, πιθανό, που δικαιούται κτ, τρομαγμένος, φοβισμένος, νυσταγμένος, που υποψιάζεται, καταραμένος, χαρισματικός, αναποφάσιστος, αποχαυνωμένος, ζαβλακωμένος, χλωμός, πεινασμένος, νευρικός, που φοράει παρωπίδες, ανέμελος, ατίθασος, ανάλαφρος, χωρίς διαθήκη, εκλέξιμος, εκλόγιμος, ξανθός, από πρώτο χέρι, που πονάει, λαχανιασμένος, 20/20, ευαίσθητος, συναισθηματικός, φελλομένος, στριφνός, καστανός, καστανομάλλης, γκαντέμης, λαχανιασμένος, σε πλεονεκτική θέση, ξανθός, αδέξιος, ζημιάρης, απρόσεκτος, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, γουστάρω, αναμενόμενος, ορμή, ζαλάδα, junk food, τζανκ φουντ, ποικιλία, λαγνεία, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, μου κόβονται τα γόνατα, έχω οργασμό, μου σηκώνεται, μουδιάζω, που χρωστάει, φοβάμαι, που τον έχω ξεχάσει, που πονάει, πεπεισμένος ότι/πως, ευκατάστατος, βραχνιασμένος, ξέρω, γνωρίζω, ούρα, κάτω από τη βάση, απαιτούμενη από το νόμο ηλικία, πτυχιούχος διοίκησης επιχειρήσεων, πτυχιούχος καλών τεχνών, παρακολουθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης avoir
πιστωτικό τιμολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le magasin m'a repris mes articles et m'a fait un avoir de 30 €. |
έχωverbe transitif (posséder) (ιδιοκτησία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a une grande maison et deux voitures. Διαθέτει (or: Κατέχει) μια μεγάλη οικία και δύο αυτοκίνητα. |
έχω(χαρακτηριστικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a une très forte personnalité. Διαθέτει πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Το πρόγραμμα διαθέτει κουμπί διαγραφής. |
έχωverbe transitif (une maladie) (υποφέρω από) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a la grippe en ce moment. Έχει γρίπη τώρα. |
έχωverbe transitif (famille) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont deux filles et un fils. ΄Εχουν αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο. |
έχωverbe transitif (à l'esprit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a un tas de projets. Έχει πολλά σχέδια. |
έχωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourrais-je avoir une autre tasse de thé ? Μπορώ να έχω άλλο ένα φλιτζάνι τσάι, παρακαλώ; |
έχω(pour former le passé) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Nos avons gagné la course. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω χάσει τα κλειδιά μου. |
παίρνω(une note) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai eu un A en espagnol. |
εκδικούμαι(se venger) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je t'aurai ! |
καλώ, προσκαλώ(des personnes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons du monde à dîner demain. |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as eu les résultats de ton examen ? |
είμαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Barry est malade. Ο Μπάρι είναι άρρωστος. |
παίρνω(un message, une lettre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As-tu reçu le message que je t'ai envoyé ? Πήρες το μήνυμα που σου έστειλα; |
κολλάω, κολλώ(une maladie, familier) (μτφ, καθομ: αρρώστια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a attrapé la grippe et a dû rester à la maison. Κόλλησε γρίπη και αναγκάστηκε να μείνει σπίτι. |
πιάνω(un voleur,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a fini par l'attraper. |
παίρνω(une note,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai eu une bonne note à ma dissertation. Πρέπει να πάρουμε μπίρα από κάπου. Πήρα καλό βαθμό για την έκθεσή μου. |
είμαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) |
έχωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as un sacré toupet pour me parler sur ce ton ! // James a une grande collection de disques. Έχεις πολύ θράσος για να μου μιλάς μ' αυτόν τον τρόπο! Ο Τζέιμς έχει μια απίθανη συλλογή δίσκων. |
εξαπατώ, κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne te laisse pas avoir par ses âneries. Μην σε κοροϊδεύει με τις ανοησίες του. |
παθαίνω(un accident) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a eu un accident en allant au tribunal. Στο δρόμο για το δικαστήριο έπαθε ατύχημα. |
βγάζω σπυράκια(sur visage : des boutons, une éruption) (εγώ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai mangé trop de sucre et maintenant, j'ai des boutons. Το πρόσωπό μου γέμισε σπυράκια ακριβώς πριν βγω ραντεβού με τον Στιβ! |
έχω χρόνοverbe transitif (du temps) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As-tu le temps de m'aider quelques minutes? |
έχωverbe transitif (une maladie) (αρρώστια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a la grippe en ce moment et ne peut donc pas aller à la fête. Την έχει ρίξει η γρίπη και δεν μπορεί να έρθει στο πάρτι. |
-verbe transitif (une dette,...) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il a une ardoise au bar du quartier. // Ce commerce a un gros découvert depuis l'année dernière. Έχει λογαριασμό στο μπαρ της γειτονιάς του και πίνει βερεσέ. Αυτή η εταιρεία κάνει πολλές υπεραναλύψεις τον τελευταίο χρόνο. |
