Τι σημαίνει το noir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης noir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του noir στο Γαλλικά.

Η λέξη noir στο Γαλλικά σημαίνει μαύρος, μαύρο, μαύρος, μαύρος, μαύρος, μαύρος, σκοτεινός, μαύρα, μαύρο, μαύρο, μαύρος, σκοτεινός, μαύρος, σκοτεινός, μαύρος, μαύρη, μαυρίλα, αράπης, αράπισσα, σκοτάδι, αράπης σκλάβος, νουάρ, μαύρος, σκούρος καφέ, σκούρο καφέ, αράπης, προκατειλημμένος, σκοτάδι, αράπης, σκυλάραπας, αυτοκτονικός, μελάνι, βλοσυρός, απειλητικός, γυαλίζω, γεμάτος, μελαγχολικός, κατηφής, ασπρόμαυρος, φαγόπυρο, απογοήτευση, CMYK, αφροαμερικανικός, ασπρόμαυρος, Αφροαμερικανός, μαύρος, φουλ, φίσκα, μελανός, μαύρος, καπνισμένος, κατάμαυρος, μαύρος σαν κατράμι, μη καταγεγραμμένο, εκτός λογιστικών βιβλίων, φοβάμαι το σκοτάδι, γεμάτος, φίσκα, τίγκα, φουλ, μαυροφορεμένος, μαυροντυμένος, ασπρόμαυρα, στο σκοτάδι, σε κατάθλιψη, στις μαύρες, πίνακας, μαυροπίνακας, μπιμπίκι, κάνω δεύτερη δουλειά, κορυφή του σωρειτομελανία, μαύρο φίδι, καπνιά, εργαζόμενο άτομο με δυο δουλειές, ασπρόμαυρη φωτογραφία, άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά, μαύρο χιούμορ, αφρικάνικη τέχνη, μαύρο φασόλι, μαύρη αρκούδα, σκέτος καφές, μαύρη τρύπα, μπλακ χιούμορ, πέπερι, μαύρο πρόβατο, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι, Αφροαμερικανός, Αφροαμερικανή, μαύρη αγορά, πίνακας, μαυροπίνακας, σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα, μαύρος λεμούριος, Black Russian, μπλακ ράσιαν, μαύρη τίγρη, σφουγγάρι, σφουγγάρι, μαύρος άνθρακας, φουγγάρι, σφουγγάρι, λουκάνικο αίματος, πινό νουάρ, ασπρόμαυρο, φιλμ νουάρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης noir

μαύρος

adjectif (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La robe noire lui allait bien.
Της πήγαινε το μαύρο της φόρεμα.

μαύρο

nom masculin (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma couleur préférée est le noir.
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μαύρο.

μαύρος

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nina interviewe de nombreux humoristes noirs dans son podcast.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τρεις μαύρες γυναίκες περπατούσαν στον δρόμο.

μαύρος

(culture,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαύρος

adjectif (sale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les murs de l'usine étaient noirs de suie.

μαύρος, σκοτεινός

adjectif (magie) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La guérisseuse était soupçonnée de faire de la magie noire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην περιμένεις καλό απ' αυτόν, έχει μαύρη (or: σκοτεινή) ψυχή.

μαύρα

nom masculin (vêtements de deuil)

La veuve a porté du noir pendant un an.
Η χήρα φόρεσε τα μαύρα για έναν χρόνο.

μαύρο

nom masculin (απόχρωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quelle est la différence entre le noir de lampe et le noir d'ivoire ?

μαύρο

nom masculin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Tu es jolie en noir.

μαύρος, σκοτεινός

adjectif (sans lumière)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pièce était noire (or: sombre) jusqu'à ce que Ben allume une lumière.

μαύρος, σκοτεινός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom était d'humeur noire (or: sombre) après que son chef l'eut réprimandé.

μαύρος, μαύρη

(personne) (φυλή)

Cet homme politique est populaire auprès des Noirs.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εκείνος ο πολιτικός είναι δημοφιλής τόσο στους μαύρους, όσο και στους λευκούς.

μαυρίλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αράπης, αράπισσα

(καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

σκοτάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dans le noir, je pouvais à peine apercevoir la forme de mes propres mains.

αράπης σκλάβος

(καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νουάρ

adjectif (roman) (φιλμ)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαύρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ciel était plein de nuages noirs.

σκούρος καφέ

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Un homme sur un cheval noir apparut au sommet de la crête montagneuse.

σκούρο καφέ

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il y avait trois chevaux dans l'étable : deux pies et un noir.

αράπης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προκατειλημμένος

(αρνητικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σκοτάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le coucher de soleil laissa rapidement place à l'obscurité.
Το σκοτάδι ακολούθησε γρήγορα τη δύση του ήλιου.

αράπης

(injurieux) (καθομ, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκυλάραπας

(injurieux, personne noire) (προσβλητικό: αφρικανός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτοκτονικός

(pensée)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Est-ce que vous avez eu des pensées suicidaires depuis que vous êtes ici ?
Έχεις κάνει αυτοκτονικές σκέψεις από τότε που είσαι εδώ;

μελάνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le calamar a arrosé son prédateur d'encre.
Το καλαμάρι πέταξε μελάνι σε αυτόν που του επιτέθηκε.

