Τι σημαίνει το chute στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chute στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chute στο Γαλλικά.
Η λέξη chute στο Γαλλικά σημαίνει πτώση, πτώση, πτώση, πτώση, πτώση, ολίσθημα, πτώση, άλωση, πτώση, καταρράκτης, καταρράχτης, πτώση, βουτιά, πτώση, η τελευταία φράση, η τελευταία ατάκα, υπόλειμμα, τέλος, καταστροφή, κάθετη πτώση, πτώση, πτώση, πτώση, καταστροφή, πτώση, καταρράκτης, ξεπεσμός, βουτιά, κατάρρευση, ανατροπή, καθίζηση, σκηνή από τα γυρίσματα, το να πέσω σε δυσμένεια, καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, υποχώρηση, πτώση, πέφτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω απότομα, πέφτω γρήγορα, κατρακυλάω, κατρακυλώ, κατρακυλάω, ελαττώνομαι, μειώνομαι, πέφτω, κατρακυλώ, πέφτω, κάνω βουτιά, βουτιά, κάνω βουτιά, κατρακυλάω, κατρακυλώ, πέφτω, καταρρέω, πέφτω, πέφτω, χαμηλότερα, πέφτω, Πτώση, καταρρέω, γκρεμίζομαι, ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει, καταρράκτης, καταρράχτης, ρετάλι, χιονόπτωση, αντικλίμακα, πέσιμο με τον πισινό, κατολίσθηση, κατακρήμνιση, ελεύθερη πτώση, κατολίσθηση βράχων, ύφεση, πτώση τιμών, κρίση, οσφυική χώρα, πτώση θερμοκρασίας, χιονόπτωση, κάνω να πέσει στα μαλακά, ελεύθερη πτώση, πέφτει η τάση, κατακόρυφη πτώση, ελεύθερη πτώση, ελεύθερη πτώση, που πέφτει, αγωγός καθόδου, σωλήνας απορροής, -, απότομη πτώση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chute
πτώσηnom féminin (από ψηλά προς χαμηλά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La chute des noix de l'arbre fait un bruit sourd. Το πέσιμο των καρπών από το δέντρο κάνει έναν δυνατό θόρυβο. |
πτώση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La chute des prix va nuire à nos bénéfices. Η πτώση των τιμών θα μειώσει τα κέρδη μας. |
πτώσηnom féminin (déchéance) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est l'histoire du déclin et de la chute de Richard Nixon. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το βιβλίο περιγράφει την παρακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. |
πτώση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a écrit un livre sur la chute de la France en 1940. Έγραψε ένα βιβλίο για την πτώση της Γαλλίας το 1940. |
πτώσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a fait une mauvaise chute de cheval. Υπέστη μια άσχημη πτώση ενώ έκανε ιππασία. |
ολίσθημαnom féminin (επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le pécheur doit confesser sa chute. Ένας αμαρτωλός πρέπει να ομολογεί το ολίσθημά του. |
πτώση, άλωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ulysse a erré pendant dix ans après la chute de Troie. Ο Οδυσσέας περιπλανήθηκε για δέκα χρόνια μετά την εκπόρθηση της Τροίας. |
πτώσηnom féminin (action de tomber) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La chute de l'avion a terrifié tout le monde. |
καταρράκτης, καταρράχτης(chute d'eau) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les chutes s'entendent de loin. Ο καταρράκτης (or: καταρράχτης) ακουγόταν από μακριά. |
πτώσηnom féminin (diminution) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La chute de l'action a surpris les analystes. Η πτώση της αξίας της μετοχής εξέπληξε τους αναλυτές. |
βουτιάnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La chute de la voiture du haut de la falaise ne dura que quelques secondes. Η βουτιά του αυτοκινήτου από τον λόφο κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. |
πτώση(d'une personne) (ατόμου: καταστροφή, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il fut douloureux pour tous ses défenseurs de voir sa chute. Ήταν δύσκολο για τους οπαδούς του να βλέπουν την κατρακύλα του. |
η τελευταία φράση, η τελευταία ατάκαnom féminin (d'une histoire, d'une blague) (ανέκδοτο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il était mauvais pour raconter des blagues car il oubliait toujours la chute. Ήταν χάλια στο να λέει ανέκδοτα, γιατί πάντα ξεχνούσε την τελευταία ατάκα. |
υπόλειμμαnom féminin (bois,...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τέλος(empire, souverain) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'arrivée des ordinateurs a entraîné la chute de la machine à écrire. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτέλεσαν την αιτία για το τέλος της γραφομηχανής. |
καταστροφήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa dépendance à la médiatisation a causé sa chute. Ο εθισμός στα φώτα της δημοσιότητας αποδείχθηκε πως ήταν η καταστροφή της. |
κάθετη πτώση(μεταφορικά) |