κλέβω, ξεγελώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il réalisa qu'il s'était fait avoir quand il constata que l'appareil qu'il venait d'acheter n'avait pas de pièces fonctionnelles à l'intérieur. Κατάλαβε ότι τον είχαν κλέψει (Or: ξεγελάσει) επειδή η κάμερα που αγόρασε δεν δούλευε. |
έχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leah a les clés de la voiture. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατέχει εξέχουσα θέση στην κυβέρνηση. |
παίρνω μέροςverbe transitif (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je n'ai pas de conversation avec des imbéciles. |
έχωverbe transitif (un avis, une opinion) (άποψη, γνώμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous savons que tous les membres du parti n'ont pas forcément le même avis sur ce sujet. |
γίνομαι(âge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon arrière grand-mère a eu 99 ans la semaine dernière. |
είμαι όσο λογικός όσο κάποιος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω προσόντα/περγαμηνές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προλαβαίνωverbe transitif (un train, un avion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut que je me dépêche si je veux attraper mon train. Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου. |
έχω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La plupart des églises normandes ont un haut clocher. Οι περισσότερες νορμανδικές εκκλησίες έχουν συνήθως κωδωνοστάσιο. |
τσακώνω, γραπώνω(μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Possédez-vous un ordinateur ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατέχει ένα καταπληκτικό ταλέντο στη μουσική. |
σπίθα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είμαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) La pièce est à huit heures. Το έργο είναι στις οχτώ. |
είμαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Il y a une femme de 101 ans dans la maison en face. Στο απέναντι σπίτι είναι μια γυναίκα 101 ετών. |
είμαι(âge) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Robert a dix ans. Ο Ρόμπερτ είναι δέκα χρονών. |
έχω την ευκαιρία να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai l'occasion d'aller à Paris cet été. Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι. |
έχωνlocution verbale (μτφ: πλούσιος) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Ceux qui ont de l'argent ne comprennent pas toujours ceux qui n'en ont pas. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι έχοντες δεν καταλαβαίνουν πάντα τους μη έχοντες. |
πιθανό
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est probable qu'il vienne avec nous. Είναι πιθανό να θέλει να έρθει μαζί μας. |
που δικαιούται κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La demande d'aide du demandeur étranger a été rejetée puisqu'il n'était pas éligible. Η αίτηση του αλλοδαπού για κρατικά επιδόματα απορρίφθηκε, καθώς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις. |
τρομαγμένος, φοβισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le chat effrayé s'est caché sous une chaise. Η τρομαγμένη γάτα κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι. |
νυσταγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le bébé était fatigué, alors Harry lui a fait faire une sieste. Το μωρό νύσταζε και έτσι ο Χάρρυ το έβαλε για να πάρει έναν υπνάκο. |
που υποψιάζεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La femme d'Henry était restée tard au bureau tous les jours pendant une semaine et Henry commençait à être méfiant. Η γυναίκα του Χένρι δούλευε μέχρι αργά στο γραφείο κάθε μέρα για μια εβδομάδα και ο Χένρι άρχισε να γίνεται καχύποπτος. |
καταραμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
χαρισματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les stars de cinéma sont souvent naturellement charismatiques. Οι αστέρες του σινεμά συχνά είναι χαρισματικοί από τη φύση τους. |
αναποφάσιστος(attitude, sentiments) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous devons convaincre les voteurs ambivalents de prendre une décision rapidement. |
αποχαυνωμένος, ζαβλακωμένος(anglicisme, familier) (χωρίς καθαρό μυαλό) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
χλωμός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les filles évitèrent tant le soleil qu'elles eurent l'air pâles. |
πεινασμένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
νευρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Owen me stresse parce qu'il est toujours agité. |
που φοράει παρωπίδες(figuré : esprit) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανέμελος, ατίθασος, ανάλαφρος(cheveux) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a toujours les cheveux rebelles lorsqu'elle n'utilise pas de revitalisant pour les cheveux. |