βλοσυρός, απειλητικός

adjectif (regard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυαλίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le garçon cireur cira les chaussures en noir.

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny ne parvenait pas à trouver une place dans ce bus bondé.
Η Τζένυ δεν μπορούσε να βρει θέση στο γεμάτο λεωφορείο.

μελαγχολικός, κατηφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le buste de Beethoven avait une expression sombre.

ασπρόμαυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φαγόπυρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les champs derrière la grange sont plantés de sarrasin.

απογοήτευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

CMYK

(Imprimerie : couleurs) (μοντέλο χρωμάτων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αφροαμερικανικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασπρόμαυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Αφροαμερικανός

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Barack Obama fut le premier Président afro-américain des États-Unis.
Ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν ο πρώτος Αφρικανοαμερικανός πρόεδρος των ΗΠΑ.

μαύρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φουλ, φίσκα

(ανεπίσημο)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μελανός, μαύρος

locution adjectivale (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καπνισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κατάμαυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yolanda a des cheveux de jais.
Τα μαλλιά της Γιολάντας είναι κατράμι.

μαύρος σαν κατράμι

locution adjectivale (μεταφορικά)

Dans la grotte, il faisait noir comme dans un four.

μη καταγεγραμμένο, εκτός λογιστικών βιβλίων

locution adverbiale (fam)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je suis payé au noir.

φοβάμαι το σκοτάδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φίσκα, τίγκα, φουλ

(αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαυροφορεμένος, μαυροντυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ασπρόμαυρα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je préfère développer mes photographies en noir et blanc.

στο σκοτάδι

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La maison était plongée dans l'obscurité, il était donc évident qu'il n'y avait personne.

σε κατάθλιψη, στις μαύρες

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a eu broyé du noir toute la journée parce que son équipe préférée a perdu hier.

πίνακας, μαυροπίνακας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quelqu'un a gribouillé des obscénités sur tout le tableau noir.
Κάποιος έγραψε βρισιές στον πίνακα (or: μαυροπίνακα).

μπιμπίκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνω δεύτερη δουλειά

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορυφή του σωρειτομελανία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαύρο φίδι

nom masculin (φίδι Β. Αμερικής)

καπνιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εργαζόμενο άτομο με δυο δουλειές

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ασπρόμαυρη φωτογραφία

nom féminin (art) (διαδικασία)

Il s'est spécialisé dans la photographie noir et blanc.

άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά

nom masculin

Il la fusilla du regard lorsqu'elle témoigna contre lui.

μαύρο χιούμορ

nom masculin

Le médecin légiste se sert de l'humour noir pour faire face à la nature de son travail.

αφρικάνικη τέχνη

nom masculin

μαύρο φασόλι

nom masculin

Des haricots noirs accompagnés de riz sont un plat courant dans beaucoup de pays d'Amérique latine.

μαύρη αρκούδα

nom masculin (Αμερική)

σκέτος καφές

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le café noir est un bon remède contre la gueule de bois.

μαύρη τρύπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un trou noir a une forte attraction gravitationnelle.

μπλακ χιούμορ

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Son humour noir me fait frémir.

πέπερι

nom masculin (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρο πρόβατο

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon frère est la brebis galeuse de la famille.

ασπρόμαυρη ταινία

nom masculin

J'aime regarder les films muets, ces films en noir et blanc sans son.

ασπρόμαυρη τηλεόραση

nom masculin

Mes parents se souviennent de l'époque où les téléviseurs noir et blanc étaient le seul type de télé disponible.

απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Αφροαμερικανός, Αφροαμερικανή

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Les meilleurs morceaux de rap ont été produits par des Afro-Américains.
Η πιο επιτυχημένη μουσική ραπ έχει παραχθεί από Αφροαμερικανούς.

μαύρη αγορά

nom masculin

Bien que cela soit illégal, beaucoup de personnes achètent de la marchandise au marché noir.
Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς.

πίνακας, μαυροπίνακας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il n'y a rien de pire que le bruit d'ongles sur un tableau noir.

σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le chocolat noir est devenu très populaire ces derniers temps.

μαύρος λεμούριος

nom masculin (animal) (ζώο)

Black Russian, μπλακ ράσιαν

nom masculin (cocktail) (είδος κοκτέιλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
J'ai pris un cocktail : un russe noir.

μαύρη τίγρη

nom masculin

Le tigre noir est parfois considéré comme un animal de légende.

σφουγγάρι

nom féminin (για μαυροπίνακα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σφουγγάρι

(για μαυροπίνακα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρος άνθρακας

nom masculin

φουγγάρι

(σβήσιμο πίνακα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σφουγγάρι

(σβήσιμο πίνακα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λουκάνικο αίματος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πινό νουάρ

nom masculin (raisin) (ποικιλία σταφυλιών)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασπρόμαυρο

nom masculin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Il a demandé à la réalisatrice pourquoi elle avait choisi le noir et blanc pour son film.
Ρώτησε τη σκηνοθέτιδα γιατί επέλεξε να κάνει την ταινία της ασπρόμαυρη.

φιλμ νουάρ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του noir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του noir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.