Τι σημαίνει το mudança στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mudança στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mudança στο πορτογαλικά.

Η λέξη mudança στο πορτογαλικά σημαίνει αλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγή, αλλαξιά, κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση, μετεγκατάσταση, μετατροπή, παρέκκλιση, μετακόμιση, αλλαγή, λεβιές ταχυτήτων, μετακίνηση, μετατόπιση, αλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγή, μεταβολή, μετακόμιση, στροφή, μετακόμιση, μεταβολή, αλλαγή, τροποποίηση, αλλαγή, μετάβαση, τροποποίηση, μετατροπή, μετακόμιση, αλλαγή, εγκατάσταση στο εξωτερικό, κάνω μια αλλαγή, το να παίζω ένα ρόλο, που αλλάζει διαρκώς, φορτηγό μεταφορών, παθητικοποίηση, αλλαγή παραστάσεων, αλλαγή σκηνικού, σημαντικές αλλαγές, βελτίωση,καλυτέρευση, αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης, αλλαγή γνώμης, αλλαγή καριέρας, αλλαγή τόπου διεξαγωγής, σταδιακή αλλαγή, φορτηγάκι μεταφορών, γρήγορη αλλαγή απόφασης, ριζική αλλαγή, ριζική αναμόρφωση, ξαφνική, απότομη αλλαγή, αλλαγή ώρας, ολοκληρωτική αλλαγή, κλιματική αλλαγή, αλλαγή σταδιοδρομίας, αλλαγή σταδιοδρομίας, μαζική μεταστροφή, εγχείρηση αλλαγής φύλου, προσωρινή μετάθεση, αναδίπλωση λέξεων, αλλαγή φύλου, υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι, υπόκειμαι σε μεταβολές, υπόκειμαι σε αλλαγές, υπόκειμαι σε τροποποιήσεις, σαρωτικές αλλαγές, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φορτηγάκι μεταφορών, φορτηγάκι μετακομίσεων, στροφή 180 μοιρών, μεταστροφή θέσης, μεταφορική εταιρεία, μεγάλη μεταρρύθμιση, μεταφορικός, ανεβάζω ταχύτητα, αλλαγή, σπάσιμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mudança

αλλαγή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As partes fizeram uma mudança no contrato.
Οι συμβαλλόμενοι έκαναν μια αλλαγή στο συμβόλαιο.

αλλαγή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A mudança no clima ocorreu durante a noite.

μεταβολή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os cientistas observaram uma mudança nos dados do sensor.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν μια μεταβολή στα δεδομένα του αισθητήρα.

αλλαγή

substantivo feminino (novidade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os novos procedimentos mudaram bastante em comparação à maneira antiga.
Οι νέες διαδικασίες ήταν σημαντική αλλαγή σε σύγκριση με την παλιά μέθοδο.

αλλαξιά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary ia sair após o trabalho, então ela levou consigo uma muda de roupa para o escritório.

κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janet observou o movimento da areia no vento.
Η Τζάνετ παρακολουθούσε την κίνηση της άμμου στον άνεμο.

μετεγκατάσταση

substantivo feminino (de casa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η νέα της εταιρεία δε θα τη βοηθήσει στη μετεγκατάσταση.

μετατροπή

substantivo feminino (αλλαγή σε κτ νέο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uma razão pela qual os Estados Unidos ainda não usam o sistema métrico é que a mudança iria causar muita confusão.

παρέκκλιση

substantivo feminino (από συνήθειες κλπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Experimentar esportes radicais foi uma verdadeira mudança para Adam; normalmente ele se interessava mais por atividades intelectuais.
Το ότι δοκίμασε extreme αθλήματα ήταν πραγματικά κάτι διαφορετικό για τον Άνταμ· συνήθως τον ενδιέφεραν περισσότερο οι πνευματικές αναζητήσεις.

μετακόμιση

substantivo feminino (habitação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A empresa é especializada em mudança.
Αυτή η εταιρεία ειδικεύεται στις μετακομίσεις.

αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεβιές ταχυτήτων

(alavanca de troca de marcha)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μετακίνηση, μετατόπιση

(movimento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A mudança do time para a esquerda confundiu a defesa.
Η μετακίνηση της ομάδας στα αριστερά μπέρδεψε την άμυνα.

αλλαγή

(γνώμης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγή, μεταβολή

substantivo feminino (alteração)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A mudança no tempo surpreendeu os moradores.

αλλαγή, μεταβολή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A mudança causou problemas porque ninguém foi informado.
Η αλλαγή προκάλεσε προβλήματα, γιατί κανένας άλλος δεν είχε ενημερωθεί.