πτώση(σπορ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le surfer a été victime d'une chute alors qu'il se trouvait sur une vague géante à Cortes Bank. |
πτώση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La chute de Sophie lui causa une fracture de la clavicule. Η πτώση της Σόφι είχε ως αποτέλεσμα μια σπασμένη κλείδα. |
πτώσηnom féminin (d'un dirigeant) (ηγεμόνα: από την εξουσία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tous ceux à l'extérieur du pays se sont réjouis de la chute du dictateur. Η πτώση του δικτάτορα καλωσορίστηκε από όλους στο εξωτερικό. |
καταστροφή(figuré, d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fin de la pièce annonce la chute du héros épique. Ο ήρωας του έπους οδηγήθηκε στην καταστροφή του στο τέλος του έργου. |
πτώσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ben s'est fracturé le bras dans la chute. |
καταρράκτηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La chute d'eau (or: La cascade) fut gelée en hiver. |
ξεπεσμόςnom féminin (για κοινωνική θέση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ήταν πραγματικός ξεπεσμός όταν η συγχώνευση του κόστισε την αντιπροεδρία. |
βουτιά(de prix, valeur) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a eu une chute récente des prix des habitations. Παρατηρήθηκε βουτιά στις τιμές των σπιτιών. |
κατάρρευση(économie : déclin) (μεταφορικά: οικονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les économistes avaient prévu l'effondrement des marchés boursiers. Οι οικονομολόγοι προέβλεψαν κατάρρευση του χρηματιστηρίου. |
ανατροπή(κυβέρνησης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La rue réclame désormais le renversement du gouvernement. Ο κόσμος στους δρόμους απαιτεί τώρα την ανατροπή της κυβέρνησης. |
καθίζηση(figuré : entreprise,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκηνή από τα γυρίσματα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το να πέσω σε δυσμένεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταστροφήnom féminin (d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάρρευση, πτώση(bâtiment, mur) (υλικού πράγματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'effondrement du mur endommagea une voiture. Η κατάρρευση του κτιρίου προκάλεσε ζημιές σε ένα αυτοκίνητο. |
υποχώρησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a eu récemment une baisse du nombre de chômeurs. |
πτώσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέφτωverbe intransitif (figuré : commerce) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La demande pour ce produit a récemment chuté. Η ζήτηση για αυτό το προϊόν μειώθηκε (or: ελαττώθηκε) πρόσφατα. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis tombé de l'échelle hier. C'est l'automne et les feuilles tombent. Έπεσα από τη σκάλα χθες. Είναι φθινόπωρο και πέφτουν τα φύλλα. |
πέφτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'action a chuté (or: a baissé) en bourse aujourd'hui. Η μετοχή έπεσε σήμερα. |
πέφτω(température) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La température va tomber (or: chuter) au-dessous de zéro demain. Οι θερμοκρασίες θα πέσουν κάτω από το μηδέν αύριο. |
πέφτω απότομα, πέφτω γρήγορα
L'avion a chuté au sol. Το αεροπλάνο έπεσε απότομα στη γη. |
κατρακυλάω, κατρακυλώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les températures ont chuté rapidement durant la journée. Οι θερμοκρασίες σημείωσαν καθοδική πορεία μέσα στην ημέρα. |
κατρακυλάω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ελαττώνομαι, μειώνομαιverbe intransitif (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les ventes de voitures ont chuté pendant la crise. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης. |
πέφτωverbe intransitif (figuré : baisser) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les mauvaises nouvelles vont faire chuter les marchés financiers. |
κατρακυλώ, πέφτω(figuré) (τιμές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prix du pétrole brut s'est effondré à la bourse aujourd'hui. |
κάνω βουτιάverbe intransitif (figuré : prix,...) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βουτιάverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les actions n'ont cessé de chuter (or: plonger) depuis le début de la crise financière mondiale. |
κάνω βουτιάverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les actions de la société chutent depuis la soudaine démission du PDG. |