χωρίς διαθήκη(Droit : sans testament) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκλέξιμος, εκλόγιμος(qui peut être élu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pour être éligible à ce poste, il faut avoir plus de 21 ans. |
ξανθός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle était blonde avec des taches de rousseur. |
από πρώτο χέρι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που πονάει
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je déteste voir ma fille souffrir. |
λαχανιασμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
20/20(vue) (όραση) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ευαίσθητος, συναισθηματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φελλομένος(vin) (ζαργκόν: κρασί) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Jasper a dit au serveur que le vin était bouchonné et a renvoyé la bouteille. |
στριφνός(soutenu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καστανός, καστανομάλλης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γκαντέμης(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαχανιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σε πλεονεκτική θέση(un peu familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξανθός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Andy est blond. |
αδέξιος, ζημιάρης, απρόσεκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate est déprimée depuis qu'elle a raté son examen. |
γουστάρω(familier : excité) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark a fait des avances à Jennifer parce qu'il pensait qu'elle était chaude. |
αναμενόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ορμή(familier : énergie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζαλάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai eu un étourdissement en me levant trop vite. |
junk food, τζανκ φουντ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les gens qui mangent trop de cochonneries souffrent de nombreux problèmes de santé graves. Όσοι τρώνε πολύ τζανκ φουντ πάσχουν από πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας. |
ποικιλία(έχω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λαγνεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μου κόβονται τα γόνατα(μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle fond à chaque fois qu'elle le voit. |
έχω οργασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μου σηκώνεται(vulgaire) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μουδιάζω(légèrement douloureux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais te désinfecter le genou mais ça risque de picoter. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει και σχεδόν δεν μπορώ να τα κουνήσω. |
που χρωστάει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je paye toujours mes factures en temps et en heure car j'ai horreur d'être endetté. Πληρώνω πάντα τους λογαριασμούς μου στην ώρα τους γιατί σιχαίνομαι να χρωστάω. |
φοβάμαι(έχω φόβο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crains qu'ils n'aient eu un accident. Ανησυχώ μήπως είχαν κάποιο ατύχημα. |
που τον έχω ξεχάσει(figuré, familier : capacité) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα Γαλλικά της Γουέντι είναι σκουριασμένα, αφού έχει χρόνια να τα εξασκήσει. |
που πονάει(gorge, yeux,…) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tina avait un rhume ; son nez coulait et sa gorge était irritée. Η Τίνα κρύωσε. Έτρεχε η μύτη της και πονούσε ο λαιμός της. |
πεπεισμένος ότι/πως
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La vieille femme est persuadée que les membres de sa famille lui volent son argent. Η ηλικιωμένη κυρία είναι πεπεισμένη ότι μέλη της οικογένειάς της της κλέβουν χρήματα. |
ευκατάστατος(un peu familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ses affaires marchent bien, alors Sandra est tranquille. |
βραχνιασμένος(personne : par maladie) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Έχω βραχνιάσει από τα πολλά γέλια και το τραγούδι χθες βράδυ. |
ξέρω, γνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν μπορώ να σου πω γιατί δεν ξέρω αυτή την πληροφορία. |
ούρα(familier, enfantin) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le médecin a pris un échantillon de pipi pour le dépistage. Ο γιατρός πήρε ένα δείγμα ούρων για εξέταση. |
κάτω από τη βάση(notation scolaire : insuffisante) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un F signifie que vous devez redoubler. Αν πάρεις κάτω από τη βάση, σημαίνει ότι πρέπει να επαναλάβεις το μάθημα. |
απαιτούμενη από το νόμο ηλικία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πτυχιούχος διοίκησης επιχειρήσεων(Can) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πτυχιούχος καλών τεχνών(Can) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je te surveille jeune homme. Alors, pas de bêtises ! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avoir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του avoir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.