μετακόμιση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Odeio mudança, mas quero morar na Califórnia.
Σιχαίνομαι τις μετακομίσεις, αλλά θέλω να ζήσω στην Καλιφόρνια.

στροφή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nos últimos anos, vimos uma mudança à direita política.

μετακόμιση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nossa coisas foram encaixotadas, prontas para a mudança.

μεταβολή, αλλαγή

substantivo feminino (de língua)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela sempre troca o jeito de falar. Às vezes fala em inglês formal, e às vezes usa gírias.

τροποποίηση, αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μετάβαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mark conhecia William desde que havia nascido e havia testemunhado sua transição de um menino a um homem.
Ο Μάρκ ήξερε τον Γουίλιαμ από όταν γεννήθηκε και είχε γίνει μάρτυρας της μετάβασής του από αγόρι σε άντρα.

τροποποίηση, μετατροπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μετακόμιση

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι δυο δραστηριότητες της εταιρείας είναι η αποθήκευση κοι οι μετακομίσεις.

αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Essa música tem muitas modulações importantes para o pianista.

εγκατάσταση στο εξωτερικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μια αλλαγή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το να παίζω ένα ρόλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που αλλάζει διαρκώς

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φορτηγό μεταφορών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παθητικοποίηση

(ρήματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγή παραστάσεων

(μεταφορικά: τοποθεσία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A guerra de água foi uma maravilhosa mudança de ritmo depois de trabalhar no jardim.
Το μπουγέλωμα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή μετά τις δουλειές στον κήπο.

αλλαγή σκηνικού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημαντικές αλλαγές

βελτίωση,καλυτέρευση

expressão (melhorar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η ωραία, νέα της κόμμωση είναι οπωσδήποτε μια βελτίωση (or: καλυτέρευση).

αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλλαγή γνώμης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγή καριέρας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγή τόπου διεξαγωγής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταδιακή αλλαγή

(alteração lenta)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φορτηγάκι μεταφορών

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γρήγορη αλλαγή απόφασης

(reviravolta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ριζική αλλαγή

(revisão drástica ou fundamental)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ριζική αναμόρφωση

(mudança drástica ou fundamental)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξαφνική, απότομη αλλαγή

(diferença abrupta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγή ώρας

(ajuste sazonal de relógios)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ολοκληρωτική αλλαγή

(transformação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλιματική αλλαγή

(BRA, aquecimento global)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Os cientistas acreditam que a mudança do clima pode ser responsável por maiores e mais frequentes tempestades.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να ευθύνεται για τις ισχυρότερες και πιο συχνές καταιγίδες.

αλλαγή σταδιοδρομίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλλαγή σταδιοδρομίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαζική μεταστροφή

(movimento de massa para algo diferente)

εγχείρηση αλλαγής φύλου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sam passou por uma cirurgia de mudança de sexo para mudar de homem para mulher.

προσωρινή μετάθεση

(relocação por um curto período)

αναδίπλωση λέξεων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλλαγή φύλου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Derek passou por uma mudança de sexo no ano passado.

υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπόκειμαι σε μεταβολές, υπόκειμαι σε αλλαγές, υπόκειμαι σε τροποποιήσεις

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαρωτικές αλλαγές

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Η πιο αργή μπαλιά του ρίπτη ήρθε στην αρχική βάση κατά 20 μίλια την ώρα πιο αργά από τη γρήγορη μπαλιά του.

φορτηγάκι μεταφορών, φορτηγάκι μετακομίσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στροφή 180 μοιρών

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεταστροφή θέσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταφορική εταιρεία

substantivo feminino

μεγάλη μεταρρύθμιση

μεταφορικός

(veículo, transporte)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harry havia acabado de empacotar as coisas quando o caminhão da mudança chegou em sua casa.
Ο Χάρι μόλις είχε τελειώσει το πακετάρισμα όταν το φορτηγάκι των μετακομίσεων (or: μεταφορών) έφτασε έξω από το σπίτι.

ανεβάζω ταχύτητα

(BRA, veículo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O motorista passou a marcha e pisou fundo no acelerador o mais forte que podia.
Ο οδηγός ανέβασε ταχύτητα και πάτησε το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσε.

αλλαγή

(clima) (καιρού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estão esperando por uma mudança súbita na tempestade.

σπάσιμο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A mudança na voz dele é um sinal da puberdade, ele vai do grave ao agudo sem controle.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mudança στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.