κατρακυλάω, κατρακυλώverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le prix des maisons ont chuté en raison de la crise financière. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pile de livres ne semblait pas bien stable. John les a à peine touchés qu'ils sont tombés par terre. // Elle a glissé sur une peau de banane et elle est tombée dans l'escalier. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η στοίβα με τα βιβλία δεν φαινόταν πολύ σταθερή· ο Τζον την σκούντηξε και αυτή έπεσε στο πάτωμα. |
καταρρέω(bâtiment surtout) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La maison n'avait pas été entretenue pendant des années et elle s'écroulait de toutes parts. |
πέφτωverbe intransitif (personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mike est tombé et s'est blessé le dos. Ο Μάικ έπεσε και χτύπησε την πλάτη του. |
πέφτωverbe intransitif (prix,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le prix de l'essence a de nouveau baissé (or: a de nouveau chuté). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ. |
χαμηλότερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jusqu'aux récentes victoires, l'équipe semblait dégringoler vers le bas du classement. Μέχρι τις πρόσφατες νίκες, η ομάδα φαίνονταν να πέφτει όλο και χαμηλότερα. |
πέφτωverbe intransitif (actions) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le prix de l'action a diminué cet après-midi. Οι τιμές των μετοχών έπεσαν σήμερα το απόγευμα. |
Πτώσηnom féminin (Bible) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Selon la Bible, le serpent a causé la chute. Στη Βίβλο, το φίδι έφερε την πτώση. |
καταρρέω, γκρεμίζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει(peu courant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταρράκτης, καταρράχτηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La chute d'eau (or: La cascade) coulait sur les rochers et tombait dans un bassin profond. Ο καταρράκτης (or: καταρράχτης) έτρεχε στους βράχους και χυνόταν σε μια βαθιά λίμνη. |
ρετάλι(tissu) (υφάσματος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu peux utiliser tous ces coupons (de tissu) pour faire un dessus-de-lit. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις όλα σου τα ρετάλια για να φτιάξεις ένα πάπλωμα. |
χιονόπτωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντικλίμακα(λογοτεχνία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέσιμο με τον πισινό(ως προσποιητό αστείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατολίσθηση, κατακρήμνιση(βράχων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεύθερη πτώσηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'avion a fait de la chute libre quand ses deux moteurs se sont arrêtés. |
κατολίσθηση βράχωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ύφεση, πτώση τιμών, κρίσηnom féminin (οικονομικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οσφυική χώραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La robe de soirée de cette Miss permettait d'admirer sa ravissante chute de reins. |
πτώση θερμοκρασίαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χιονόπτωση(Can) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω να πέσει στα μαλακάlocution verbale |
ελεύθερη πτώσηverbe intransitif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέφτει η τάσηlocution verbale (électricité) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'utilisation importante de climatiseurs pendant les vagues de chaleur a entrainé l'électricité à avoir une chute de tension (or: a provoqué une chute de tension de l'électricité). Η αυξημένη χρήση αιρκοντίσιον κατά τους καύσωνες ήταν η αιτία που έπεφτε η τάση του ρεύματος. |
κατακόρυφη πτώση(μεταφορικά) |
ελεύθερη πτώσηnom féminin (activité) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Baumgartner va faire une chute libre de 39 km. |
ελεύθερη πτώσηnom féminin (figuré) (μτφ: απότομη πτώση) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'économie mondiale est tombée en chute libre à l'automne 2008. Η παγκόσμια οικονομία έκανε ελεύθερη πτώση το φθινόπωρο του 2008. |
που πέφτει(figuré : entreprise,...) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγωγός καθόδου, σωλήνας απορροήςnom féminin (plomberie) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le plombier nous a fait payer très cher pour réparer la chute d'évacuation. |
-nom féminin (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La chute de grêle a endommagé certaines voitures. Η χαλαζόπτωση προκάλεσε ζημιές σε μερικά αυτοκίνητα. |
απότομη πτώσηnom féminin La chute soudaine du derrière de James sur le canapé aplatit le coussin. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chute στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του chute
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.