Τι σημαίνει το nettoyer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nettoyer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nettoyer στο Γαλλικά.
Η λέξη nettoyer στο Γαλλικά σημαίνει καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, μαδάω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, σφουγγαρίζω, καθαρίζω, νίβω, στεγνώνω, καθαρίζω, σκουπίζω, καθαρίζω με πανί, καθαρίζω, καθαρίζω, βγάζω, σφουγγαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω τραπέζια, τρίβω, πλένω καλά, τρίβω καλά, κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ, σκουπίζω, ξεπλένω, τρέχω πίσω από κπ, κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική, τρίβω κτ/κπ με κτ, βγάζω κτ από κτ, ξεπλένω, καθαρίζω με μπατονέτα, τρίψιμο, τρίβω κπ/κτ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nettoyer
καθαρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'utilise de l'eau de javel quand je nettoie la cuisine. Πάντα χρησιμοποιώ χλωρίνη όταν καθαρίζω την κουζίνα. |
καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai nettoyé (or: enlevé) la boue de mes bottes. Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου. |
καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qu'est-ce que vous utilisez pour nettoyer votre matériel de laboratoire. Τι χρησιμοποιείς για να καθαρίσεις τον εξοπλισμό του εργαστηρίου σου; |
μαδάωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les hyènes ont nettoyé les os de leur viande. Οι ύαινες μάδησαν το κρέας από τα κόκαλα. |
καθαρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nettoie ton visage et change de vêtements avant de dîner. Καθάρισε το πρόσωπό σου και άλλαξε ρούχα πριν το δείπνο. |
καθαρίζωverbe transitif (χώρο όπου μένουν ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous nettoyons les écuries tous les jours. |
σφουγγαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του. |
καθαρίζωverbe transitif (από κοπριά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand on a appris aux enfants à s'occuper des chevaux, on leur a aussi appris à nettoyer les écuries. |
νίβω(παλαιό, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στεγνώνω, καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vicky a renversé du vin et j'ai donc nettoyé la moquette avec un morceau d'essuie-tout. |
σκουπίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω με πανίverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous devons faire du ménage avant que les invités n'arrivent. Πρέπει να καθαρίσουμε πριν καταφτάσουν οι καλεσμένοι. |
καθαρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζωverbe transitif (une tache) (με πλύσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu penses qu'on pourra enlever cette tache d'encre ? Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι; |
σφουγγαρίζω, καθαρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais passer éponger le lait que tu as renversé. Θα σφουγγαρίσω (or: καθαρίσω) το γάλα που έχυσες. |
καθαρίζω τραπέζιαverbe transitif (restaurant : des tables) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρίβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλένω καλά, τρίβω καλά
|
κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je n'achèterai pas des vêtements qu'il faut nettoyer à sec. |
σκουπίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nettoie le banc avant de t'y asseoir. Πριν καθίσεις σκούπισε το παγκάκι. |
ξεπλένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont dû nettoyer à grande eau le tuyau d'évacuation pour le faire s'écouler correctement. |
τρέχω πίσω από κπ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'en ai marre de toujours devoir nettoyer derrière mon frère ! |
κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρίβω κτ/κπ με κτ
Marc nettoya son visage avec un gant de toilette pour enlever la crasse. Ο Μαρκ έτριψε το πρόσωπό του με μια πετσέτα για να απομακρύνει τη βρωμιά. |
βγάζω κτ από κτ(με πλύσιμο) J'ai enlevé la tache de soupe de la nappe. Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα. |
ξεπλένω(αυτό που έχει λερωθεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του. |
καθαρίζω με μπατονέταlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'infirmière nettoya la blessure ouverte avec un tampon et y appliqua un bandage. |
τρίψιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le sol de la cuisine est sale : un coup de brosse le nettoierait. |
τρίβω κπ/κτ με κτ
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nettoyer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του nettoyer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.